οὐαί

From LSJ
Revision as of 22:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐαί Medium diacritics: οὐαί Low diacritics: ουαί Capitals: ΟΥΑΙ
Transliteration A: ouaí Transliteration B: ouai Transliteration C: ouai Beta Code: ou)ai/

English (LSJ)

exclamation of pain and anger, A ah! woe! c. nom., LXX Am.5.18, al.: c. voc., ib.3 Ki.13.30: c. dat., οὐαί μοι, οὐαί σοι, woe is me! woe to thee! ib.Nu.21.29, Arr.Epict.3.19.1, Mim.Oxy.413.184: c. acc., οὐαὶ οὐαὶ οὐαὶ τοὺς κατοικοῦντας ἐπὶ τῆς γῆς Apoc.8.13. II οὐαί· φυλαί (Cypr.), Hsch. (Cf. Dor. ὠβά.)

German (Pape)

[Seite 408] vae, weh! Ausruf des Schmerzes und des Unwillens, N. T.; οὐαί μοι, Arr. Epict. 3, 19.

French (Bailly abrégé)

interj.
hélas !.
Étymologie: cf. lat. vae.

Greek (Liddell-Scott)

οὐαί: «φυλαί. Κύπριοι» Ἡσύχ.
ἐπιφώνημα ὀδύνης καὶ ὀργῆς, Λατιν. vae! ὡς καὶ νῦν, οὐαί, ἀλλοίμονον! ἀπὸ τῶν Ἀλεξανδρίνων καὶ ἐφεξῆς· μετ᾿ ὀνομαστ., Ἑβδ.· μετὰ δοτικ., οὐαί μοι, οὐαί σοι, ἀλλοίμονον εἰς ἐμέ, ― εἰς σέ! Ἑβδ., Καιν, Διαθ., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 19, 1.

English (Strong)

a primary exclamation of grief; "woe": alas, woe.

English (Thayer)

an interjection of grief or of denunciation; the Sept. chiefly for הוי and אוי; "Alas! Woe!" with a dat of person added, R G L, small edition. (see below) (Sept.); thrice repeated, and followed by a dative, R G L WH marginal reading (see below); the dative is omitted in T Tr WH text, and L T Tr WH; this accusative, I think, must be regarded either as an accusative of exclamation (cf. Matthiae, § 410), or as an imitation of the construction of the accusative after verbs of injuring (Buttmann, § 131,14judges otherwise); with the addition of ἀπό and a genitive of the evil the infliction of which is deplored (cf. Buttmann, 322 (277); Winer's Grammar, 371 (348)), ἐκ, ἡ οὐαί (the writer seems to have been led to use the feminine by the similarity of ἡ θλῖψις or ἡ ταλαιπωρία; cf. Winer's Grammar, 179 (169)) woe, calamity: δύο οὐαί, οὐαί ἐπί οὐαί ἔσται, οὐαί ἡμᾶς λήψεται Evang. Nicod c. 21 (Pars ii., 5:1 (edited by Tdf.))); so also in the phrase οὐαί μοι ἐστιν, woe is unto me, i. e. divine penalty threatens me, Epictetus diss. 3,19, 1 (frequent in ecclesiastical writings).

Greek Monolingual

(I)
οὐαί)
επιφών.
1. (οδύνης ή αγανάκτησης ή απειλής) αλίμονο, αχ! («οὐαί σοι, Μωάβ, ἀπώλου λαὸς Χαμώς», ΠΔ)
2. φρ. «οὐαὶ τοῖς ἡττημένοις» — λέξεις τις οποίες απηύθυνε προς τους Ρωμαίους ο Βρέννος, αρχηγός τών Γαλατών, όταν οι Γαλάτες κυρίευσαν τη Ρώμη και όταν κατά τη ζύγιση τών λύτρων, τα οποία κατέβαλε η πόλη, προσέθεσε στο βάρος της ζυγαριάς το ξίφος του και τον ζωστήρα του
αρχ.
(ως θηλ. ουσ.) ἡ οὐαί
η συμφορά («ἡ οὐαὶ ἡ μία ἀπῆλθεν
Ιδοὺ ἔρχονται ἔτι δύο οὐαὶ μετὰ ταῦτα», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειο από τη Σημιτική, το οποίο μεταγράφηκε την ίδια εποχή και στη Λατινική (πρβλ. λατ. vae)].
(II)
οὐαί (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (στους Κυπρίους) «φυλαί».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για διαλ. τ. του οἴη (Ι) «κώμη»].

Greek Monotonic

οὐαί: Λατ. vah! ah! επιφών. πόνου ή θυμού· οὐαί σοι, αλίμονο σε σένα! σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

οὐαί: interj. возглас скорби увы! NT.

Middle Liddell


exclamation, Lat. vae! ah! οὐαί σοι woe to thee! NTest.

Chinese

原文音譯:oÙa⋯ 烏埃
詞類次數:質詞(47)
原文字根:禍哉 相當於: (אֹוי‎) (אִי‎ / אִילֹו‎) (הֹוי‎) (הִי‎)
字義溯源:禍哉^(表示:指責,警告,憂傷),啊呀,哀哉,有禍了,災禍,是有禍的
出現次數:總共(47);太(14);可(2);路(15);林前(1);猶(1);啓(14)
譯字彙編
1) 有禍了(25) 太23:13; 太23:14; 太23:15; 太23:16; 太23:23; 太23:25; 太23:27; 太23:29; 太24:19; 太26:24; 可13:17; 可14:21; 路10:13; 路10:13; 路11:42; 路11:43; 路11:44; 路11:46; 路11:47; 路11:52; 路17:1; 路21:23; 路22:22; 林前9:16; 啓12:12;
2) 有禍了!(8) 太11:21; 太11:21; 太18:7; 路6:24; 路6:25; 路6:25; 路6:26; 猶1:11;
3) 哀哉(6) 啓18:10; 啓18:10; 啓18:16; 啓18:16; 啓18:19; 啓18:19;
4) 災禍(4) 啓9:12; 啓9:12; 啓11:14; 啓11:14;
5) 禍哉(3) 啓8:13; 啓8:13; 啓8:13;
6) 是有禍的(1) 太18:7