ἐκπλέω

From LSJ
Revision as of 14:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπλέω Medium diacritics: ἐκπλέω Low diacritics: εκπλέω Capitals: ΕΚΠΛΕΩ
Transliteration A: ekpléō Transliteration B: ekpleō Transliteration C: ekpleo Beta Code: e)kple/w

English (LSJ)

fut. ἐκπλεύσομαι: pf. -A πέπλευκα IG2.793a7: Ion. ἐκπλώω, aor. -έπλωσα: pf. πέπλωκα Lyc.1084:—sail, set sail, sail out or sail away, τοῦ Πόντου Hdt.6.5; ἔξω τοῦ Ἑλλησπόντου Id.5.103; τῆσδ' ἐ. χθονός S.Ph.1375; ἐκ τῆσδε γῆς ib.577; ἐ. ἐς ἀποικίην Hdt.6.22; κατ' Εὐρώπης ζήτησιν, κατὰ ληΐην, Id.2.44,152; ἐπί τινα against.., Th.1.37; of fish, swim out, ἀγεληδὸν ἐκπλέω ἐς θάλασσαν Hdt.2.93. 2 metaph., ἐκπλέω ἐκ τοῦ νόου, ἐκπλεῖν τῶν φρενῶν = go out of one's mind, lose one's senses, Id.3.155, Ael.Fr. 240. II rarely c. acc. loci, sail out past, τὸ ἔθνος τῶν Ἰχθυοφάγων Arr.Ind.29.7, cf. Lyc.1084, A.R.2.645. 2 c. acc. cogn., ἐκπλέω τὸν ὕστερον ἔκπλουν D.49.6. III trans., ἐκπλέω ἐς τὴν εὐρυχωρίαν τὰς τῶν πολεμίων ναῦς outsail the fleet of the enemy into the open, Th.8.102 (s.v.l.).

Spanish (DGE)

I intr.
1 náut. hacerse a la mar, zarpar, partir por mar c. gen. de origen o gen. c. prep. τῆσδ' ἐκπλεῖν χθονός S.Ph.1375, τῆς Παράλου Is.5.6, ὅσον τάχος ἔκπλει ... ἐκ τῆσδε γῆς S.Ph.577, τὰς (τριήρεας) ἐκ τοῦ Πόντου ἐκπλεούσας Hdt.6.5, ἐκ τοῦ λιμένος Plb.8.34.3, ἐκ τοῦ Ἐπιλιμνίου Maier, GMBI 24.13 (Salamina III a.C.), ἀπὸ Φιλίππων Act.Ap.20.6, sin rég. ἐξέπλευσεν δὴ τὰ πλοῖα Pl.Ep.347c, καὶ Διονύσιος ... ἐμέλλησεν ἐκπλεῖν Isoc.6.44, κερδαίνειν ἐπιθυμῶν ἐξέπλευσεν Lys.20.17, cf. 13.28, 28.2, IG 22.1611.7 (IV a.C.), Σῖμος ... ἐκπλεύσας ὑγιὴς ἐπανῆνθ' Simo, después de hacerse a la mar, volvió curado (del mal de amores), Theoc.14.54, ἐκπλεῖν ... ἄνευ συμβόλου Aen.Tact.10.8, cf. I.AI 18.247, Luc.Alex.56, op. εἰσπλεῖνarribar a puertoεἰσάφιξις ... ἀσυλεὶ καὶ ἀσπονδεὶ καὶ ἐσπλέοσι καὶ ἐκπλέοσι Milet 1(3).135.9 (IV a.C.), cf. Isoc.17.19, 37, IG 12(9).204.5 (Eretria IV a.C.)
c. giro prep. de ac. poner rumbo a, zarpar hacia ἐς ἀποικίην ἐκπλέειν zarpar para una (nueva) fundación, Hdt.6.22, ἐς γαῖαν Φρυγῶν E.Cyc.284, cf. Lys.Fr.30, Isoc.4.96, X.HG 4.8.32, I.BI 1.481, εἰς Μυτιλήνην ἐξέπλει στρατευόμενος Is.9.14, cf. 11.48, ἐπὶ τὸ πᾶν πέλαγος Pl.Criti.108e, ἐπὶ τοὺς πέλας Th.1.37, ἐπὶ τὰς προκειμένας πράξεις Plb.3.41.2.
2 fig. en la expr. ἐκπλεῦσαι τῶν φρενῶν volverse loco οἱ δὲ ἐκπλεύσαντες τῶν φρενῶν, εἶτα ἐνεοὶ ἐγένοντο Ael.Fr.239.
3 de la migración anual de los peces partir, salir nadando ἂν μὲν οὖν νότις ὁ χειμὼν ᾖ, βραδύτερον ἐκπλέουσιν si el viento invernal sopla del sur su partida es más lenta Arist.HA 598b8, cf. HA 598b11, cf. 13
c. giro prep. de direcc. ἀγεληδὸν ἐκπλέουσι ἐς θάλασσαν salen en bancos hacia el mar los peces del Nilo, Hdt.2.93.
II tr.
1 dejar atrás navegando τὰς τῶν πολεμίων ναῦς Th.8.102.
2 c. ac. int. navegar ἐκπλεῖν τὸν ὕστερον ἔκπλουν D.49.6.

German (Pape)

[Seite 773] (s. πλέω), ion. ἐκπλώω., ausschiffen, absegeln; Aesch. frg. 229; Soph. Ai. 1078 u. öfter, wie Folgde, sowohl von Menschen als von Schiffen; ἐκ τῆς Σάμου εἰς Λακεδαίμονα Her. 3, 148; τῇ νηΐ Thuc. 1, 131; Ggstz von εἰσπλέω, aus einem Hafen herausfahren, 2, 69; τὸν ἔκπλουν Dem. 49, 6. – Her. braucht ἐκπλώω auch von Fischen, herausschwimmen, 2, 93, u. vrbdt ἔξω τὸν Ἑλλήσποντον ἐκπλώσαντες, über den H. hinausschiffen, 5, 103, womit Arr. Ind. 29, 7 ἐξέπλωσαν τὸ ἔθνος u. Lycophr. 1084 zu vgl. – Übertr., ἐκπλώσαντες ἐκ τοῦ νόου Her. 6, 12, wie τῶν φρενῶν 3, 155, aus dem Verstande herausfahren, von Sinnen kommen.

French (Bailly abrégé)

f. ἐκπλεύσομαι, ao. ἐξέπλευσα;
1 sortir du port, lever l'ancre, mettre à la voile, appareiller : ἐπί τινα pour une expédition contre qqn ; κατά τι pour aller à la recherche de qch ; ἔξω τὸν Ἑλλήσποντον HDT franchir l'Hellespont;
2 naviguer hors de ; en parl. de poissons nager hors de, émigrer ; fig. ἐκ τοῦ νόου ou ἐκ τῶν φρενῶν HDT sortir de son bon sens, perdre la raison.
Étymologie: ἐκ, πλέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπλέω: μέλλ. -πλεύσομαι: Ἰων. ἐκπλώω: ἀόρ. -έπλωσα. Ἀποπλέω, ἀπαίρω, «κάμνω πανιά», Ἡρόδ. 6. 5, κτλ., Τραγ., κλ.· τῆσδ’ ἐκπλ. χθονὸς Σοφ. Φ. 1375· ἐκ τῆσδε γῆς αὐτόθι 577· ἐκπλ. εἰς... Ἡρόδ. 6. 22, κτλ.· κατά τι, εἰς ἀναζήτησίν τινος, ὁ αὐτ. 2. 44, 152· ἐπί τινα, ἐναντίον..., Θουκ. 1. 37· ― ἐπὶ ἰχθύων τρεφομένων ἐν λίμναις, ἐπεάν σφεας ἐσίῃ οἶστρος κυΐσκεσθαι, ἀγεληδὸν ἐκπλώουσι ἐς θάλασσαν Ἡρόδ. 2. 93. 2) μεταφ., ἐκπλεῖν τοῦ νοῦ, τῶν φρενῶν, ἔξω φρενῶν γίνεσθαι, ὁ αὐτ. 3. 155. ΙΙ. σπανίως μετ’ αἰτ. τόπου, πλέων παρέρχομαι, παραπλέω, τὸ ἔθνος τῶν Ἰχθυοφάγων Ἀρρ. Ἰνδ. 29. 7· ἐκπεπλευκότες Λυκόφρ. 1084, ἔνθα διάφ. γρ. ἐκπεπτωκότες, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 645· - ἀλλὰ περὶ τοῦ ἐν Ἡροδ. (5. 103) ἐκπλώσαντές τε ἔξω τὸν Ἑλλήσποντον, ἴδε ἔξω Ι. 1. β. 2) μετὰ συστοίχου αἰτιατ., ἐκπλ. τὸν ὕστερον πλοῦν Δημ. 1186. 12. ΙΙΙ. μεταβ., ἐκπλ. εἰς τὴν εὐρυχωρίαν τὰς τῶν πολεμίων ναῦς, «βουλόμενοι νὰ ἐκπλεύσωσιν εἰς τὴν εὐρυχωρίαν καὶ ἐντεῦθεν ν’ ἀποφύγωσι τὰς ναῦς τῶν Πελοποννησίων» (Δούκας), Θουκ. 8. 102. Πρβλ. ἐξορμάω, ἐκποτάομαι.

English (Strong)

from ἐκ and πλέω; to depart by ship: sail (away, thence).

English (Thayer)

(imperfect ἐξεπλεον); 1st aorist ἐξέπλευσα; to sail from sail away, depart by ship: ἀπό with the genitive of place, εἰς with the accusative of place, Sophocles, Herodotus, Thucydides, others.)

Greek Monolingual

(AM ἐκπλέω)
αποπλέω
αρχ.
1. παραπλέω («ἀλλ' ὅτε πέτρας πληγάδας ἐξέπλωμεν», Απολλ. Ρόδ.)
2. διαπλέω
3. αποπλέοντας αποφεύγω κάτι.

Greek Monotonic

ἐκπλέω: μέλ. -πλεύσομαι· Ιων. -πλώω, αόρ. αʹ -έπλωσα·
I. 1. αποπλέω, αναχωρώ, σηκώνω την άγκυρα, σαλπάρω, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με γεν., αποπλέω από, σε Σοφ.
2. μεταφ., ἐκπλεῖν τοῦ νοῦ, τῶν φρενῶν, βγαίνω έξω απ' τη λογική, χάνω τα λογικά μου, γίνομαι έξω φρενών, σε Ηρόδ.
II. ἐκπλ. τὰς ναῦς, πλέω γρηγορότερα από τα εχθρικά πλοία, τα ξεπερνώ, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπλέω: ион. преимущ. ἐκπλώω (fut. ἐκπλεύσομαι, aor. ἐξέπλευσα)
1) выплывать, отплывать, уплывать (χθονός и ἐκ γῆς Soph.; ἐς θάλασσαν Her.; ἐκ Κορίνθου Thuc.; οἱ ἰχθύες ἐκπλέουσαν Arst.; Ἀθήνῃθεν ἐκπεπλευκώς Plut.); ἐ. τὸν ἔκπλουν Dem. отправляться в морское путешествие; ἐκπλεῦσαι τῶν φρενῶν или ἐκ τοῦ νόου Her. сойти с ума;
2) (о корабле) огибать, обходить: ἐκπλεῦσαι ἐς τὴν εὐρυχωρίαν τὰς τῶν πολεμίων ναῦς Thuc. (незаметно) обойти в открытом море неприятельский флот.

Middle Liddell

fut. -πλεύσομαι ionic -πλώω aor1 -έπλωσα
I. to sail out, sail away, weigh anchor, Hdt., etc.: c. gen. to sail away from, Soph.
2. metaph., ἐκπλεῖν τοῦ νοῦ, τῶν φρενῶν to go out of one's mind, lose one's senses, Hdt.
II. ἐκπλ. τὰς ναῦς to outsail the ships, Thuc.

Chinese

原文音譯:™kplšw 誒克-普累哦
詞類次數:動詞(3)
原文字根:出去-漂行
字義溯源:坐船離開,啓航,坐船,開船;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(πλέω)*=航行)組成
出現次數:總共(3);徒(3)
譯字彙編
1) 開船(1) 徒20:6;
2) 便坐船(1) 徒18:18;
3) 坐船(1) 徒15:39