μαθητής
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
οῦ, ὁ, learner, pupil, τῆς Ἑλλάδος Hdt.4.77, Mosch.3.95, etc.; of dancing, SIG1094.6 (Eleusis, iv B. C.): freq. in Att. of the pupils of philosophers and rhetoricians, οὐ θέμις πλὴν τοῖς μ. λέγειν Ar.Nu.140; οἱ Πρωταγόρου μ. Pl.Prt. 315a, al.; ἐμοὺς μαθητάς Id.Ap.33a: c. gen. rei, τούτου τοῦ μαθήματος μ. a student of it, Id.R.618c; μ. ἰατρικῆς a student of medicine, ib.599c; μ. περί τινος Id.La.186e; apprentice, POxy.725.15 (ii A. D.).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 disciple (d'un maître);
2 qui apprend, étudiant en gén.
Étymologie: μανθάνω.
German (Pape)
ὁ, der Lernende, Schüler, Her. 4.77 und Folgde; Gegensatz διδάσκαλος, Plat. Euthyphr. 5a, und εὑρετής, Lach. 186e; vgl. noch ἕνα τῶν μαθητῶν περὶ ὀρθότητος ὀνομάτων ἐμὲ γράφου, Crat. 428b.
Russian (Dvoretsky)
μᾰθητής: οῦ ὁ
1 ученик (ἕνα τῶν μαθητῶν ἐμὲ γράφου Plat.);
2 последователь (Πρωταγόρου Plat.);
3 изучающий (μαθηταὶ ἰατρικῆς Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
μᾰθητής: -οῦ, ὁ, (μαθεῖν) ὡς καὶ νῦν, ὁ μανθάνων, διδασκόμενος, Λατ. discipulus, τῆς Ἑλλάδος Ἡρόδ. 4. 77· συχνάκις παρ’ Ἀττ. οἱ μαθηταὶ τῶν φιλοσόφων καὶ ῥητοροδιδασκάλων, οἱ Πρωταγόρου μ. Πλάτ. Πρωτ. 315Α, κ. ἀλλ.· μαθητὰς ἐμοὺς ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 33Α· ὡσαύτως μετὰ γεν. πράγματος, τούτου τοῦ μαθήματος μ., σπουδαστὴς τούτου τοῦ μαθήματος, ὁ αὐτ ἐν Πολ. 618C· μ. ἰατρικῆς, σπουδαστὴς τῆς ἰατρικῆς, αὐτόθι 599C· οὕτω, μ. περί τινος ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 186Ε.
English (Abbott-Smith)
μαθητής, -οῦ, ὁ (μανθάνω), [in LXX only as v.l. (A) in Je 13:21 20:11 26(46):9*;]
a disciple: opp. to διδάσκαλος, Mt 10:24, Lk 6:40; Ἰωάννου, Mt 9:14, Lk 7:18, Jo 3:25; τ. Φαρισσίων, Mt 22:16, Mk 2:18, Lk 5:33; Μωυσέως, Jo 9:28; Ἰησοῦ, Lk 6:17 7:11 19:37, Jo 6:66 7:3 19:38; esp. the twelve, Mt 10:1 11:1, Mk 7:17, Lk 8:9, Jo 2:2, al.; later, of Christians generally, Ac 6:1, 2 7 9:19, al.; τ. κυρίου, Ac 9:1.
English (Strong)
from μανθάνω; a learner, i.e. pupil: disciple.
English (Thayer)
μαθητοῦ, ὁ (μανθάνω), a learner, pupil, disciple: universally, opposed to διδάσκαλος, τίνος, one who follows one's teaching: Ἰωάννου, τῶν Φαρισαίων, Μωϋσέως, ὄχλος μαθητῶν αὐτοῦ, οἱ μαθητοι αὐτοῦ ἱκανοί, ἅπαν τό πλῆθος τῶν μαθητῶν, the twelve apostles: οἱ μαθηταί, ), etc.; in the Acts οἱ μαθηταί are all those who confess Jesus as the Messiah, Christians: τοῦ κυρίου added, T, nor in the Epistles of the N. T., nor in the Apocalypse; in Greek writings from (Herodotus), Aristophanes, Xenophon, Plato down.
Greek Monolingual
ο, θηλ. μαθήτρια (AM μαθητής, θηλ. μαθήτρια Α θηλ. και μαθητρίς, δωρ. τ. αρσ. μαθετάς) μαθαίνω
1. αυτός που διδάσκεται, αυτός που μαθαίνει από κάποιον γράμματα ή τέχνη (α. «τῆς Ἑλλάδος μαθητὴς γένοιτο», Ηρόδ.
β. «τὰς τέχνας μαθητρίας γενομένας τῆς φύσεως», Διόδ.)
2. αυτός που ασπάζεται και ακολουθεί τις θεωρίες σπουδαίου ατόμου ή την τεχνοτροπία μεγάλου καλλιτέχνη, συγγραφέα κ.λπ. («οι μαθητές του Ιησού»)
νεοελλ.
αυτός που φοιτά σε σχολείο («είναι από τους καλύτερους μαθητές του λυκείου μας»).
Greek Monotonic
μᾰθητής: -οῦ, ὁ (μανθάνω), μαθητευόμενος, μαθητής, Λατ. discipulus, σε Ηρόδ., Πλάτ., κ.λπ.
Middle Liddell
μᾰθητής, οῦ, μανθάνω
a learner, pupil, Lat. discipulus, Hdt., Plat., etc.
Chinese
原文音譯:maqht»j 馬帖帖士
詞類次數:名詞(268)
原文字根:學(習者) 相當於: (לָמַד)
字義溯源:學習者,門徒,信徒,學生;源自(μανθάνω)*=學)。門徒這字使用二百六十餘次,全用在四福音書和使徒行傳中。門徒的意義,就是跟從(ἀκολουθέω)),從後面跟隨(ὀπίσω / τοὐπισω))。門徒乃是跟從他們的夫子(διδάσκαλος)),學習他們的夫子,不僅在知識上,也在生活行動和受苦上學習。普通都是門徒選擇夫子,學生選擇老師。但是主耶穌的門徒,乃是主耶穌選擇門徒,呼召門徒。普通都是學生服事老師;然而,主耶穌卻服事門徒,為門徒洗腳。主耶穌教導門徒,乃是在行事上顯出父神的同在,是照父的旨意而行,叫門徒信他( 約2:11; 6:69)。結果就使門徒照著主耶穌所行的去行,並照主的吩咐彼此相愛,眾人因此就認出他們是主的門徒了( 約13:35,36)。所以信和愛,乃是主門徒的標記
出現次數:總共(262);太(73);可(46);路(37);約(78);徒(28)
譯字彙編:
1) 門徒(255)數量太多,不能盡錄;
2) 門徒的(3) 太10:42; 路11:1; 約12:4;
3) 學生(3) 太10:24; 太10:25; 路6:40;
4) 信徒(1) 徒15:10
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό μαθεῖν, ἀπαρ. ἀόρ. β' τοῦ μανθάνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.