παραγγελία

Revision as of 19:34, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext.*}}\n)({{.*}}\n)({{ntsuppl.*}})" to "$1$3 $2")

English (LSJ)

ἡ, A command or order issued to soldiers, X.HG2.1.4, Act.Ap.16.24; τόπος ἐπιτηδειότατος εἰς π. for giving the word of command, Plb.6.27.1: generally, order issued by an authority, PAmh.2.68.63 (i A. D.), etc. II summoning one's partisans to support one in a suit at law, exertion of influence, σπουδὴ καὶ π., συγγνώμη καὶ π., D.19.1, 283. 2 summons to appear in court, POxy.484.18 (ii A. D.), etc. 3 canvassing for public office, Plu.Crass.15, App.BC1.21, etc. III set of rules or precepts, ὑπὸ παραγγελίαν πίπτειν Arist. EN1104a7; παραδόσεις καὶ π. Phld.Rh.1.78 S. (pl.); μεθοδικὴ π. Phld. Po.2.33; instruction, precept, advice, Hp.Jusj., D.S.4.36, 15.10; τὸ τέλος τῆς π. ἐστὶν ἀγάπη 1 Ep.Ti.1.5; τεχνίτης π. λογικῆς, of rules of literary composition, D.S.26.1.

German (Pape)

[Seite 473] ἡ, 1) Verkündigung; – a) Befehl, bes. bei den Soldaten, Armeebefehl, Xen. Hell. 2, 1, 4; τόπος ἐπιτηδειότατος εἰς σύνοψιν καὶ παραγγελίαν, Pol. 6, 27, 1, ein Ort, von dem aus man das Lager übersehen und Befehle an die Soldaten erlassen kann, so daß alle sie hören. – b) Vorladung vor Gericht. VLL. – c) Lehre, Unterricht, Arist. eth. 2, 2; N. T. – 2) Aufbieten. Anstiftung von Parteiungen, um durch einen Anhang ein Amt zu erhalten od. sonst Etwas durchzusetzen, ambitus, Plut. Crass. 15, öfter, u. a. Sp.; u. so kann man auch Dem. 19, 283 nehmen: οὐδέν ἐστ' ὄφελος πολιτείας, ἐν ᾗ συγγνώμη καὶ παραγγελία τῶν νόμων μεῖζον ἰσχύουσιν, womit §. 1 zu vergleichen, ὅση σπουδὴ περὶ τουτονὶ τὸν ἀγῶνα καὶ παραγγελία γέγονε, und Din. bei Harpocr. h. v., der τὰς ἰδίᾳ παραγγελίας γεγενημένας καὶ τὰς δεήσεις vrbdt.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 transmission d'un ordre;
2 mot d'ordre donné à des amis ou à des partisans, particul. pour obtenir une charge ; brigue d'une charge.
Étymologie: παραγγέλλω.

French (New Testament)

ordre, injonction ; instruction, prescription

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραγγελία -ας, ἡ [παραγγέλλω] aankondiging, bekendmaking, bevel:; κατὰ τὴν παραγγελίαν als gevolg van de bekendmaking Xen. Hell. 2.1.4; λαβεῖν παραγγελίαν een bevel krijgen NT Act. Ap. 16.24; spec. van een politieke kandidatuur of politiek programma:. γενομένων φανερῶν ἐκείνων ἐν ταῖς παραγγελίαις toen dezen officieel hun kandidatuur hadden gesteld Plut. Crass. 15.4; ( πολιτεία ) ἐν ᾗ … παραγγελία τῶν νόμων μεῖζον [ἰσχύει] een staatsvorm waarin ronselen van stemmen boven de wet gaat Dem. 19.283. leer, reeks voorschriften:. οὔθ’ ὑπὸ παραγγελίαν οὐδεμίαν πίπτει en ook valt deze (ethiek) onder geen enkele leer Aristot. EN 1104a7; παραγγελίας διδόναι voorschriften geven NT 1 Thes. 4.2.

Russian (Dvoretsky)

παραγγελία:
1 воен. приказ(ание) (войскам), распоряжение Xen.: τόπος ἐπιτηδειότατος εἰς παραγγελίαν Polyb. место, весьма удобное для отдачи приказаний, т. е. в качестве командного пункта;
2 наставление, руководство, правило: ὑπὸ παραγγελίαν πίπτειν Arst. определяться (известными) правилами;
3 заповедь NT;
4 полит. вербовка политических сторонников, политические происки (συγγνώμη καὶ π. Dem.);
5 искательство политических постов Plut.

English (Strong)

from παραγγέλλω; a mandate: charge, command.

English (Thayer)

παραγγελίας, ἡ (παραγγέλλω), properly, announcement, a proclaiming or giving a message to; hence, a charge, command: Xenophon, Polybius; of instruction, Aristotle, eth. Nic. 2,2, p. 1104{a}, 7; Diodorus except p. 512,19 (i. e. fragment book 26:1,1).)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, παραγγελιά Ν παραγγέλλω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παραγγέλλω, μήνυμα προφορικό ή γραπτό δια μέσου του οποίου αυτός που το στέλνει ζητά ή απαιτεί να πραγματοποιηθεί η επιθυμία ή η θέλησή του, διαβίβαση διαταγής ή επιθυμίας, οδηγία, εντολή
νεοελλ.
1. (κυρίως στο εμπόριο) εντολή για την προμήθεια ή την κατασκευή εμπορικού ή βιομηχανικού είδους
2. (κατ' επέκτ.) το εμπόρευμα που παραγγέλλεται («στείλαμε την παραγγελία σας προχθές»)
3. (εμπ. δίκ.) σύμβαση με την οποία ο ένας από τους συμβαλλομένους, ο παραγγελιοδόχος, αναλαμβάνει την υποχρέωση να ενεργήσει με το δικό του όνομα αλλά για λογαριασμό άλλου, του παραγγελέα, και έναντι αντιπαροχής, ορισμένη εμπορική πράξη
αρχ.
1. (ειδικά) παράγγελμα, πρόσταγμα, στρατιωτική διαταγή
2. διαταγή που εκδίδεται από μία αρχή
3. πρόσκληση ατόμων ενώπιον δικαστηρίου με σκοπό την υποστήριξη μιας υπόθεσης με κάθε μέσο, καταστρατήγηση, άσκηση επιρροής, εκβιασμός («ὡς οὐδέν ἐστιν ὄφελος... πολιτείας, ἐν ᾗ συγγνώμη καὶ παραγγελία τῶν νόμων μεῖζον ἰσχύουσι», Δημοσθ.)
4. σύσταση φατρίας για τη διατήρηση αρχής, εξουσίας, ή διεκδίκηση της με απειλές
5. σύνολο κανόνων ή παραγγελμάτων
6. διδασκαλία, συμβουλή
7. στρατολογικός κατάλογος.

Greek Monotonic

παραγγελία: ἡ,
I. διαταγή ή εντολή που δίνεται σε στρατιώτες, στρατιωτικό παράγγελμα, σε Ξεν., Κ.Δ.
II. 1. πρόσκληση πολιτών να υποστηρίξουν κάποιον στο δικαστήριο, κλήτευση προς μαρτυρία, άσκηση βίας ή επιρροής, σε Δημ.
2. σύσταση φατρίας για επιδίωξη κατάληψης δημοσίου αξιώματος, Λατ. ambitus, σε Πλούτ.
III. άθροισμα κανόνων, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

παραγγελία: ἡ, διαταγὴ διδομένη εἰς τοὺς, «στρατιώτας, Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 4, ἴδε Πράξ. Ἀποστ. ις΄, 24, πρβλ. παραγγέλλω ΙΙ· - τὸ παράγγελμα, Πολύβ. 6. 27, 1. ΙΙ. ἡ πρόσκλησις εἰς τὸ δικαστήριον ἀνθρώπων πρὸς ὑποστήριξιν δίκης διὰ παντοίων μέσων, καταστρατήγησις, ἐκβιασμός, «ἐξάσκησις ἐπιρροῆς» ὡς λέγουσι νῦν, ὡς οὐδέν ἐστιν ὄφελος.. πολιτείας ἐν ᾗ συγγνώμη καὶ παραγγελία τῶν νόμων μεῖζον ἰσχύουσιν, Δημ. 432. 11. 2) σπουδαρχία, σύστασις φατρίας πρὸς ἐπιδίωξιν ἀρχῆς, τὸ Λατ. ambitus, Πλουτ. Κράσσ. 15 (ἴδε Wittenb εἰς 2. 276C), Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 21, κτλ. ΙΙΙ. ἄθροισμα κανόνων ἢ παραγγελμάτων, ὑπὸ παραγγελίαν πίπτειν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 2, 4, διδασκαλία, παραγγελία, συμβουλή, Ἱππ. Ὅρκ., Διόδ. 4. 36., 15. 10, Ἐκλογ. 512. 40, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. α΄, 5. IV. κατάλογος στρατολογικός, Εὐαγρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 2. 1.

Middle Liddell

παρ-αγγελία, ἡ,
I. a command or order issued to soldiers, a charge, Xen., NTest.
II. the summoning one's partisans to support one in a law-suit, exertion of influence, Dem.
2. canvassing for public office, Lat. ambitus, Plut.
III. a set of rules, Arist.

Chinese

原文音譯:paraggel⋯a 爬而-昂給利阿
詞類次數:名詞(5)
原文字根:在旁-信息
字義溯源:命令,吩咐;源自(παραγγέλλω)=傳送信息);由(παρά)*=旁,出於)與(ἄγγελος)=使者)組成,其中 (ἄγγελος)出自(ἀγγελία)X*=帶來消息)
出現次數:總共(5);徒(2);帖前(1);提前(2)
譯字彙編
1) 命令(4) 徒16:24; 帖前4:2; 提前1:5; 提前1:18;
2) 用命令(1) 徒5:28

English (Woodhouse)

canvassing, intrigue, lobbying