κατοικία

From LSJ
Revision as of 19:35, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext.*}}\n)({{.*}}\n)({{ntsuppl.*}})" to "$1$3 $2")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατοικία Medium diacritics: κατοικία Low diacritics: κατοικία Capitals: ΚΑΤΟΙΚΙΑ
Transliteration A: katoikía Transliteration B: katoikia Transliteration C: katoikia Beta Code: katoiki/a

English (LSJ)

ἡ, A habitation, βαρβάρων Hecat.119 J.; τόπος εὐφυὴς πρὸς κ. Plb.5.78.5; ὑγιεινὴν ποιεῖν τὴν κ. Str.5.4.8; farm, village, Plb.2.32.4, etc.: generally, dwelling-place, Act.Ap.17.26; domicile, Mitteis Chr.31 i 23 (ii B.C.). 2 settlement, colony, Str.5.4.11; especially of military colonies in Egypt, PTeb.61(b).227 (ii B.C.), etc.; also, = Lat. colonia, Str.6.2.5, Plu.Ant.16,App.BC5.19; κατοικίαι πόλεων foundation of colonies, Plu.Pomp.47. 3 body of residents in a foreign city, ἡ κ. τῶν ἐν Ἱεραπόλει κατοικούντων Ἰουδαίων IGRom.4.834.

German (Pape)

[Seite 1402] ἡ, Wohnung, Ansiedlung, Colonie; Strab. V, 249 u. öfter; Plut. Ant. 16; πόλεων Pomp. 47; τόπος εὐφυὴς πρὸς κατοικίαν Pol. 5, 78, 4, bei dem es auch Landhäuser bedeutet, 2, 32, 4. 5, 77, 7.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
établissement d'une colonie ; colonie.
Étymologie: κατά, οἰκία.

French (New Testament)

lieu d'habitation, habitat

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατοικία -ας, ἡ [κάτοικος] woonplaats. NT. (stichting van een) kolonie:. κατοικίας πόλεων... ἔγραφεν hij stelde stichting van kolonies voor Plut. Pomp. 47.5.

Russian (Dvoretsky)

κατοικία:
1 заселение, колонизация (τόπος εὐφυὴς πρὸς κατοικίαν Polyb.);
2 основание, закладывание (κατοικίαι πόλεων Plut.);
3 селение, поселок, деревня (αἱ τῶν Μυσῶν κατοικίαι Polyb.; τοὺς στρατιώτας ἀπὸ τῶν κατοικιῶν συνάγειν Plut.).

English (Strong)

residence (properly, the condition; but by implication, the abode itself): habitation.

English (Thayer)

κατοικίας, ἡ (κατοικέω), dwelling, habitation: Sept.; Polybius 2,32, 4; Strabo, Plutarch, others.)

Greek Monolingual

και κατοικία, η (AM κατοικία) κατοικώ
1. χώρος περίφρακτος και στεγασμένος στον οποίο διαμένει κάποιος, το οικοδόμημα στο οποίο κατοικεί κάποιος, το σπίτι
2. ο τόπος στον οποίο κατοικεί κάποιος, τόπος διαμονής (α. «έχει την κατοικία του στην Αθήνα» β. «ὥσθ' ὑγιεινὴν ποιεῖν τὴν κατοικίαν», Στράβ.)
μσν.
φρ. «στήνω κατοικία» — εγκαθίσταμαι
μσν.-αρχ.
1. κοινωνικό σύνολο, κοινωνία
2. κατοίκηση, διαμονή («τόπον δώσειν εὐφυῆ πρὸς κατοικίαν», Πολ.)
αρχ.
1. αποικία («ἴχνη τινὰ σῴζουσα τῶν ἀρχαίων κατοικιῶν, ὧν ἦν καὶ Καμάρινα», Στράβ.)
2. σύνολο ανθρώπων από κάποια φυλή που κατοικούν σε ξένη χώρα.

Greek Monotonic

κατοικία: ἡ, τόπος διαμονής, αποικία· ίδρυση αποικίας, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

κατοικία: ἡ, τόπος, εν ᾧ κατοικεῖ τις, Πολύβ. 5. 78, 5·― ἀγροκήπιον, χωρίον, ὁ αὐτ. 2. 32, 4, κτλ. 2) πολίχνη, κώμη, ἀποικία, Στράβ. 246. 249, κτλ.·― ὡσαύτως ἵδρυσις ἀποικίας, Πλουτ. Πομπ. 47.

Middle Liddell

κατοικία, ἡ, [from κατοικέω
a settlement, colony: the foundation of a colony, Plut.

Chinese

原文音譯:katoik„a 卡胎企阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向下 家
字義溯源:住處^,居住,居所。參讀 (κατοικέω / κατοικίζω)同義字
同義字:1) (ὄρνεον)住處 2) (ὄρινξ / ὄρνις)住處,居住 3) (οἰκητήριον)住所,房屋 4) (σκηνή)帳棚
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 居住(1) 徒17:26