παράσιτος
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
English (LSJ)
ὁ,
A one who eats at the table of another, and repays him with flattery and buffoonery, parasite, Epich.36, Arar.16, etc.; name of plays by Antiph., Alex., and Diph.; περὶ Παρασίτου, title of work by Luc.: c. gen., κενῆς π. τραπέζης AP11.346 (Autom.): metaph., ἰχθὺς ἦν π. (v. ὄψον) Luc.Lex.6.
II of priests who had their meals at the public expense, Clitodem.ΙΙ, Polem.Hist.78.
2 one who dines with a superior officer, Arist.Fr.551.
German (Pape)
[Seite 498] neben, mit oder bei einem Andern essend, nach Ath. VI, 234 e ff. ursprünglich im guten Sinne, bes. von Priestern, die beim Opfer gemeinschaftlich aßen, in VLL. οἱ ἐπὶ τὴν ἱεροῦ σίτου ἐκλογὴν αἱρούμενοι. – Gew. aber der Schmarotzer, der, um freien Tisch zu haben, sich zum Schmeichler oder Possenreißer hergiebt, vgl. Ath. a. a. O. Sie wurden eine stehende Charaktermaske der neueren Comödie. – Luc. Lexiph. 6 sagt für ὄψον geziert ἰχθὺς παράσιτος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui sert des mets en surplus;
2 parasite.
Étymologie: παρά, σῖτος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παράσιτος –ον [παρά, σῖτος] pass. die erbij gegeten wordt:. καὶ ἰχθὺς ἦν παράσιτος en er was vis als bijgerecht Luc. 46.6. act. die bij een ander eet; subst. ὁ παράσιτος parasiet.
Russian (Dvoretsky)
παράσῑτος: II ὁ
1 сотрапезник (κενῆς π. τραπέζης Anth.);
2 член свиты или помощник Arst.;
3 нахлебник, прихлебатель, парасит, Luc.
дополнительно подаваемый на стол (ἰχθύς Luc.).
Greek Monolingual
-η, -ο / παράσιτος, -η, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που ζει εις βάρος άλλου απομυζώντας τον
2. (για πρόσ.) (με κακή σημ.) αυτός που, ενώ έχει δυνατότητες να εξασφαλίσει την ζωή του μόνος του, προσκολλάται σε άλλο πρόσωπο ή σε σύνολο, ζει εις βάρος του και συντηρείται με τις δαπάνες του τελευταίου, χρησιμοποιώντας μέσα ταπεινά και ευτελή, ο παρεκεντές, ο χαραμοφάης
νεοελλ.
1. το ουδ. εν. ως ουσ. το παράσιτο
βιολ. ζωικός ή φυτικός οργανισμός που μονίμως ή σε μία μόνο φάση του κύκλου της ζωής του ζει αποκλειστικώς πάνω ή μέσα σε έναν οργανισμό άλλου είδους, τον ξενιστή, και τρέφεται εις βάρος του τελευταίου, χωρίς τον οποίο κατά κανόνα πεθαίνει (α. «μονόξενο παράσιτο» — παράσιτο που παρασιτεί σε έναν μόνο ξενιστή
β. «πολύξενο ή ετερόξενο παράσιτο» — παράσιτο που στην διάρκεια της ζωής του παρασιτεί σε περισσότερα από ένα είδη ξενιστών)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παράσιτα
(επικοιν.) ηλεκτρομαγνητικές ταλαντώσεις με την μορφή διαταράξεων ή κρότων παρέμβλητων κατά την λήψη τών ραδιοηλεκτρικών κυμάτων στη ραδιοτηλεγραφία, στη ραδιοτηλεφωνία, στη ραδιοφωνία, στην τηλεόραση, που αλλοιώνουν ή πνίγουν το σήμα κατά την λήψη του από τον αντίστοιχο δέκτη και τα οποία διακρίνονται σε εξωτερικά, λ.χ. ατμοσφαιρικά, βιομηχανικά ή προερχόμενα από άλλους πομπούς, και σε εσωτερικά, που είναι ιδιοθόρυβοι του δέκτη
αρχ.
(με καλή σημ.)
1. αυτός που τρώει μαζί με άλλον στο ίδιο τραπέζι, συνδαιτημόνας, ομοτράπεζος
2. αυτός που τρώει με ανώτατο άρχοντα
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ παράσιτοι
ιερείς και επίτροποι ναών που είχαν ως καθήκον τους την είσπραξη και συγκέντρωση του σιταριού, του κριθαριού και άλλων προϊόντων τα οποία προορίζονταν για τον ναό
4. (για ιερείς και υπηρέτες ιερών) αυτός που τρέφεται από τους πόρους του ιερού και συνήθως από τις προσφορές και τις θυσίες
5. αυτός που περιλαμβάνεται στα φαγητά τα οποία προσφέρονται σε γεύμα
6. (στην πόλη τών Μεθωναίων) το αρσ. ως ουσ. κάτοχος αξιώματος κατώτερου από του εισπράκτορα τών υποχρεωτικών εισφορών υπέρ του άρχοντα
7. (το αρσ. ως κύριο όν.) Παράσιτος τίτλος έργου του Λουκιανού καθώς και κωμωδιών τών Αντιφάνους, Αλεξίδου και Διφίλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -σιτος (< σῖτος), πρβλ. άσιτος].
Greek Monotonic
παράσῑτος: ὁ, κάποιος που τρώει στο τραπέζι άλλου, που ζει με έξοδα άλλου, παράσιτος, κόλακας, σε Κωμ., σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
παράσιτος: ὁ, ὁ ἐσθίων ἢ σιτούμενος ἐκ τῆς τραπέζης ἑτέρου, ὁ ζῶν τῇ δαπάνῃ ἑτέρου ὃν κολακεύει χαμερπῶς, Ἀραρὼς ἐν «Ὑμεναίῳ» 1, κτλ.· ὄνομα κωμῳδιῶν τοῦ Ἄμφιδος, Ἀλέξιδος καὶ Διφίλου, ἴδε Ἀθήν. 235-240· καὶ ὁ Λουκ. ἔγραψε περὶ Παρασίτου· μετὰ γεν. κενῆς π. τραπέζης Ἀνθ. Π. 11. 346· - μεταφορ., ἰχθὺς ἦν π. (ἴδε ὄψον) Λουκ. Λεξιφάν. 6. ΙΙ. ὄνομα τάξεως ἱερέων, οἵτινες ἐτρέφοντο δαπάνῃ δημοσίᾳ, Ἀθήν. 234 κἑξ., πρβλ. Bgk ἐν Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 2. 1022, Κλειτοδήμου Ἀποσπ. 11, καὶ πρβλ. παρασιτέω ΙΙ. 2) ὁ ἐσθίων μετὰ ἀνωτέρου ἄρχοντος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 510. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παράσιτοι· ἀρχὴ ἐπὶ τὴν τοῦ ἱεροῦ σίτου ἐκδοχή…», καὶ «παράσιτος· κοσσοτράπεζος».
Middle Liddell
παρά-σῑτος, ὁ,
one who eats at another's table, one who lives at another's expense, a parasite, toad-eater, Com., Luc.
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού ζεῖ καί τρώει εἰς βάρος ἄλλου). Ἀπό τό παρά + σῖτος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
parasite
Afrikaans: parasiet; Arabic: طُفَيْلِيّ; Armenian: պորտաբույծ, ձրիակեր; Asturian: parásitu; Azerbaijani: müftəxor, müftə yiyən; Belarusian: паразі́т, дармаед; Bulgarian: паразит; Burmese: ကပ်ပါး; Catalan: paràsit; Chinese Mandarin: 寄生蟲/寄生虫, 食客; Czech: parazit, příživník; Danish: parasit; Dutch: parasiet, profiteur; Finnish: parasiitti; French: parasite, profiteur; Galician: parásito; German: Parasit; Greek: παράσιτο; Ancient Greek: παράσιτος; Hebrew: פָּרָזִיט; Hungarian: élősködő, parazita; Icelandic: sníkjudýr, afæta; Irish: péist, diúgaire, súmaire, sceartán, siolpaire, trumpa; Italian: parassita; Kurdish Central Kurdish: مشەخۆر; Latin: parasitus, parasita; Macedonian: паразит; Malay: bendalu; Maori: parakūkā, kaitahaumu; Norwegian: parasitt; Ottoman Turkish: طفیلی, اویونتی, اویونتو; Polish: pasożyt, darmozjad; Portuguese: parasita; Romanian: parazit, parazită; Russian: паразит, нахлебник, тунеядец, дармоед, приживал; Serbo-Croatian Cyrillic: гото̀ва̄н, гото̀ва̄нка, наметнӣк, пара̀зӣт; Roman: gotòvān, gotòvānka, námetnīk, paràzīt; Slovak: parazit, príživník; Slovene: parazit; Spanish: parásito; Swedish: parasit; Ukrainian: паразит, дармої́д