βραχύς

From LSJ
Revision as of 19:30, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰχύς Medium diacritics: βραχύς Low diacritics: βραχύς Capitals: ΒΡΑΧΥΣ
Transliteration A: brachýs Transliteration B: brachys Transliteration C: vrachys Beta Code: braxu/s

English (LSJ)

εῖα (Ion. έα Hdt.5.49), ύ, dat. pl.

   A βραχέοις JHS33.317 (Thess.): Comp. βραχύτερος, βραχίων (cf. βράσσων): Sup. βραχύτατος, βράχιστος:—short,    1 of Space and Time, β. οἶμος, ὁδός, Pi.P.4.248, Pl.Lg.718e, etc.; [αἰών] prob. in B.3.74; βίος Hdt. 7.46; καιρός Call.Epigr.9; χρόνος A.Pr.939, Pers.713, etc.; μῦθος, λόγος, Id.Pr.505, v.l. in Pers.713; ἐν βραχεῖ (Ion. βραχέϊ) in a short time, Hdt.5.24, Pl.Smp.217a codd.; διὰ βραχέος Th.2.83; μακρὰν συνήθειαν βραχεῖ λῦσαι χρόνῳ Men.726; βραχὺ τῃδὶ μεταστῶμεν for a moment, Id.Georg.32; of distance, β. ἀπόδοσις short return in ballplay, Antiph.234.6; ἐπὶ βραχὺ ἐξικνεῖσθαι X.An.3.3.17; πρὸ βραχέος lamb.VP25.112: Comp., ἡ φάλαγξ -υτέρα ἐγένετο ἀναδιπλουμένη X. Cyr.7.5.5; τάξιν -υτέραν ἢ πρόσθεν, βαθυτέραν δὲ ποιήσαντες Plb.1.33.10; βραχύτερα τοξεύειν X.An.3.3.7. Adv. βραχέως, [πολέμους] ἐπ' ἀλλήλους ἐπιφέρειν scantily, seldom, Th.1.141.    2 of Size, short, small, μορφάν β. Pi.I.4(3).53; βραχὺς ἐξικέσθαι θεῶν ἕδραν too puny to reach... ib.7(6).44; β. τεῦχος S.El.1113, cf. 757; β. τεῖχος a low wall, Th.7.29; βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθαι my mouth is too small to... Pi.N.10.19; κατὰ β. προϊών little by little, Th.1.64, cf. Pl. Sph.241c; παρὰ βραχύ scarcely, hardly, φυγεῖν Alciphr.3.5; βραχύ τι λωφᾶν ἀπὸ νόσου καὶ πολέμου Th.6.12; ἁλὸς βραχύ a small quantity of salt, Bilabel Ὀψαρτ.p.11.    3 of Number, few, ἐν βραχεῖ in few words, Pi.P.1.82, S.El.673; ἐν βραχίστοις Pi.I.6(5).59; ἐν βραχυτέροις Pl.Grg.449c; so διὰ βραχέων in few words, Id.Prt.336a; ὡς ἂν δύνωμαι διὰ βραχυτάτων D.27.3, Lys.16.9, cf. Pl.Grg.449c; ὡς ἐν βραχυτάτοις Antipho 1.18. Adv. βραχέως, ἀπολογεῖσθαι briefly, in few words, X.HG1.7.5.    4 of Value or Importance, of persons, humble, insignificant, S.OC880; τὸν μὲν ἀφ' ὑψηλῶν βραχὺν ᾤκισε E. Heracl.613; β. τὴν διάνοιαν J.AJ12.4.1; of things, petty, trifling, ἀρχὴ β. ἐλπίδος S.OT121; χάρις Id.Tr.1217; πρόφασις E.IA1180; β. τις ἀσάφεια a slight obscurity, Gal.18(1).304; λυπεῖν τινὰ βραχύ, opp. μέγ' εὑρεῖν κέρδος, S.El.1304; οὐ περὶ βραχέων βουλεύεσθαι Th. 1.78, cf. 140; β. καὶ οὐδενὸς ἄξιον Id.8.76; β. κέρδους ἕνεκα Lys.7.17; οὐσία Is.10.25: neut. as Adv., βραχὺ φροντίζειν τινός think lightly of, D.17.4.    5 short, of vowels or syllables, Arist.Cat.4b34, Rh. 1409a18, Po.1458a15, Heph.1.1, D.T.631, etc.; ἡ β. προσῳδία the sign, S.E.M.1.113. (Cf. Avest. m[schwa]r[schwa]zu- 'short', Goth. gamaurgjan 'shorten', Lat. brevis.)

German (Pape)

[Seite 462] εῖα (βραχέα Her. 5, 49), ύ, kur z, Ggstz von μακρός z. B. Plat. Phaedr. 267 b; a) von räumlicher Ausdehnung, kurz, klein, βραχὺς μορφάν Pind. I. 3, 71; οἶμος, ὁδός, P. 4, 248. 9, 68; Plat. Phaedr. 272 a; βραχύτερα τοξεύειν Xen. An. 3, 3, 7; βραχὺ πετέσθαι 1, 3, 5; αἰχμή Her. 5, 49; φάλαγγα βραχυτέραν ποιεῖν Xen. Cyr. 7, 5, 5; ebenso τάξις Pol. 1, 33. – b) von der Zeit, ἔν τινι βραχεῖ χρόνῳ Plat. Legg. III, 698 d; ἐν βραχεῖ, in kurzem, sogleich, Her. 5, 24; Plat. Conv. 217 a. Bes. von der Rede, kurz, λόγος, σκέψις u. ä., Plat.; ἐν βραχεῖ, kurz, mit wenig Worten, Pind. P. 1, 82; ἐν βραχίστοις I. 5, 56; ἐν βραχεῖ λέγειν Soph. El. 637; vgl. O. C. 1581; Eur. Suppl. 556; oft Prosa, ἐν βραχυτέροις λέγειν Plat. Prot. 334 e; ἐν βραχυτάτῳ δηλοῦν Xen. Cyr. 1, 2, 15. Ebenso διὰ βραχέων δηλοῦν Plat. Gorg. 449 a; λέγειν Pol. 1, 15; Luc. Tox. 56; διὰ βραχυτέρων, -τάτων, Plat. Euth. 14 b Gorg. 449 e; κατὰ βραχὺ ἀποκρίνασθαι Plat. Prot. 329 b; κατὰ βραχύ »allmälig« Thuc. 4, 96; Pol. 3, 88. – c) auf die Zahl gehend, βραχέα μέρη, wenig Theile, Plat. Epin. 981 e; Tim. 47 c πλὴν βραχέων; βραχεῖς τινες ἱππεῖς Pol. 4, 19; gering, unbedeutend, οὐσία Is. 10, 26; Dem. 28, 17; κέρδος Plat. Legg. XI, 921 c; Dem. 14, 32; ἔργον Xen. Cyr. 8, 2, 5; βραχὺ καὶ οὐδενὸς ἄξιον Thuc. 8, 76; λόγοι βραχεῖς Soph. O. C. 294, vom Schol. εὐ τελεῖς erkl.; ἀφ' ὑψηλῶν βραχὺν ᾤκισε Eur. Heracl. 614; πρόφασις I. A. 1180; ἀφορμή Pol. 1, 69; βραχύ, wenig, λωφᾶν Thuc. 6, 12; φροντίζειν Dem. 17, 4. – Compar. βραχύτερος, βραχύτατος; βραχίων VLL.; βράχιστος p.; Beispiele oben. – Die von Aristarch bekämpften Glossographen zogen zu βραχύς als compar. auch die Form βράσσων Iliad. 10, 226 ἀλλά τέ οἱ βράσσων τε νόος λεπτὴ δέ τε μῆτις, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι οἱ γλωσσογράφοι βράσσων ἀντὶ τοῦ ἐλάσσων. οὐδαμοῦ κέχρηται τούτῳ Ὅμηρος. ἀποδοτέον οὖν βρασσόμενος, ταρασσόμενος διὰ τὸ δέος, οὐχ ἑστηκὼς διὰ τὴν ἀγωνίαν. ἅπαξ δὲ ἐνταῦθα κέχρηται τῇ λέξει. Den Anfang des Scholiums schreibt Friedländer so: ἡ διπλῆ ὅτι οἱ γλωσσογράφοι βράσσων ἀντὶ τοῦ ἐλάσσων, ἀπὸ τοῦ βραχύς. ἀλλ' οὐδαμοῦ κέχρηται τούτῳ Ὅμηρος. Vgl. unter βραδύς, βράζω und βράσσων.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχύς: -εῖα (Ἰων. έα, Ἡρόδ. 5. 49), ύ: συγκρ. βραχύτερος, βραχίων (πρβλ. βράσσων): ὑπερθ. βραχύτατος, βράχιστος. (Πρὸς τὴν √ ΒΡΑΧ πρβλ. Λατ. brevis (οὕτως, ἐλαχύς, levis).) Σύντομος, «κοντός», 1) ἐπὶ τόπου καὶ χρόνου, βρ. οἶμος, ὁδὸς Πίνδ. Π. 4. 441, Πλάτ. Νόμ. 718E, κτλ.· βίος Ἡρόδ. 7. 46· χρόνος Αἰσχύλ. Πρ. 939, κτλ.· μῦθος, λόγος, αὐτόθι 505, Πέρσ. 713, κτλ.· ἐν βραχεῖ συνθεὶς λέγω, ἐν ὀλίγοις, συντόμως, Σοφ. Ἠλ. 673· ἀλλ. ὡσαύτως, ἐν βραχεῖ (Ἰων. βραχέϊ) ἐντὸς βραχέος χρονικοῦ διαστήματος, ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ, Ἡρόδ. 5. 24, κ. ἀλλ.· διά βραχέος Θουκ. 2. 83· βραχεῖ χρόνῳ Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 193· βραχύ, εἰς μικρὰν ἀπόστασιν, Ξεν. Ἀν. 3. 3, 7, κτλ.· ἐπὶ βραχὺ αὐτόθι 3. 3, 17· πρὸ βραχέος Ἰάμβλ. βίῳ Πυθ. 112· -ἐπίρρ., βραχέως [πολέμους] ἐπ’ ἀλλήλους ἐπιφέρειν, σπανίως, ὀλίγον, κατ’ ἀραιὰ διαστήματα, Θουκ. 1. 141. 2) ἐπὶ μεγέθους, ἤτοι ὄγκου, κοντός, μικρός, ὀλίγος, βραχὺς μορφὰν Πίνδ. Ι. 4. 89 (3. 71), πρβλ. 7. (6). 61· βρ. τεῦχος Σοφ. Ἠλ. 1113, πρβλ. 757· βρ. τεῖχος, χαμηλόν, Θουκ. 7. 29· βραχύ μοι στόμα, εἶναι παραπολὺ μικρὸν διὰ νὰ ..., Πίνδ. Ν. 10. 35· κατὰ βρ., κατ’ ὀλίγον, «ἀπὸ ’λίγο, ’λίγο», Θουκ. 1. 64, Πλάτ. Σοφ. 241C· παρὰ βραχύ, παρ’ ὀλίγον, σχεδόν, φυγεῖν Ἀλκίφρων 3. 5· βραχύ τι λωφᾶν ἀπό ..., Θουκ. 6. 12: πρβλ. βράχεα, τά. 3) ἐπὶ ποσοῦ, ὀλίγος, διὰ βραχέων, μὲ ὀλίγας λέξεις, Πλάτ. Πρωτ. 336A· ὡς ἂν δύνωμαι διὰ βραχυτάτων Δημ. 814. 4, πρβλ. Λυσ. 146. 27, κτλ.· ἐν βραχυτάτοις Ἀντιφῶν 113. 21· -οὕτως ἐπίρρ., βραχέως ἀπολογεῖσθαι, συντόμως, δι’ ὀλίγων, Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 5. 4) ἐπὶ ἀξίας ἢ σπουδαίοτητος, ἐπὶ προσώπ., ταπεινός, ἄσημος, Σοφ. Ο. Κ. 880· τὸν μὲν ἀφ’ ὑψηλῶν βραχὺν ᾤκισε Εὐρ. Ἡρακλ. 613· βρ. τὴν διάνοιαν Ἰωσηπ. Ἀρχ. Ι. 12. 4, 1· ‒ ἐπὶ πραγμάτων, μικρός, ἀσήμαντος, μηδαμινός, βρ. ἐλπίς, χάρις Σοφ. Ο. Τ. 21, Τρ. 1217· πρόφασις Εὐρ. Ι. Α. 1180· λυπεῖν βραχύ, ἀντίθετον τῷ μέγ’ εὑρεῖν κέρδος Σοφ. Ἠλ. 1304· οὐ περὶ βραχέων βουλεύεσθαι Θουκ. 1. 78· βραχὺ καὶ οὐδενὸς ἄξιον ὁ αὐτ. 8. 76· βρ. κέρδος Λυσ. 109. 41· οὐσία Ἰσαῖ. 82. 23, κτλ.: ‒ οὐδ. ὡς ἐπίρρ., βραχὺ φροντίζω τινός, σκέπτομαι ἐπιπολαίως περί τινος, ἀμελῶ, ἀδιαφορῶ, Δημ. 212. 25. 5) ἐπὶ ποσότητος συλλαβῶν, Ἀριστ. Κατηγ. 6, 3, Ρητ. 3. 8, 6.

French (Bailly abrégé)

εῖα, ύ;
court;
1 en parl. de l’espace βραχεία ὁδός, court chemin, court trajet ; βραχεία φάλαγξ XÉN ligne de bataille peu profonde ; adv. • βραχύ ou • ἐπὶ βραχύ, à courte distance ; βραχὺ τεῖχος THC mur peu élevé;
2 en parl. de la durée βραχὺς βίος HDT vie courte ; βραχὺς χρόνος ESCHL temps court ; ἐν βραχεί PLAT, διὰ βραχέος THC en peu de temps ; κατὰ βραχύ, peu à peu ; βραχὺς λόγος ESCHL discours bref ; ἐν βραχυτάτῳ XÉN en très peu de mots, très brièvement ; t. de pros. bref;
3 en parl. du nombre, de la quantité βραχέα φράσαι SOPH ne dire que peu de mots ; διὰ βραχέων PLAT en peu de mots, brièvement;
4 en parl. de la qualité petit, médiocre, humble : βραχὺ κέρδος LYS gain chétif ; ἔργον βραχύ XÉN œuvre sans importance ; λόγοι βραχεῖς SOPH paroles insignifiantes ; βραχεία πρόφασις EUR prétexte vain ; βραχὺ καὶ οὐδενὸς ἄξιον THC chose vaine et sans valeur;
Cp. βραχύτερος, poét. βράσσων (de *βράχ-jων) ; Sp. βραχύτατος ou βράχιστος.
Étymologie: cf. lat. brevis de *bregvis.