βιαστής
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A = βιατάς, Ev.Matt.11.12.
German (Pape)
[Seite 444] ὁ, gewaltig, gewaltthätig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βιαστής: -οῦ, ὁ, = βιατάς, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ια΄, 12.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 qui use de violence;
2 qui prend de force, ravisseur.
Étymologie: βιάζω.
Spanish (DGE)
-οῦ
violento, usurpador, Eu.Matt.11.12, Clem.Al.Strom.5.3.16.
English (Abbott-Smith)
- † βιαστής, -οῦ, ὁ (< βιάζω), late form of βιατάς;
1.strong, forceful.
2.violent (Philo): Mt 11:12 (see βιάζω).†
English (Strong)
from βιάζω; a forcer, i.e. (figuratively) energetic: violent.
English (Thayer)
βιαστου, ὁ (biazoo]);
1. strong, forceful: Pindar Ol. 9,114 (75); Pythagoras 4,420 (236; but Pindar only uses the form βιατας, so others).
2. using force, violent: Philo, agric. § 19. In βιασταί by whom the kingdom of God βιάζεται, i. e. who strive to obtain its privileges with the utmost eagerness and effort.
Greek Monolingual
ο (AM βιαστής)
νεοελλ.
αυτός που διαπράττει το αδίκημα του βιασμού
αρχ.-μσν.
όποιος χρησιμοποιεί βία
μσν.
επόπτης, επιστάτης
αρχ.
ισχυρός, δυνατός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. βιάζομαι «καταβάλλω κάποιον με τη δύναμή μου, χρησιμοποιώ βία»].
Greek Monotonic
βιαστής: -οῦ, ὁ (βιάζω), αυτός που χρησιμοποιεί δύναμη, βίαιος άνδρας, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
βιαστής: οῦ ὁ применяющий усилие, т. е. борец NT.
Middle Liddell
βιάζω
one who uses force, a violent man, NTest.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βιαστής -οῦ, ὁ βιάζω geweldpleger.
Chinese
原文音譯:biast»j 比阿士帖士詞類次數:名詞(1)
原文字根:(滿有)力(的)
字義溯源:強迫,努力的人,暴力的人;源自(βιάζω)=用力);而 (βιάζω)出自(βία)*=力)
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 努力的人(1) 太11:12