κλέφτης

From LSJ
Revision as of 13:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

Greek Monolingual

ο, θηλ. κλέφτρα και κλέπτρια (AM κλέπτης, θηλ. κλέπτρια, Μ θηλ. και κλέφτρα, Α θηλ. και κλέπτις, -ιδος)
αυτός που κλέβει, που αφαιρεί κρυφά κάτι το οποίο ανήκει σε άλλον (κατ' αντίθεση προς τον άρπαγα, που αφαιρεί φανερά) (α. «ασφάλισε τα παράθυρα μην μπούνε κλέφτες» β. «τὸν πυρὸς κλέπτην λέγω», Αισχύλ.)
νεοελλ.
1. (κατά την τουρκοκρατία) μέλος τών ελληνικών επαναστατικών ομάδων που ζούσαν και πολεμούσαν στα βουνά της Ελλάδας κατά τών Τούρκων
2. βοτ. κοινή ονομασία σπερμάτων φυτού που είναι εφοδιασμένα με λεπτά λευκά μεταξώδη νημάτια, χάρη στα οποία μπορούν να πετούν και να μεταφέρονται σε μεγάλη απόσταση
3. ένα εξάρτημα του υφαντουργικού ιστού, του αργαλειού
4. φρ. α) «μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα» — το μέλλον του απατεώνα είναι πολύ μικρό
β) «κλέφτες και αστυνόμοι» — ονομασία παιχνιδιού κατά το οποίο τα παιδιά χωρίζονται σε δυο ομάδες και καταδιώκει η μία την άλλη
5. παροιμ. «φωνάζει ο κλέφτης να φοβηθεί ο νοικοκύρης» — γι' αυτούς που επιρρίπτουν τις δικές τους ευθύνες σε εκείνους τους οποίους οι ίδιοι ζημίωσαν
μσν.
1. (για τον κόσμο) απατηλός
2. ληστής
3. απαγωγέας
αρχ.
1. πανούργος, δόλιος («κακῶν ἀλλοτρίων κλέπτης», Δημοσθ.)
2. φρ. «ὁ τοῦ κλέπτου λόγος» — λογικό σόφισμα (Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. κλέπτης < κλέπτω. Οι μσν. και νεοελλ. τ. (κλέφτης) με τροπή του συμφωνικού συμπλέγματος -πτ- σε -φτ- (πρβλ. κοπτήρ - κοφτήρας).
ΠΑΡ. κλεπτικός
αρχ.
κλεπτάριον, κλεπτίδης, κλεπτίσκος, κλεπτοσύνη
μσν.
κλεπτίζομαι
νεοελλ.
κλέφταρος, κλεφτιά, κλέφτικος, κλεφτόπουλο, κλεφτουριά.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ.-μσν. κλεπτέλεγχος, κλεπτομάστιξ, κλεπτοτόκος
μσν.
κλεπτοάγιος
νεοελλ.
κλεφτοκάραβο, κλεφτοκοτάς, κλεφτοπολέμαρχος, κλεφτοπόλεμος, κλεφτότοπος, κλεφτοφάναρο. (Β' συνθετικό) α) -κλέπτης: μικροκλέπτης, ορνιθοκλέπτης, παιδοκλέπτης, ψηφοκλέπτης
αρχ.
ανδραποδοκλέπτης, ασημοκλέπτης, βαλαντιοκλέπτης, ζωστηροκλέπτης, ημεροκλέπτης, ιματιοκλέπτης, κηριοκλέπτης, λαμπτηροκλέπτης, μωροκλέπτης, νυκτικλέπτης, οφθαλμοκλέπτης, παγκλέπτης, πορφυροκλέπτης, ποτηριοκλέπτης, συγκλέπτης
νεοελλ.
αιγοκλέπτης, ζωοκλέπτης, νυκτοκλέπτης, ποιμνιοκλέπτης, φοροκλέπτης, χαρτοκλέπτης. β) -κλέφτης: νεοελλ. αλογοκλέφτης, αρχικλέφτης, γιδοκλέφτης, καντηλοκλέφτης, καρδιοκλέφτης, κατοικοκλέφτης, μικροκλέφτης, ορνιθοκλέφτης, πρωτοκλέφτης, χαρτοκλέφτης].