ορύσσω

From LSJ
Revision as of 15:05, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet

Source

Greek Monolingual

και ορύττω (ΑΜ ὀρύσσω, Α και δ. γρφ. ὀρύχω, αττ. τ. ὀρύττω)
σκάβω, ανοίγω κοίλωμα στη γη με εκσκαφή, ανασκάπτω, κατασκευάζω όρυγμα («ἔκτοσθεν δὲ βαθεῖαν ὀρύζομεν ἐγγύθι τάφρον», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. (για τους ασπάλακες, τους τυφλοπόντικες) σκάβω υπόγεια φωλιά και ανυψώνω το χώμα πάνω από αυτήν
2. κατασκευάζω, σχηματίζω διώρυγαταύτηἰσθμός ἐστι, τὸν ὤρυσσον», Ηρόδ.)
3. εξάγω ορυκτή ύλη με εκσκαφή της γης, εξορύσσω («λίθους ὠρύξατο», Ηρόδ.)
4. (κατ' επέκτ.) αφαιρώ μαλακό τμήμα από κοιλότητα του σώματός μου («ὀφθαλμὸν ὤρυττέν τις ὥσπερ ἰχθύος», Αντίφιλλ.)
5. σκάβω προκειμένου να κρύψω κάτι, θάβω, παραχώνω («κρύψω τόδ ἔγχος τοὐμόν..., γαίας ὀρύξας ἔνθα μή τις ὄψεται», Σοφ.)
6. φρ. «πὺξ ὀρύσσω»
(για παλαιστή) καταφέρω ισχυρό κτύπημα στον αντίπαλό μου, βυθίζω τη γροθιά μου στο σώμα του
7. (το ουδ. μτχ. παθ. αόρ. ως ουσ.) τo ὀρυχθέν
όρυγμα, τάφρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀρύσσω (< ορύχ-) με δασύ σύμφωνο και προθεματικό φωνήεν ο- (που οφείλεται πιθ. σε λαρυγγικό φθόγγο) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα reuk- μαδώ, γδέρνω» και συνδέεται με λατ. runco «σκαλίζω» (με έρρινο επίθημα) και αρχ. ινδ. luncati «αποσπώ» (με -l- αντί r-). Το δασύ σύμφωνο του θέματος (αντί του ΙΕ -κ-) που εμφανίζεται μόνο στην Ελληνική μπορεί να οφείλεται σε εκφρατικούς λόγους. Οι τ. του ρήματος με ηχηρό ουρανικό σύμφωνο -γ-, ὤρυγον, ὠρύγην είναι μτγν., όπως και ο ενεστ. τ. ὀρύχω (με αυθαίρετο σχηματισμό χωρίς ενεστωτικό επίθημα). Η σύνδεση του ρήματος με τους τ. οὐροί και ὄρος (Ι) δεν φαίνεται πιθανή. Το ὀρύσσω, τέλος, εμφανίζετι ως Β' συνθετικό με την μορφή -ώρυξ με «έκταση εν συνθέσει» (πρβλ. δι-ώρυξ, κοχλι-ώρυξ αξιν-ώρυξ, κατ-ώρυξ).
ΠΑΡ. όρυγμα, ορύκτης, ορυκτός, όρυξ, όρυξις, ορυχή
αρχ.
ορυγεύς, ορυγμός, ορυκτήρ, ορύκτωρ, όρυς
(αρχ.-μσν) ορυγή
μσν.
ορυκτήριος.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) ανορύσσω, διορύσσω, εξορύσσω, κατορύσσω, περιορύσσω
αρχ.
αντιδιορύσσω, εγκατορύσσω, επορύσσω, παρορύσσω, συγκατορύσσω, συνεξορύσσω, υποκατορύσσω, υπορύσσω].