ξουθός
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ή, όν, A rapidly moving to and fro, nimble, φεύγετε τῆς ξουθῆς δειλότεροι κεμάδος Herodic. ap. Ath.5.222a; κόμαι… ξουθοῖσιν ἀνέμοις ἐνετρύφων φορούμεναι in the rustling breezes, Chaerem.1.7; ξ. ἀλκυόνες AP9.333 (Mnasalc.); ξ. πτέρυγες rustling, whirring wings of the Dioscuri, h.Hom.33.13; whirring or steadily-beating wings of the eagle, B.5.17; ξουθᾶν ἐκ πτερύγων ἁδὺ κρέκουσα μέλος, of the cricket, AP7.192 (Mnasalc.). 2 chirruping or trilling larynx of the nightingale, ἐλθὲ διὰ ξουθᾶν γενύων ἐλελιζομένα θρήνοις ἐμοῖς ξυνεργός E.Hel.IIII (lyr.); ἐλελιζομένη διεροῖς μέλεσιν γένυος ξουθῆς Ar.Av.214 (anap.); δι' ἐμῆς γένυος ξουθῆς μελέων Πανὶ νόμους ἱεροὺς ἀναφαίνω ib.744 (lyr.); of the nightingale itself, trilling, οἷά τις ξουθὰ… Ἴτυν Ἴτυν στένουσ'… ἀηδών A.Ag.1142 (lyr.); ὦ φίλη, ὦ ξουθή, ὦ φίλτατον ὀρνέων πάντων Ar.Av.676 (lyr.), cf. Theoc.Ep.4.11; of song-birds in general, ξ. λιγύφωνα ὄρνεα Lyr.Alex.Adesp.7.1; ξ. χελιδών = twittering swallow, Babr.118.1. 3 of the bee, either nimble, or humming (cf. ξουθόπτερος), S.Fr.398.5, E.IT165 (anap.), 635, Pl.Epigr.32.6, Antiph.52.7, Theoc.7.142, AP9.226.1 (Zon.), v.l. in APl.4.305.3 (Antip.). 4 of the sound produced by a trilling larynx or vibrating wing, ξουθὸν μέλος (of a song-bird) chirruping note, Opp.H.4.123; οὔρεσι καὶ σκιεραῖς ξουθὰ λαλεῦντα νάπαις, of the τέττιξ, AP9.373.4. 5 ξ. ἱππαλεκτρυών perhaps nimble horse-cock, A.Fr.134, parodied in Ar.Pax 1177, Av.800, Ra.932. II golden yellow, ξουθῶν τε σπονδὰς μελιτῶν Emp.128.7 (ap.Porph.Abst.2.21; ξανθῶν ap.Ath.12.510d); ξουθὸς μὲν πρόπαν εἶδος, of a species of wolf, Opp.C.3.297 (ξανθὸς one cod.); but ξουθὸν ἀπ' ἀνέρος αἷμα πάσασθαι red blood, Opp.H.2.452 (v.l. ξανθὸν ὑπ').
German (Pape)
[Seite 280] auch 2 Endgn, wie ξανθός, gelblich, bräunlich (nach Ath. eine Mittelfarbe zwischen ξανθός u. πυῤῥός); ἀηδών, Aesch. Ag. 1113; ξουθῆς μελίσσης, Soph. frg. 464, wie Eur. I. T. 634; διὰ ξουθᾶν γενύων, Hel. 1111, wie Ar. Av. 214 von der Nachtigall; u. so ἀηδονίδες, Theocr. ep. 4, 11; ἱππαλεκτρυών Ar. Pax 1143 Ran. 930; sp. D. – Bei den Bienen erklärten es Einige für schnell, wie Chaerem. bei Ath. XIII, 608 c sagt: ξουθοῖσιν ἀνέμοις φορούμενοι; doch scheint hier die Bdtg »sein«, »zart« vorzuziehen, wie Phot. erkl., λεπτόν, ἁπαλόν, wenn man nicht eine bei späteren Dichtern wohl vorkommende Umstellung der Begriffe annehmen u. ξουθοῖσιν zum Vorigen ziehen will, wie Ep. ad. 416 (IX, 373), σκιεραῖς ξουθὰ λαλεῦντα νάπαις, von der Cicade gesagt, deren Flügel sonst ξουθά heißen.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
d'un jaune d'or.
Étymologie: cf. ξανθός.
Russian (Dvoretsky)
ξουθός:
1 изжелта-темный, темно-коричневый, золотисто-бурый (ἀηδών Aesch.; μέλισσα Soph.);
2 звонкий, пронзительный (χελιδών Babr.; τέττιξ Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ξουθός: -ή, -όν, ἐπὶ χρώματος, ὡς φαίνεται, μεταξὺ τοῦ ξανθοῦ καὶ τοῦ πυρροῦ (καθ’ Ἡσύχ.: «ξουθά· οὐ μόνον ξανθά, ἀλλὰ καὶ λευκὰ καὶ πυρρά»), κιτρινωπός, ξανθόμαυρος, ἐπίθετ. τῆς μελίσσης (πρβλ. ξουθόπτερος), ξουθῆς μελίσσης ξηρόπλαστον ὄργανον Σοφ. Ἀποσπ. 464, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 165, 633· ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1142, Ἀριστοφ. Ὄρν. 676, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 11· ἀλλαχοῦ ἐπὶ τοῦ λαιμοῦ τῆς ἀηδόνος, διὰ ξουθῶν γενύων ἐλελιζομένα Εὐρ. Ἑλ. 1111· ἐλελιζομένη μέλεσιν γένυος ξουθῆς Ἀριστοφ. Ὄρν. 224· δι’ ἐμῆς γένυος ξουθῆς μελέων... νόμους ἱεροὺς ἀναφαίνω αὐτόθι 744. ΙΙ. τὰ τελευταῖα ταῦτα χωρία φαίνεται ὅτι ἐννοοῦντο ὡς ἀναφερόμενα εἰς τὸν ἦχον οὐχὶ εἰς τὸ χρῶμα, ὅθεν αἱ φράσεις: ξουθὴ χελιδών, Βαβρ. 118. 10· ξ. μέλος, Ὀππ. Ἁλ. 4. 123· τέττιξ ξουθὰ λαλῶν, Ἀνθ. Π. 9. 373· ξ. πτέρυγες, ἐπὶ τῆς ἀκρίδος, αὐτόθι 7. 192· ξουθοὶ ἄνεμοι Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 608D. Ὁ Ἡσύχ. Καὶ οἱ γραμματ. (μεταξὺ πολλῶν ἄλλων σημασιῶν) ἀποδίδουσιν εἰς τὴν λέξιν καὶ τὴν σημασίαν: λεπτός, ἁπαλός, ὑγρός, ὀξύς (πιθαν. διὰ τὴν ὑποτιθεμένην τῆς λέξεως παραγωγὴν ἐκ τοῦ ξύω, ξέω), ἴδε Blomf. εἰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1111. - Ἡ λέξις δὲν ἀπαντᾷ εἰ μὴ μετὰ τὸν Πίνδ., καὶ τότε δὲ πιθανῶς μόνον παρὰ ποιηταῖς· - ἀλλά, ΙΙΙ. Ξοῦθος ὡς κύριον ὄνομα εὕρηται ἐν Ἡσιόδ. Ἀποσπ. 28.
Greek Monolingual
ξουθός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που κινείται γρήγορα, ταχύς, ελαφρός, ευκίνητος
2. (για μέλισσες) αυτός που βομβεί, που βουίζει
3. (για ωδικό πτηνό) αυτός που κελαηδά, που έχει φωνή με τρίλιες
4. (για φωνή ή βόμβο) οξύς, διαπεραστικός
5. πυρρόξανθος, κιτρινωπός, χρυσοκίτρινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ξουθός, ποιητική, αμφίβολης σημ. και ετυμολ., αποδίδεται ως επίθ. κυρίως στις μέλισσες και σε πτηνά, όπως είναι το αηδόνι, η αλκυόνη, ο ιππαλεκτρυών κ.ά. Οι αρχαίοι λεξικογράφοι αγνοούσαν την αυθεντική σημ. της. Το λεξικό Σούδα δίνει τα εξής ερμηνεύματα: «λεπτόν, καπυρόν, ἀργυροῦν, ξανθόν, καλόν, πυκνόν, ὀξύ, ταχύ». Αντίστοιχα, η λ. έχει μεταφραστεί ως «ταχύς, ευκίνητος, ζωηρός, οξύς, ηχηρός, κιτρινωπός». Κατά μία άποψη, η αυθεντική σημ. της είναι «ζωντανός, ζωηρός», απ' όπου η σημ. «οξύς, διαπεραστικός», ενώ η σημ. «χρυσοκίτρινος, κιτρινωπός» οφείλεται σε παρετυμολογική σύνδεση της με το επίθ. ξανθός. Η μαρτυρία όμως της λ. στη Μυκηναϊκή ως ανθρωπωνυμίου και ως ονόματος βοδιού οδήγησε στο να θεωρηθεί (κατά τη δεύτερη χιλιετηρίδα) επίθ. δηλωτικό χρώματος, «κιτρινωπός, ξανθός», άποψη αρκετά πιθανή. Η αναγνώριση στο «ξουθός ἱππαλεκτρυών» της σημ. «λαμπρός, μεγαλεπίβολος, μεγαλόπρεπος» συνδυάζει την έννοια του φοβερού με την έννοια του λαμπερού, ενώ κατ' άλλους η λ. δηλώνει τον διαπεραστικό θόρυβο και συγκεκριμένα τον βόμβο της μέλισσας, το τρίλισμα του αηδονιού κ.λπ. Από ετυμολογική άποψη, η σύνδεση της με το επίθ. ξανθός δεν φαίνεται πειστική. Τέλος, έχει υποστηριχθεί και ότι η λ. ξουθός, όπως και τα ρ. ξαίνω, ξέω, ξύω ανάγονται στο πρωτο-ινδοευρωπαϊκό υπόστρωμα].
Greek Monotonic
ξουθός: -ή, -όν,
I. λέγεται για χρώμα, που βρίσκεται ανάμεσα στο ξανθός και στο πυρρός, πυρρόξανθος, κιτρινωπός, ξανθόμαυρος, κιτρινόμαυρος, κιτρινοκαφετής, πορτοκαλοκάστανος, επιθ. προσδιορισμός για τη μέλισσα, σε Ευρ.· λέγεται επίσης για το αηδόνι, ιδίως για το λαιμό του, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.
II. μεταγεν., λέγεται για ήχο, οξύς, διαπεραστικός, σε Βάβρ., Ανθ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: meaning uncertain ('sounding, trilling, quick, flink, yellow'?), of the wings of the Dioscuri (h. Hom. 33, 13), of an eagle (B.), a cicada (AP); of the nightingale and their γένυς (A., E., Ar., Theoc.), of the swallow a. other singing birds (Babr.), of bees (S. Fr. 398, 5, E.); also of the winds (Chaerem. Trag.), of ἀλκυόνες (AP), of the ἱππαλεκτρυών (A., Ar.); further of μέλι, αἷμα, λύκος (Emp., Opp.) with ξανθός as v.l., prob. referring to the colour (cf. H. ξουθά οὐ μόνον ξανθά, ἀλλὰ καὶ λευκὰ καὶ πυρρά); .
Dialectal forms: Μyχ. kosouto as ΠN (Gallavotti Par. del Pass. 12, 6f.).
Compounds: As 1. member in ξουθό-πτερος (μέλισσα; E., Lyr. Alex. Adesp.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: See v. Wilamowitz Eur. Her. v. 488, Méridier Rev. de phil. N. S. 36, 264ff., Leumann Hom. Wörter 215. Unexplained. An analysis in ξ-ου-θός with connection with the German. word for grey(brown), e.g. OE hasu (IE *ḱasu̯o-), to which also Lat. cānus (s. ξανθός), makes resticted claims. -- The general similarity with ξανθός has long ago been observed (e.g. Curtius 522). Acc. to Haas Ling. Posn. 3, 77 f. protoieur. (like ξαίνω, ξέω, ξύω etc.). Cf. Taillardat, Images d' Arostophne $ 266; Duerbeck, MSS 24(1968)9-32.
Middle Liddell
ξουθός, ή, όν
I. of a colour, between ξανθός and πυρρός, yellowish, brown-yellow, tawny, epithet of the bee, Eur.; of the nightingale, Aesch., Eur., etc.
II. later of sound, shrill, thrilling, Babr., Anth.
Frisk Etymology German
ξουθός: {ksouthós}
Meaning: poet. Adj. unklarer Bed. (’tönend, trillernd, schnell, flink, gelb’?), von den Flügeln der Dioskuren (h. Hom. 33, 13), des Adlers (B.), der Zikade (AP); von der Nachtigall und ihrer γένυς (A. u. E. u. Ar. in lyr. u. anap., Theok.), von der Schwalbe u. anderen Singvögeln (Babr. u.a.), von der Biene (S. Fr. 398, 5, E. u.a.); auch von den Winden (Chaerem. Trag.), von den ἀλκυόνες (AP), vom ἱππαλεκτρυών (A., Ar.); außerdem von μέλι, αἷμα, λύκος (Emp., Opp.) mit ξανθός als v.l., wahrscheinlich mit Beziehung auf die Farbe (vgl. H. ξουθά· ού μόνον ξανθά, ἀλλὰ καὶ λευκὰ καὶ πυρρά); myk. ko-so-u-to als EN (Gallavotti Par. del Pass. 12, 6f.).
Composita: Als Vorderglied in ξουθόπτερος (μέλισσα; E., Lyr. Alex. Adesp.).
Etymology: Näheres zur Bed. bei v. Wilamowitz Eur. Her. zu v. 488, Méridier Rev. de phil. N. S. 36, 264ff., Leumann Hom. Wörter 215. Unerklärt. Eine Zerlegung in ξουθός mit dementsprechender Anknüpfung an das german. Wort für ‘grau(brann)’, z.B. ags. hasu (idg. *ḱasu̯o-), wozu u.a. lat. cānus (s. ξανθός m. Lit.), kann nur sehr bescheidenen Ansprüchen genügen. — Die allgemeine Ähnlichkeit mit ξανθός ist schon längst beobachtet worden (z.B. Curtius 522). Nach Haas Ling. Posn. 3, 77 f. protoidg. (wie ξαίνω, ξέω, ξύω u.a.m.).
Page 2,337-338