πως

From LSJ

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πως Medium diacritics: πως Low diacritics: πως Capitals: ΠΩΣ
Transliteration A: pōs Transliteration B: pōs Transliteration C: pos Beta Code: pws

English (LSJ)

Ion. κως, enclit. Adv. of Manner,
A in any way, at all, by any means, οὐ μέν π. ἅλιον πέλει ὅρκιον Il.4.158, cf. Od.20.392; ἀλλὰ μὴ γένοιτό π. A.Ag.1249; cf. οὔπως, μήπως: freq. after other Advbs. of Manner, ὧδέ π. somehow so, X.Cyr.3.3.7; ἄλλως π. in some other way, Id.An.3.1.20; τεχνικῶς π. ib.6.1.5; εὐσχημόνως π. Id.Cyr.1.3.9; sometimes merely to qualify their force, when it cannot be always rendered by any one English equivalent, ἀεί π. Il.12.211; μάλα π. 14.104, X.Cyr.4.5.54; μόγις π. Pl.Prt. 328d, etc.: with Verbs, καὶ ἔτυχέ κως τοῦ μάγου Hdt.3.78, cf. 150; τὸ γὰρ κάταγμα τυγχάνω ῥίψασά π. S.Tr.695; ἠθάς εἰμί π. τῶν τῆσδε μύθων Id.El.372; πράσσοντές π. ταῦτα Th.2.3; ἀπώκνησάν π. Id.3.20; freq. after γάρ, ἔνεστι γάρ π… τῇ τυραννίδι νόσημα A.Pr.226, cf. Ch.958 (lyr.), etc.: most freq. after hypothet. Particles, εἴ πως Od.14.460; ἐάν π. S.OC1770 (anap.), Tr.584; ἤν π. Ar.V.399: expressing uncertainty, I suppose, Hdt.1.95,3.108.
II πως, πῶς, or πώς, in a certain way, opp. ἁπλῶς, Arist.Pol.1275a16; οὐδ' ὁ ἁπλῶς ὀργιζόμενος, ἀλλ' ὁ πῶς Id.EN1106a1; ἀλλὰ πῶς πραττόμενα καὶ πῶς νεμόμενα δίκαια ib. 1137a12.
2 πὼς μὲν... πὼς δὲ.. in one way... in another.., Iamb.Comm.Math.13, Them.in de An.4.25-28,al.; πῶς μὲν... ὅλως δὲ.. Arist.Pol.1263a26. (πῶς is Adv. of stem πο- (I.-E. qu̯o-), whence ποῦ, ποῖ, πῇ, etc.)

German (Pape)

[Seite 828] ion. κως, enklitisch, irgend wie, auf irgend eine Art, Hom. u. Folgde. Oft mit αἰ, εἰ, οὐ u. μή verbunden; oft tritt es zu andern Adverbiis hinzu, ὧδέ πως, Xen. Cyr. 3, 3, 7 An. 1, 7, 9, ἄλλως πως, auf irgend eine andere Weise, 3, 1, 20; μόγις πως, Plat. Prot. 328 d; μάλα πως, Xen. Cyr. 4, 5, 54; τεχνικῶς πως, An. 5, 9, 5; in welcher Vrbdg es für uns zuweilen ganz pleonastisch wird, Wolf Dem. Lpt. p. 299.

French (Bailly abrégé)

v. πώς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πως, Ion. κως [~ πο-] adv. encl. indef. ter nuancering van een uitspraak op enigerlei wijze, ongeveer bij adj. of adv.. τοιαῦτα γάρ πως... λέγει want dergelijke woorden ongeveer zegt hij Soph. Ai. 327; ὧδέ πως ongeveer zo Xen. Cyr. 3.3.7; ἄλλως πως op enigerlei andere manier Hp. VM 2; τεχνικῶς πως met een zekere bedrevenheid Xen. An. 6.1.5; μάλα πως... οὐκ bepaald niet Xen. Cyr. 4.5.54. bij werkw.. ἠθάς εἰμί πως τῶν τῆσδε μύθων ik ben enigszins gewend aan haar manier van spreken Soph. El. 372; καὶ ἔτυχέ κως τοῦ μάγου op een of andere manier wist hij de magiër te treffen Hdt. 3.78.5. met ontk. οὐ... πως, μή... πως geenszins. in nageplaatste cond. bijzin ἐάν πως om te zien of:. αἴ κέν πως θωρήξομεν υἷας Ἀχαιῶν om te zien of we misschien de zonen van de Grieken in het harnas krijgen Il. 2.72; εἴ πώς οἱ... χλαῖναν πόροι om te zien of hij hem misschien zijn mantel zou geven Od. 14.460. op een bepaalde manier, in zekere zin:. δεῖ γὰρ πὼς μέν εἶναι κοινάς, ὅλως δ’ ἰδίας (bezittingen) moeten in bepaalde gevallen gemeenschappelijk, maar over het geheel genomen particulier eigendom zijn Aristot. Pol. 1263a26; φατέον εἶναι μέν πως πολίτας, οὐχ ἁπλῶς δέ men mag hen in zekere zin burgers noemen, maar niet zonder meer Aristot. Pol. 1275a16.

English (Slater)

πως somehow Ἴδας ἀμφὶ βουσίν πως χολωθείς (N. 10.60)

English (Abbott-Smith)

πως, enclit. part.,
at all; v.s. εἴπως, μήπως.

Greek Monolingual

(I)
ΝΜΑ, και ιων. τ. κως Α
(εγκλιτ. τροπ. επίρρ.)
1. κατά κάποιον τρόπο, κάπως
2. φρ. «αλλιώς πως» και «ἄλλως πως» — κατά κάποιον άλλο τρόπο
αρχ.
1. με κάθε τρόπο, οπωσδήποτε («ἀλλὰ μὴ γένοιτο πως», Αιχύλ.)
2. συχνά τίθεται μετά από υποθετικά μόρια για να δηλώσει αβεβαιότητα: εἴ πως, ἐάν πως, ἄν πως, ἤν πως
3. φρ. α) «ὧδέ πως» — κατά τέτοιον τρόπο («ἔλεξεν ὧδέ πως εἰς τὸ μέσον τῶν ταξιαρχῶν», Ξεν.)
β) «πὼς μέν..., πὼς δέ...» — αφ' ενός μεν..., αφ' ετέρου δε..., από τη μια πλευρά..., από την άλλη....
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο- των ερωτηματικών και αόρ. επιρρ. (βλ. λ. πο-) + επιρρμ. κατάλ. -ως].
(II)
Ν
1. (ως ειδ. σύνδ.) ότι... («έμαθα πως δεν είναι καλά»)
2. (ως αναφ. ή τροπ. επίρρ.) (συν. σε συνεκφ. με την πρόθεση κατά) κατά πως
όπως, με τον τρόπο που... (α. «κατά πως έγινε, τι να το κάνεις» β. «κατά πως λένε, είναι πολύ σοβαρά τα πράγματα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ερωτηματικό επίρρ. πώς, με εξέλιξη της αρχικής τροπικής σημ. σε ειδική].

Greek Monotonic

πως: Ιων. κως, εγκλιτ. επίρρ. του τρόπου·
I. με κάθε τρόπο, κάπως, με όλα τα μέσα, σε Όμηρ.· ὧδέπως, κατ' αυτόν περίπου τον τρόπο, σε Ξεν.· ἄλλως πως, με κάποιον άλλο τρόπο, στον ίδ.· έπειτα από υποθετικά μόρια, εἴ πως, ἐάν ή ἤν πως, Λατ. si qua, si forte, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
II. πως, πώς ή πῶς, όχι εγκλιτ., κατά κάποιον τρόπο, με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο, αντίθ. προς το ἁπλῶς, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

πως: Ἰων. κως, ἐγκλιτ. ἐπίρρ. τρόπου, κατά τινα τρόπον, κἄπως, πως, οὐ μέν πως ἅλιον πέλει ὅρκιον Ἰλ. Δ. 158, πρβλ. Ὀδ. Υ. 392· ἀλλὰ μὴ γένοιτό πως Αἰσχύλ Ἀγ. 1249· ἴδε ἐν λ. οὔπως, μήπως· - συχν. κατόπιν ἄλλων ἐπιρρημάτων τρόπου, ὧδέ πως, κατὰ τοῦτον περίπου τὸν τρόπον, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 7· ἄλλως πως, κατ’ ἄλλον τινὰ τρόπον, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 3. 1, 20· τεχνικῶς πως ὁ αὐτ. 6. 1, 5· εὐσχημόνως πως ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 3, 9· ἐνίοτε ἁπλῶς τροποποιεῖ τὴν δύναμιν τῶν ἐπιχειρημάτων ὅτε καὶ δὲν εἶνε εὔκολον νὰ ἑρμηνευθῇ, ἀεί πως Ἰλ. Μ. 211· μάλα πως Ἰλ. Ξ. 104, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 54· μόγις πως Πλάτ. Πρωτ. 328D, κτλ.· σπανίως μετ’ ἐπιθέτων, μεταμελητικός πως Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 8, 1· - μετὰ ῥημάτων, καὶ ἔτυχέ πως τοῦ μάγου Ἡρόδ. 3. 78, πρβλ. 108, 150· ἠθάς εἰμί πως τῶν τῆσδε μύθων Σοφ. Ἠλ. 372· πράσσοντές πως ταῦτα Θουκ. 2. 3· ἀπώκνησάν πως ὀ αὐτ. 3. 20· συχνάκις τίθεται μετὰ τὸ γάρ, ἔνεστι γάρ πως… τῇ τυραννίδι νόσημα Αἰσχύλ. Πρ. 224, πρβλ. Χο. 958, κτλ.· - ἀλλὰ κοινότατον μετὰ ὑποθετικὰ μόρια, εἴ πως, ἐὰν ἢ ἤν πως, Λατ. si qua, si forte, Ὀδ. Ξ. 460, Σοφ. Ο. Κ. 1770, Τρ. 584, Ἀριστοφ. Σφ. 399, κτλ.· - σπανίως καθ’ ἑαυτό, κἄπως, κατὰ τύχην, τὸ γὰρ κάταγμα τυγχάνω ῥίψασά πως Σοφ. Τρ. 695. ΙΙ. πῶς, οὐχὶ ἐγκλιτ., κατά τινα τρόπον, ἀντίθετ. τῷ ἁπλῶς, Ἀριστ. Πολ. 3. 1, 5· οὐχ ὁ ἁπλῶς ὀργιζόμενος, ἀλλ’ ὁ πῶς ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 2. 5, 3· ἀλλὰ πῶς πραττόμενα καὶ πῶς νεμόμενα δίκαια αὐτόθι 5. 9, 15· πῶς ἔχειν αὐτόθι κτλ. 2) πῶς μέν..., πῶς δε..., κατά τινα μὲν τρόπον..., κατ’ ἄλλον δέ..., μνημονεύεται ἐκ τοῦ Θεμιστ.· πῶς μέν..., ὅλως δέ..., Ἀριστ. Πολιτ. 2. 5, 5· πρβλ. Wolf. εἰς Δημ. Λεπτ. σ. 299. (Κυρίως εἰπεῖν τὸ πῶς εἶναι ἐπίρρ. τοῦ πός, ὅθεν τὰ ποῦ, ποῖ, πῆ, κτλ.)

Middle Liddell

in any way, at all, by any means, Hom.; ὧδέ πως somehow so, Xen.; ἄλλως πως in some other way, Xen.:—after hypothet. Particles, εἴπως, ἐάν or ἤν πως, Lat. si qua, si forte, Od., etc.

English (Woodhouse)

at all, by any means, by some means, in any way

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)