κάλαμος
English (LSJ)
[κᾰ], ὁ,
A reed, used for thatching or wattling, Hdt.5.101, al., Th.2.76; for wreaths, κ. λευκός Ar.Nu.1006 (anap.); for bedding, Plu.Lyc.16; for fuel, PCair.Zen.85 (iii B.C.); various species, κ. εὐώδης, ἀρωματικός, sweet flag, Acorus Calamus, Thphr.HP4.8.4, 9.7.1, Od.33, Dsc.1.18; κ. αὐλητικός pole-reed, Arundo Donax, Thphr.HP4.11.1, 9; κ. εἰλετίας marram, Ammophila arundinacea, ib.13; κ. ἐπίγειος bush-grass, Calamagrostis epigeios, ibid.; κ. Ἰνδικός bamboo, Bambusa arundinacea, ibid., Dsc.5.92, PLond.2.191.11 (ii A.D.), Gp.2.6.23, cf. Hdt.3.98; κ. Ἰνδικὸς ὁ ἄρρην male bamboo, Dendrocalamus strictus, Thphr.HP4.11.13; κ. κύπριος, = δόναξ, Asclep. ap.Gal.12.414; κ. πλόκιμος spear-grass, Phragmites communis, Thphr.HP4.11.1; κ. Χαρακίας, Arundo Donax, ibid. II applied to various uses, 1 reed-pipe, flute, Pi.O.10(11).84, N.5.38, E. El.702 (lyr.), IT1126 (lyr.). 2 fishing-rod, Pl.Com.11, Theoc. 21.43, Luc.DMort.27.9; κ. ἁλιευτικός Arist.PA693a23. 3 limed twig used by fowlers, BionFr.10.5, Aesop.171, 296. 4 shaft of an arrow, Ptol.Alm.7.5; made of κ. τοξικός, or Κρητικός, Thphr.HP4.11.11. 5 reed-pen, LXXPs.44(45).1, 3 Ep.Jo.13, Plu.Dem.29, Luc. Hist.Conscr.38; κάλαμοι γραφικοί PGrenf.2.38.7 (i B.C.); κ. γραφεῖς Poll.10.61. 6 measuring-rod, Apoc.11.1, al.: hence, a definite measure, IG9(1).61.50 (Daulis, ii A.D.); = 5 πήχεις, Hero *Geom.4.11; = 6 2/3 πήχεις, ib.23.13. 7 Medic., tube for insufflation, Aret. CA1.9, Asclep. ap. Gal.12.985; for fumigation, Dsc.Eup.1.56; for extraction, Cels.7.5.2; also, splint, Pall.in Hp.Fract.12.282 C. 8 ornament of female dress, AP6.292 (Hedyl.). 9 stake to which vines were tied, PFlor.369.4 (ii A.D.), Jul.Or.3.125b, etc. III collectively, 1 reed, i.e. reeds, Arist.Mete.359b1, POxy.742.2 (i B.C.), etc.: in pl., reed-beds, Plb.3.71.4. 2 of plants, which are neither shrub nor bush (ὕλη), nor tree (δένδρον), X.An.1.5.1. 3 mat of reeds, Pl.R.372b; roof of reeds (Coan), Hsch. IV = καλάμη, stalk of wheat, X.Oec.18.2. V ὁ κ. τοῦ σκέλους the shinbone, Sch.Luc.VH1.23. VI ticket for obtaining corn-rations, = tessera frumentaria, Gloss. (Cf. Lat. culmus, OHG. halm, etc.)
German (Pape)
[Seite 1307] ὁ (vgl. καλάμη), das Rohr; καλάμου εἶχον τὰς ὀροφὰς αἱ οἰκίαι Her. 5, 101; καλάμου ἓν γόνυ πλοῖον ἕκαστον ποιέεται 3, 99; Folgde; ἐκάθευδον ἐπὶ στιβάδων, ἃς αὐτοὶ συνεφόρουν τοῦ παρὰ τὸν Εὐρώταν πεφυκότος καλάμου Plut. Lyc. 16. Bei Xen. An. 1, 5, 1 neben ὕλη, übh. rohrartiges Gewächs. – Es wurde gebraucht, 1) zur Rohrflöte, Rohrpfeife; σὺν καλάμοιο βοᾷ Pind. N. 5, 38; μολπὰ πρὸς κάλαμον Ol. 11, 88; ὁ κηροδέτας κ. Πανός Eur. I. T. 1126; Theophr.; – auch zum Stege der Lyra, Soph. frg. 34 bei Schol. Ar. Ran. 235. – 2) zum Schreiben, Schreibrohr, das die Stelle unserer Schreibfeder vertrat, Themist.; κάλαμοι γραφεῖς Poll. 10, 61. – 3) Angelruthe; Theocr. 21, 43; Luc. D. Mort. 27, 9; ἁλιευτικός Arist. part. an. 4, 12; – auch Leimruthe, s. die compp. – 4) Meßruthe, auch ein bestimmtes Maaß, 62/3 πήχεις, Sp. – 5) Rohrpfeil, zu dem man das nicht hohle, inwendig mit Mark angefüllte Rohr brauchte, κάλαμος ναστός u. μεστοκάλαμος. – 6) ein Zeichen, eine Marke, auf die man Getreide bekam, Byz., s. καλαμηφορέω. – 7) Rohrdach, Hesych. – 81 bei Hedyl. 6 (VI, 292) scheinen ληρῶν χρύσεοι οἱ κάλαμοι Streifen oder ein ähnlicher Zierrath am Kleide zu sein.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
I. roseau, d’où
1 chalumeau, pipeau;
2 ligne pour pêcher;
3 natte de jonc;
4 perche, mesure d’arpentage att. valant 10 pieds;
II. chaume, paille, n. génér. de plantes qui ne sont ni arbrisseaux (ὕλη) ni arbres (δένδρον).
Étymologie: cf. lat. calamus, culmus, de la R. Καλ, être droit ou élevé ; cf. κολωνός, lat. collis, celsus.
English (Slater)
κᾰλᾰμος (-οιο, -ῳ, -ον.)
1 reed, reed-pipe χλιδῶσα δὲ μολπὰ πρὸς κάλαμον ἀντιάξει μελέων (O. 10.84) ἔνθα μιν εὔφρονες ἶλαι σὺν καλάμοιο βοᾷ θεὸν δέκονται (N. 5.38) ἀγαυὸν καλάμῳ συνάγεν θρόον μήδεσί τε φρενὸς (Pae. 9.36) πρόσθα μὲν ἲς Ἀχελωίου τὸν ἀοιδότατον Εὐρωπία κράνα Μέλανός τε ῥοαὶ τρέφον κάλαμον (cf. Σ (P. 12.44) a., ἐν γὰρ τῷ Κηφισσῷ οἱ αὐλητικοὶ κάλαμοι φύονται· εἴρηται δὲ καὶ ἐν παιᾶσιν περὶ αὐλητικῆς) fr. 70. 3.
Spanish
English (Strong)
of uncertain affinity; a reed (the plant or its stem, or that of a similar plant); by implication, a pen: pen, reed.
English (Thayer)
καλάμου, ὁ, from Pindar down, Latin calamus, i. e.
a. a reed: a staff made of a reed, a reed-staff (as in a measuring reed or rod: a writer's reed, a pen: 3 John 1:13; (see Gardthausen, Griech. Palaeogr., p. 71 f).
Greek Monolingual
ο (AM κάλαμος)
το φυτό καλάμι
νεοελλ.
1. πένα, κονδυλοφόρος
2. ανατ. «κάλαμος γραφικός» ή «του Ηροφίλου» — η κάτω γωνία του ρομβοειδούς βόθρου, στην τέταρτη κοιλία του εγκεφάλου
μσν.-αρχ.
δελτίο με το οποίο έπαιρνε κανείς σιτηρέσιο
αρχ.
1. τα φύλλα του κορμού του καλαμιού που χρησιμοποιούνται για στέγαση οικημάτων ή για κατασκευή στρωμάτων, πλεγμάτων, στεφανιών κ.λπ.
2. καλαμένια στέγη
3. ονομασία διαφόρων φυτών παραπλήσιων με το καλάμι
4. ελαφρά καύσιμη ύλη
5. κάθε φυτό που δεν είναι δέντρο, ούτε θάμνος, ούτε χόρτο
6. καλάμινο πλέγμα, καλάθι, κοφίνι, πανέρι
7. καλάμινος αυλός
8. αλιευτικό εργαλείο, καλαμίδι
9. κυνηγετικό εργαλείο για τη σύλληψη πτηνών, ξόβεργα
10. μέτρο μήκους, ράβδος για την καταμέτρηση μήκους, με διάφορο κατά τόπους μήκος, από 5 ώς 6 2 / 3 πήχεις
11. καλαμένια γραφίδα
12. ιατρ. σωλήνας που χρησιμοποιούνταν για εμφύσηση
13. σωλήνας που χρησιμοποιούνταν για θέρμανση ή για εξαγωγή διαφόρων επιβλαβών σωμάτων από όργανα του σώματος, από τραύματα κ.λπ.
14. σκελετός από μικρά ξύλα ή σύρμα, με τον οποίο επιτυγχανόταν η ακινησία μέλους του σώματος που είχε υποστεί θλάση, νάρθηκας
15. πάπ. πάσσαλος στον οποίο προσδένονται τα δέντρα
16. μεταλλικό εργαλείο που πυρακτωνόταν και χρησιμοποιούνταν για το κατσάρωμα τών μαλλιών
17. είδος καρφοβελόνας που χρησιμοποιούνταν για διακόσμηση τών μαλλιών
18. κόσμημα του γυναικείου χιτώνα
19. το καλαμένιο στέλεχος του σταχιού
20. το οστό της κνήμης, το καλάμι
21. το στέλεχος βέλους κατασκευασμένου από ένα φυτό παραπλήσιο με το καλάμι
22. στον πληθ. οι κάλαμοι
καλαμιώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο ο τ. κάλαμος όσο και ο παράλληλός του καλάμη εικάζεται ότι προήλθαν από κόλαμος, κολάμᾱ (με αφομοίωση του -ο-) και ότι ανάγονται σε IE kolәmo-, kolәmā- «καλάμι», όπως και τα: λατ. culmus «καλάμη», αρχ. άνω γερμ. Halm «άχυρο», αρχ. σλαβ. slama, ρωσ. soloma κ.ά. Το ουσ. κάλαμος μαρτυρείται στη λατ. πιθ. ως δάνειο με τη μορφή calamus.
ΠΑΡ. καλαμίδα(-ίς), καλαμίζω, καλάμινος, καλαμίσκος, καλαμίτης, καλαμώδης, καλαμώνας, καλαμώνω(-όω, -ώ)
αρχ.
καλαμεία, καλαμεύς, καλαμευτής, καλαμία, καλαμικός, καλάμιον, καλάμιστρος, καλαμόεις
αρχ.-μσν.
καλαμηδόν
μσν.- νεοελλ.
καλαμάρι(-ιον).
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) καλομοειδής
αρχ.
καλαμαύλης, καλαμαυλητής, καλάμαυλος, καλαμηφάγος, καλαμηφόρος, καλαμοδόας, καλαμογλύφος, καλαμογραφία, καλαμοδύτης, καλαμοθήκη, καλαμοθήρας, καλαμοκεντρίτις, καλαμοκόπος, καλαμόκρινον, καλαμοπώλης, καλαμοστασία, καλαμοστεφής, καλαμοσφάκτης, καλαμότομος, καλαμουργώ, καλαμόφθογγος
αρχ.-μσν.
καλαμόφυλλος
μσν.
καλαμοκόπιον. (Β' συνθετικό) αρχ. επικάλαμος, θρυοκάλαμος, λεπτοκάλαμος, μονοκάλαμος, ολεσισιαλοκάλαμος, ολιγοκάλαμος, ολοκάλαμος, ορθοκάλαμος, παχυκάλαμος, πολυκάλαμος.
Greek Monotonic
κάλᾰμος: [κᾰ], ὁ,
I. καλάμι μεγαλύτερο από τον δόνακα, Λατ. arundo, που χρησιμοποιείται στη στέγαση σπιτιών ή ακόμη και στην ανέγερση, κατασκευή τοίχων, σε Ηρόδ.· χρησιμ. στην κατασκευή στρωμάτων ή πλεγμάτων, στον ίδ., Θουκ.
II. οτιδήποτε φτιαγμένο από καλάμι·
1. καλαμένιος αυλός, φλάουτο, σε Πίνδ., Ευρ.
2. ψαροκάλαμο, καλάμι ψαρέματος, σε Θεόκρ.
3. βέλος, σε Οράτ.
III. 1. περιληπτικά λέγεται για φυτά, όσα δεν είναι ούτε θάμνοι (ὕλη), ούτε δέντρα (δένδρον), σε Ξεν.
2. καλαμένιο πλέγμα, σε Πλάτ.
IV. καλάμη, στέλεχος, κοτσάνι, καυλός του σιταριού (δηλ. το καλάμι), σε Ξεν.