προσποιέω

Revision as of 14:20, 3 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (cc2)

English (LSJ)

   A make over to, add or attach to, π. τισὶ τὴν Κέρκυραν Th. 1.55, cf. 2.2, 3.70, etc.; Λέσβον π. τῇ πόλει X.HG4.8.28, etc.; χάριν D.60.14, cf. Plot.6.1.21.    2 μνημείῳ κακὸν π. do damage to, MAMA4.27.    3 = προσποιέομαι 11.3, ὡς εἴη X.Eph.1.5.    II mostly in Med., with aor. Pass. in Plb. (v. infr. 5), D.S.15.46, 19.6:—procure for oneself, ξύλινον πόδα Hdt.9.37; include in one's purview, Plot.6.1.19, 6.3.8, 6.3.19: most freq. of persons, attach to oneself, win or gain over, ἑταιρηΐην Hdt.5.71, cf. 6.66, Th.4.77, etc.; τὸν δῆμον Ar.Eq.215; [θεούς] X.Vect.6.3: c.dupl.acc., φίλους π. τινάς as friends, Hdt.1.6; εὔνουν π. τινά E.Hel.1387; ὑπηκόους τὰς πόλεις Th.1.8; π. χωρίον ἐς τὴν ξυμμαχίαν Id.2.30.    2 take to oneself what does not belong to one, pretend to, lay claim to, c. acc., τὴν τῶν γεφυρῶν οὐ διάλυσιν Id.1.137; φήμην Aeschin.2.166; μείζω τῶν ὑπαρχόντων Arist.EN1127b9: c. gen. partit., π. τῶν χρημάτων claim some of . ., Ar. Ec.871, cf. Is.4.3,7.    3 generally, pretend, affect, ὀργήν Hdt.2.121. δ; τὸ δεῖσθαι Isoc.1.24; π. ἔχθραν use it as a pretence, allege, Th.8.108; π. Ἀριστοτέλην Luc.Pisc.50: c.acc.part., προσποιούμενος τὸν ἡδόμενον Ph.2.531.    4 c. inf., pretend to do or to be, Hdt.3.2, Antipho 2.4.2, Lys.1.13; ὅσοι πολιτικοὶ π. εἶναι profess to be, Pl.Grg. 519c, cf. Alc.1.108e, etc.; π. μὲν εἰδέναι, εἰδότες δὲ οὐδέν Id.Ap.23d, cf. 26e; ὅρα μὴ τούτων μὲν ἐχθρὸς ᾖς, ἐμοὶ δὲ προσποιῇ (sc. εἶναι) D.18.125; μὴ ἀποκτείνας π. (sc. ἀποκτεῖναι) Lys.13.75: aor.Pass., -ποιηθεὶς στρατεύειν D.S.19.6: c. inf. fut., make as if one would, X.An.4.3.20, etc.    5 with a neg., pretend the contrary, δεῖ δέ, εἰ καὶ ἠδίκησαν, μὴ προσποιεῖσθαι one must make as if it were not so, Th.3.47, cf. Thphr. Char.1.5; τούτων οὐ προσποιουμένων D.47.10; οὐδὲν πέπονθας δεινόν, ἂν μὴ προσποιῇ Men.Epit.Fr.8, cf. Philem.23: aor. Pass., σαφῶς εἰδὼς... οὐ προσποιηθεὶς δέ Plb.5.25.7, cf. 31.14.1.

Greek (Liddell-Scott)

προσποιέω: παραχωρῶ, προσθέτω ἢ προσάπτω, Λατ. tradere alicui in manus, πρ. τινι τὴν Κέρκυραν Θουκ. 1. 55, πρβλ. 2. 2., 3. 70, κτλ.· πρ. Λέσβον τῇ πόλει Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 28, κτλ.· πρ. τινι χάριν Δημ. 1393. 15. 2) = προσποιέομαι, Ξεν. Ἐφέσ. 1. 5. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ (μετ’ ἀορ. παθητ. πρκμ. παρὰ Πολυβ., Διοδ.)· - προσθέτω ἢ προσάπτω εἰς ἐμαυτόν, ξύλινον πόδα Ἡρόδ. 9. 37· - ἐπὶ προσώπων, προσελκύω εἰς ἐμαυτόν, προσκτῶμαι, κάμνω νὰ γίνῃ εἰς ἐμέ, λαμβάνω, ἀποκτῶ, λαμβάνω μὲ τὸ μέρος μου, τινα Ἡρόδ. 5. 71., 6. 69, Θουκ. 4. 77, κτλ.· τὸν δῆμον Ἀριστοφ. Ἱππ. 215· τοὺς θεοὺς Ξεν. Πόροι 6, 3· καὶ μετὰ δευτέρας αἰτ., φίλους πρ. τοὺς Λακεδαιμονίους Ἡρόδ. 1. 6, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 28· εὔνουν πρ. τινα Εὐρ. Ἑλ. 1387· ὑπηκόους τὰς πόλεις Θουκ. 1. 8· πρ. χωρίον ἐς ξυμμαχίαν ὁ αὐτ. 2. 30. 2) ἀντιποιοῦμαι, ἰδιοποιοῦμαι, Λατ. affectare, μετ’ αἰτ., τὴν τῶν γεφυρῶν διάλυσιν ὁ αὐτ. 1. 137· φήμην Αἰσχίν. 50. 26· μείζω τῶν ὑπαρχόντων Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 7, 10· - μετὰ γενικ. διαιρετ., πρ. χρημάτων, ἐγείρω ἀξιώσεις ἐπί..., Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 871, πρβλ. Ἰσαῖ. 46. 36., 47. 11. 3) καθόλου, προσποιοῦμαι, ὑποκρίνομαι, ὀργὴν Ἡρόδ. 2. 121. 4· τὸ δεῖσθαι Ἰσοκρ. 7Β· πρ. ἔχθραν Θουκ. 8. 108· πρ. Ἀριστοτέλην Λουκ. Ἁλιεὺς 50. 4) μετ’ ἀπαρεμφ., προσποιοῦμαι ὅτι κάμνω ἢ εἶμαι, Ἡρόδ. 3. 2, Ἀντιφῶν 119. 26, Λυσί. 92. 43· ὅσοι πολιτικοὶ πρ. εἶναι, κάμνουν ὅτι εἶναι..., Πλάτ. Γοργ. 519C, πρβλ. Ἀλκ. 1. 108Ε, κτλ. πρ. μὲν εἰδέναι, εἰδότες δὲ οὐδὲν ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 23D, πρβλ. 26Ε· ὅρα μὴ τούτων μὲν ἐχθρὸς ᾖς, ἐμοὶ δὲ προσποιῇ (ἐξυπακ. εἶναι) Δημ. 269. 9· μὴ ἀποκτείνας πρ. (ἐξυπακ. ἀποκτεῖναι) Λυσί. 136. 42· - μετ’ ἀπαρ. μέλλ., κάμνω ὅτι τάχα..., Ξεν. Ἀν. 4. 3, 20, κτλ. 5) μετ’ ἀρνητ., ὡς τὸ Λατ. dissimulare, δεῖ δέ, εἰ καὶ ἠδίκησαν, μὴ προσποιεῖσθαι, νὰ προσποιηθῶσιν ὅτι δὲν ἠδίκησαν, Θουκ. 3. 47· τούτων οὐ προσποιουμένων Δημ. 1142. 11· οὐδὲν πέπονθας δεινόν, ἢν μὴ προσποιῇ Μένανδρ. ἐν «Ἐπιτρέπουσιν» 8, πρβλ. Φιλήμ. ἐν «Ἐπιδικαζομένῳ» 1· οὕτως ἐν τῷ παθητ. ἀορ., σαφῶς εἰδώς..., οὐ προσποιηθεὶς δὲ Πολύβ. 5. 25, 7, πρβλ. 31· 22, 1.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
disposer en faveur de, gagner, concilier : προσποιοῦσιν αὐτοῖς τὴν Κέρκυραν THC ils gagnent Corcyre à leur cause;
Moy. προσποιέομαι-οῦμαι (ao. προσεποιησάμην ou προσεποιήθην);
I. se faire faire en outre, se faire ajouter : ξύλινον πόδα HDT une jambe de bois;
II. attirer à soi, d’où
1 se concilier, gagner, acc.;
2 se rendre maître de, s’approprier, gén., qqf acc.
III. se donner l’air de ; p. suite :;
1 faire semblant de, feindre : εἰδέναι, de savoir ; ψευδῶς τὴν τῶν γεφυρῶν διάλυσιν THC feindre mensongèrement d’avoir rompu les ponts;
2 simuler, figurer, représenter : τὸν Ἀριστοτέλην LUC figurer le personnage d’Aristote;
3 se figurer à soi-même : οὐ προσποιεῖν ne pas se figurer (qu’une chose est), tenir pour non avenu, ignorer ; δεῖ καὶ εἰ ἠδίκησαν μὴ προσποιεῖσθαι THC il faut, même s’ils ont des torts, feindre de les ignorer.
Étymologie: πρός, ποιέω.

English (Thayer)

middle, present participle προσποιούμενος (see below); imperfect 3rd person singular προσεποιεῖτο (L text T Tr WH give the 1st aorist προσεποιήσατο); in prose writings from Herodotus down; to add to (cf. German hinzumachen); middle
1. to take or claim (a thing) to oneself.
2. to conform oneself to a thing, or rather to affect to oneself; therefore to pretend, followed by an infinitive (A. V. made as though he would etc.), κατέγραφεν εἰς τήν γῆν μή προσποιούμενος, G H K etc. (cf. Matthaei (1803edition) at the passage). (So in Thucydides, Xenophon, Plato, Demosthenes, others; Diodorus 15,46; Philo in Flac. § 6; (in § 12followed by participle; Josephus, contra Apion 1,1); Aelian v. h. 8,5; Plutarch, Timol. 5; (Test xii. Patr., test. Jos. § 3).)

Greek Monotonic

προσποιέω: μέλ. -ήσω,
I. παραχωρώ σε, Λατ. tradere alicui in manus, προσποιέω τινὶ τὴν Κέρκυραν, σε Θουκ.· προσποιέω Λέσβον τῇ πόλει, σε Ξεν.
II. 1. Μέσ., με Μέσ. και Παθ. αόρ., προσάπτω, προσθέτω στον εαυτό μου, αποκτώ, κερδίζω, τινά, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· τὸν δῆμον, σε Αριστοφ.· με την προσθήκη δεύτερης αιτ., φίλους προσποιέω τοὺςΛακεδαιμονίους, ως φίλους, σε Ηρόδ.· ὑπηκόους προσποιέω τὰς πόλεις, σε Θουκ.
2. παίρνω κάτι που δεν ανήκει σε μένα, ιδιοποιούμαι, προβάλλω διεκδικήσεις, τὴντῶν γεφυρῶν διάλυσιν, στον ίδ.
3. προσποιούμαι, υποκρίνομαι, παριστάνω, προφασίζομαι, ὀργήν, σε Ηρόδ.· προσποιέω ἔχθραν, τη χρησιμοποιώ ως πρόσχημα, προφασίζομαι, σε Θουκ.
4. με απαρ., προσποιούμαι ότι κάνω ή είμαι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· προσποιέω μὲν εἰδέναι, εἰδότες δὲ οὐδέν, σε Πλάτ.· με απαρ. μέλ., κάνω ότι τάχα, σε Ξεν.
5. με αρνητικό, Λατ. dissimulare, δεῖ δέ, εἰ καὶ ἠδίκησαν, μὴ προσποιεῖσθαι, να προσποιηθούν ότι δεν ήταν έτσι, ότι δεν αδίκησαν, σε Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-ποιέω act., met acc. en dat. bij... maken, bij... doen zijn, toevoegen:. τὴν πόλιν Θηβαίοις π. de stad doen overgaan in Thebaanse handen Thuc. 2.2.2; Κορινθίοις Κέρκυραν π. Kerkyra winnen voor de Korinthische zaak Thuc. 3.70.1. med. (met θη- aor. ), met acc. erbij laten maken:. π. ξύλινον πόδα een houten been voor zich laten maken Hdt. 9.37.4. voor zich winnen:; π. ἑταιρηΐην τῶν ἡλικιωτέων een club van leeftijdgenoten voor zich winnen Hdt. 5.71.1; met dubb. acc.. φίλους π. Λακεδαιμονίους de Spartanen als vrienden voor zich winnen Hdt. 1.6.2; προσεποιοῦντο ὑπηκόους τὰς ἐλάσσους πόλεις ze onderwierpen de kleinere steden aan zich Thuc. 1.8.3. zich aanmatigen, aanspraak maken op:; μείζω τῶν ὑπαρχόντων π. zich meer kwaliteiten aanmatigen dan men bezit Aristot. EN 1127b9; met gen. part.. π. τῶν χρημάτων aanspraak maken op het geld Aristoph. Eccl. 871. voorwenden:; ὀργήν π. woede voorwenden Hdt. 2.121δ3; doen alsof (men x is); met pred. bep..; προσποιεῖται τοιοῦτος hij doet zich als zodanig voor Aristot. EN 1159a15; met acc..; π. τὸν Ἀριστοτέλην zich voordoen als Aristoteles Luc. 28.50; met inf..; π.... εἰδέναι pretenderen iets te weten Plat. Ap. 23d; προσποιοῦνται βούλεσθαι δικαιοπραγεῖν zij doen alsof zij rechtvaardig willen handelen Aristot. EN 1178a31; met ontk. μὴ\n προσποιεῖσθαι veinzen van niet:. δεῖ δέ, καὶ εἰ ἠδίκησαν, μὴ προσποιεῖσθαι we moeten, zelfs als zij onrecht begaan hadden, het tegendeel veinzen Thuc. 3.47.4.

Russian (Dvoretsky)

προσποιέω: преимущ. med.
1) приделывать, прилаживать: προσποιησάμενος ξύλινον πόδα Her. приделав себе деревянную ногу;
2) med. напускать на себя, прикидываться: π. ὀργήν Her. притворно сердиться; ἔχθραν προσποιησάμενος ἄδηλον Thuc. скрывая свою вражду; π. Ἀριστοτέλην Luc. принимать облик Аристотеля; προσποιούμενος παίζειν Lys. делая вид, что шутит; ὅσοι σοφισταὶ προσποιοῦνται εἶναι Plat. те, которые выдают себя за софистов; μὴ π. Thuc. делая вид, что это не так, т. е. не подавать виду;
3) med. привлекать на свою сторону, склонять в свою пользу (τὸν δῆμον Arph.; τοὺς θεούς Xen.; φίλους π. τοὺς Λακεδαιμονίους Her.): π. τὸ χωρίον ἐς ξυμμαχίαν Thuc. привлечь страну в союзники;
4) med. присваивать себе, предъявлять притязания, приписывать себе (φήμην Aeschin.): π. τῶν χρημάτων (gen. part.) Arph. предъявлять претензии на часть имущества;
5) подчинять (τί τινι Thuc.).

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to make over to, Lat. tradere alicui in manus, πρ. τινὶ τὴν Κέρκυραν Thuc.; πρ. Λέσβον τῇ πόλει Xen.
II. Mid., with aor. mid. and pass., to attach to oneself, win, or gain over, τινά Hdt., Thuc., etc.; τὸν δῆμον Ar.; with a second acc. added, φίλους πρ. τοὺς Λακεδαιμονίους as friends, Hdt.; ὑπηκόους πρ. τὰς πόλεις Thuc.
2. to take what does not belong to one, pretend to, lay claim to, τὴν τῶν γεφυρῶν διάλυσιν Thuc.
3. to pretend, feign, affect, simulate, ὀργήν Hdt.; πρ. ἔχθραν to use it as a pretence, allege, Thuc.
4. c. inf. to pretend to do or to be, Hdt., etc.; πρ. μὲν εἰδέναι, εἰδότες δὲ οὐδέν Plat.:—c. inf. fut. to make as if one would, Xen.
5. with a negat., Lat. dissimulare, δεῖ δέ, εἰ καὶ ἠδίκησαν, μὴ προσποιεῖσθαι one must make as if it were not so, Thuc.

Chinese

原文音譯:prospoišomai 普羅士-拍誒哦買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向著-作 相當於: (הָלַל‎ / הַלְלוּיָהּ‎)
字義溯源:自命,聲稱,像是,好像,注意到;由(πρός)=向著)與(ποιέω)*=作,行)組成;其中 (πρός)出自(πρό)*=前),
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 好像(1) 路24:28