πάντως
English (LSJ)
Adv., (πᾶς) A in all ways, ἄλλως τε π. καὶ... i.e. especially (since)... A.Pers.689, Eu.726, Pl.Ap.35d; σκιδνάμενον πάντῃ π. Parm.2.3; περιφέρεσθαι καὶ π. φέρεσθαι Pl.Cra.411b, cf. Grg.527a: in Hom. always followed by οὐ, in no wise, by no means, Il.8.450, Od.19.91, al.; πάντως γὰρ οὐ πείσεις νιν A.Pr.335, cf. Hdt.5.34, Pl.Grg.497b, etc.: without οὐ first in Parm. l.c., A. (v. supr.); ἔδεε πάντως it was absolutely necessary, Hdt.1.31; εἰ δὴ δεῖ γε π. Id.7.10. θ; π. θελῆσαι to wish at all hazards, Id.2.42; εἰ π. ἐλεύσονται if they positively will go, Id.6.9; π. κου πυνθάνεαι no doubt, Id.7.157: with an Adj., π. ἀναρίστητος Alex.233: freq. with πᾶς or its derivs., Th.7.87, Pl.Criti.107d, al.; cf. πάντῃ ΙΙ. II in strong affirmations, at all events, at any rate, A.Pr.16, Hdt.5.111, Pl.Ap.33d, 1 Ep.Cor.9.22, etc.; so νηστεύωμεν δὲ π. Ar.Th.984 (lyr.); π. κρέ' ἡμῖν ἐστίν Ephipp.15.11; π. γε μήν Ar.Eq.232; π. δήπου Id.Th.805; assuredly, opp. ἴσως, Jul. Or.7.222a; παρήγγειλά σοι ὅτι μὴ ἀπέλθῃς... καὶ ἀπῆλθες π. and you did (emphat.), Sammelb.7249.5 (iii/iv A. D.); τάχ' οὖν… μᾶλλον δὲ π. nay rather I am sure, Herod.7.89; π. ὅτι… evidently because... Dam.Pr.96 (but, it follows that... ib.86). 2 c. imper., in command or entreaty, Hdt.1.156, etc.; ἀλλ' ἐμοὶ πείθεσθε π. do but obey me, Eup.357; π. παρατίθετε just put on the table, Pl.Smp. 175b; καὶ τὸ ἱερεῖον δὲ π. ἡμῖν ἀπόστειλον be sure to send... PCair.Zen.191.14 (iii B. C.). 3 in answers, by all means, no doubt, Pl.R.574b; πάντως γάρ… Ar.Pl. 273; π. δήπου And.1.102, Pl.Phd.75e, etc.
German (Pape)
[Seite 465] adv. zu πᾶς, gänzlich, durchaus; bei Hom. immer mit folgdm οὐ, durchaus nicht, auf keine Weise, Il. 8, 450 Od. 19, 91. 20, 180; πάντως γὰρ οὐ πείσεις νιν, Aesch. Prom. 333, vgl. 1055, öfter; Soph. Ai. 1068; Eur. Med. 854 u. öfter; u. in Prosa, ἐπιστάμενον πάντως, Her. 1, 3; οὐδὲν πάντως, 5, 34. 65; Plat. Rep. X, 611 d mit πάντη vrbdn, s. oben; ἄλλως τε πάντως, Aesch. Prom. 639 Pers. 675 Eum. 696, wie Plat. Apol. 35 c. In der Antwort nachdrücklich bejahend, allerdings, Plat. Rep. IX, 574 b Xen. Cyr. 8, 4, 10.
Greek (Liddell-Scott)
πάντως: Ἐπίρρ. (πᾶς) βεβαίως, παρ’ Ὁμήρ. ἀείποτε ἑπομένου οὐ, κατ’ οὐδένα τρόπον, οὐδόλως, οὐδαμῶς, Λατιν. omnino non, πάντως … οὐκ ἄν με τρέψειαν ὅσοι θεοί εἰσ’ ἐν Ὀλύμπῳ Ἰλ. Θ 450, Ὀδ. Τ. 91, κλ.· οὕτω παρὰ πεζογράφοις, Ἡρόδ. 5. 34, κλ.· - ἄνευ τοῦ οὐ, πρῶτον παρ’ Ἡροδ., ἔδεε πάντως, ἔπρεπεν ἐξ ἅπαντος, ἦτο ἀπολύτως ἀναγκαῖον, 1. 31· εἰ δὴ δεῖ γε π. ὁ αὐτ. 7. 10, 8· π. ἐθέλειν, ἐπιθυμεῖν κατὰ πάντα τρόπον, 2. 42· εἰ π. ἐλεύσεσθε, ἐὰν ἐξ ἅπαντος θὰ ἔλθητε, 6. 9· π. κου πυνθάνεαι, ἀναμφιβόλως, 7. 157· μετ’ ἐπιθ., π. ἀναρίστητος Ἄλεξις ἐν «Καταψευδομένῳ» 4· - συχνάκις συνάπτεται μετὰ τοῦ πᾶς ἢ ἄλλου παραγώγου ἐκ τοῦ πᾶς, Πλάτ. Κριτί. 107D, κ. ἀλλ.· ἴδε πάντῃ II. ΙΙ. ἐπὶ ἰσχυρᾶς βεβαιώσεως, ἐξ ἅπαντος, χωρὶς ἄλλο, Ἡρόδ. 1. 156., 5. 111, Αἰσχύλ. Πρ. 16, Πλάτ. Γοργ. 497Β· οὕτω, νηστεύομεν δὲ π. Ἀριστοφ. Θεσμ. 984· π. κρέ’ ἡμῖν ἐστιν Ἔφιππος ἐν «Ὀβελιαφόροις» 1. 11· οὕτω π. γε μὴν Ἀριστοφάν. Ἱππ. 232· π. δήπου ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 805· - ἄλλως τε πάντως καὶ …, μάλιστα δὲ ... (πρβλ. ἄλλως Ι. 3), Αἰσχύλ. Πέρσ. 689, Εὐμ. 726, κτλ.· τάχ’ ἄν - μᾶλλον δὲ πάντως Ἡρώνδ. VII, 89. 2) οὕτω μετὰ τῆς προστ., ἐπὶ διαταγῆς ἢ παρακλήσεως, ἀλλ’ ἐμοὶ πείθεσθε πάντως, μόνον πείσθητε εἰς ἐμέ, Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 1. 7· π. παρατίθετε, μόνον βάλλετε ἐπὶ τῆς τραπέζης, Πλάτ. Συμπ. 175Β. 3) ἐν ἀποκρίσεσι, μάλιστα, βέβαια, ἐξ ἅπαντος, χωρὶς ἄλλο, ὡς τὸ πάνυ, Πλάτ. Πολ. 574Β· οὕτω, πάντως γὰρ ... Ἀριστοφ. Πλ. 273· π. δήπου Ἀνδοκ. 13, ἐν τέλ., Πλάτ. Φαίδων 75Ε, κλ.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 complètement, tout à fait, absolument ; πάντως οὐ absolument pas, d'aucune façon ; particul. dans les réponses certes, c. πάνυ : πάντως δήπου très certainement;
2 dans tous les cas, du moins.
Étymologie: πᾶς.
English (Autenrieth)
English (Slater)
πάντως
1 by all means, at all costs τὸν μονοκρήπιδα πάντως ἐν φυλακᾷ σχεθέμεν (P. 4.75)
English (Strong)
adverb from πᾶς; entirely; specially, at all events, (with negative, following) in no event: by all means, altogether, at all, needs, no doubt, in (no) wise, surely.
English (Thayer)
(from πᾶς), adverb, altogether (Latin omnino), i. e.
a. in any and every way, by all means: Herodotus down).
b. doubtless, surely, certainly: ); Aelian v. h. 1,32; by Plato in answers (cf. our colloquial by all means)). with the negative οὐ, α. where οὐ is postpositive, in no wise, not at all: Homer). β. when the negative precedes, the force of the adverb is restricted: οὐ πάντως, not entirely, not altogether, not in all things, not in all respects, πάντως οὐ, as in Ep. ad Diogn. 9 [ET] 'God οὐ πάντως ἐφηδόμενος τοῖς ἁμαρτήμασιν ἡμῶν.' Likewise, οὐδέν πάντως in Herodotus 5,34. But in Theognis, 305 edition, Bekker οἱ κακοί οὐ πάντως κακοί ἐκ γαστρός γεγόνασι κτλ. is best translated not wholly, not entirely. Cf. Winer's Grammar, 554 f (515f); Buttmann, 389f (334 f) (on whose interpretation of Romans, the passage cited, although it is that now generally adopted, see Weiss in Meyer 6te Aufl.)).
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επίρρ. με όλους τους τρόπους, εξάπαντος, σε κάθε περίπτωση, αναμφιβόλως, οπωσδήποτε (α. «εγώ πάντως πρέπει να πάω» β. «δεῖ με πάντως τὴν ἑορτήν... ποιῆσαι εἰς Ἱεροσόλυμα», ΚΔ)
νεοελλ.
ωστόσο («μπορεί να μού μίλησες σκληρά, εγώ πάντως σέ αγαπώ»)
αρχ.
1. (με το οὐ) με κανέναν τρόπο, ουδόλως («πάντως γὰρ οὐ πείσεις νιν», Αισχύλ.)
2. (σε αποκρίσεις) βεβαίως, μάλιστα («ἐπιχειροῑ ἄν... ἀπατᾱν τοὺς γονέας; Πάντως», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + επιρρμ. κατάλ. -ως (πρβλ. άλλ-ως)].
Greek Monotonic
πάντως: επίρρ. (πᾶς)·
I. συνολικά· στον Όμηρ. πάντως οὐ, καθόλου με κανένα τρόπο, τίποτε, Λατ. omnino non·ἔδεε πάντως, ήταν απολύτως απαραίτητο, σε Ηρόδ.· εἰ πάντως ἐλεύσεσθε, εάν θα έρθετε σίγουρα, στον ίδ.
II. 1. ως διαβεβαίωση, σε κάθε περίπτωση, οπωσδήποτε, στον ίδ., Αττ.· ἄλλως τε πάντως καί, πάνω απ' όλα, μάλιστα..., σε Αισχύλ.
2. με προστ., λέγεται σε διαταγή ή παράκληση, πάντως παρατίθετε, μόνο βάλτε στο τραπέζι, σε Πλάτ.
3. σε απαντήσεις, ναι με κάθε τρόπο, στον ίδ.· ομοίως, πάντως γάρ..., σε Αριστοφ.· πάντως δήπου, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
πάντως: adv.
1) совсем, полностью, вполне, целиком, совершенно: ἔδεε π. Her. было совершенно необходимо; π. οὐ Hom. совершенно не, нисколько не;
2) во всяком случае (π. οὐ σὴ αὕτη ἡ τιμή Plat.): ἄλλως τε π. Aesch. вообще, во всяком случае;
3) непременно: π. ἐθέλειν Her. захотеть во что бы то ни стало;
4) (в ответах) вполне, конечно, разумеется (π. που, π. δήπου Plat.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάντως adv., van πᾶς.
Middle Liddell
[πᾶς]
I. altogether; in Hom., always πάντως οὐ, in nowise, by no means, not at all, Lat. omnino non: ἔδεε πάντως it was altogether necessary, Hdt.; εἰ π. ἐλεύσεσθε if ye positively will go, Hdt.
II. in affirmations, at all events, at any rate, Hdt., attic; ἄλλως τε πάντως καί above all…, Aesch.
2. with the imperat., in command or entreaty, π. παρατίθετε only put on table, Plat.
3. in answers, yes by all means, Plat.; so, πάντως γάρ… Ar.; π. δήπου Plat.
Chinese
原文音譯:p£ntwj 潘拖士
詞類次數:副詞(9)
原文字根:每一 似的
字義溯源:全部,全是,完全,全然,必,泛指,無疑地,無論如何,確實;源自(πᾶς)*=一切,所有)
出現次數:總共(8);路(1);徒(2);羅(1);林前(4)
譯字彙編:
1) 必(2) 路4:23; 徒28:4;
2) 無論如何(2) 徒21:22; 林前9:22;
3) 全然(1) 林前16:12;
4) 全是(1) 林前9:10;
5) 完全(1) 羅3:9;
6) 泛指(1) 林前5:10
English (Woodhouse)
absolutely, altogether, completely, entirely, thoroughly, wholly, at all events, by all means, come what may, in any case, in any ease, out and out, through and through