ἐνδέχομαι

Revision as of 18:09, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

English (LSJ)

Ion. ἐνδέκομαι, fut. ἐνδέξομαι, A take upon oneself, ταλαιπωρίας Hdt.6.11. II accept, admit, approve, τὸν λόγον Id.1.60; τοὺς λόγους Id.5.92.a/, 96, al., Ar.Eq.632; τὰ λεγόμενα Th.3.82; τὴν συμβουλίην Hdt.7.51; διαβολάς Id.3.80; ἀπόστασιν, = τὸν περὶ ἀποστάσιος λόγον, ib.128; so . [[[τὴν τοῦ Ἀλκιβιάδου κάθοδον]]] Th.8.50. 2 in Hdt. freq. give ear to, believe, mostly with a neg., ἀρχὴν . . οὐδὲ ἐ. τὸν λόγον 5.106; τοῦτο δὲ οὐκ ἐ. ὰρχήν 4.25, cf. 3.73, 7.237: c. inf., believe that... οὐ γὰρ ἔγωγε ἐ. Ἠριδανόν τινα καλέεσθαι ποταμόν 3.115. 3 abs., give ear, attend, σὺ δ' ἐνδέχου E.Andr.1238, cf. Pl.Cra.428b; περί τινος οὐδ' ὁπωσοῦν ἐ. refuse to hear a word about it, Th.7.49. III of things, admit, allow of, τὸ προμηθὲς λογισμὸν οὐκ ἐνδέχεται περί τινος Id.4.92; μεταβολήν, ἀλλοίωσιν ἐ., Pl.Phd.78d; καθ' ὅσον φύσις ἐνδέχεται, quantum recipit humana condicio, Id.Ti.69a, cf. Sph.254c: c. inf., τὸ ναυτικὸν . . οὐκ ἐνδέχεται ἐκ παρέργου μελετᾶσθαι does not admit of being practised, Th.1.142, cf. Pl.Ti.9cc, Lg.834d; ὅσων αἱ ἀρχαὶ μὴ ἐνδέχονται ἄλλως ἔχειν Arist.EN1139a7. 2 abs., to be possible, ἃ πολλὰ ἐνδέχεται Th.4.18; ἐὰν ἐνδεχόμενον ᾖ = if it be possible, PGrenf.2.14.4 (iii B. C.); freq. in Arist., APr.25a38, al.; ἐνδέχεσθαι ἢ εἶναι οὐδὲν διαφέρει ἐν τοῖς ἀιδίοις Ph.203b30; ἐ. μέν, οὐ μὴν ἀναγκαῖον Pol.1275b6: especially in part. ἐνδεχόμενος, η, ον, possible, ἐκ τῶν ἐνδεχομένων by all possible means, X.Mem.3.9.4, D.S.1.54; αἱ ἐ. τιμωρίαι Lycurg. 119; τὴν ἐνδεχομένην ἀϊδιότητα Jul.Or.4.157b; εἰς τὸ ἐνδεχόμενον = so far as possible, Hyp.Epit.41; and freq. in Arist., τὸ ἐ. ἀληθές Metaph.1009b34; τῆς ἐ. αὐτοῖς εὐδαιμονίας μετέχειν Pol.1325a10; ζωῆς τῆς ἐ. ἀρίστης ib.1328a36, al.: freq. c. inf., τὰ δ' ἐνδεχόμενα καὶ εἶναι καὶ μὴ εἶναι contingent events, GA731b25, cf. Metaph.1050b11; τὰ ἐνδεχόμενα ἄλλως ἔχειν EN1134b31, al.; τὰ μὴ ἐ. αὐτῷ πρᾶξαι ib.1140a32, al. 3 ἐνδέχεται impers., it admits of being, it is possible that... c. acc. et inf., Th.1.124,140, etc.; εἴπερ ἐνεδεχετο (sc. γράφειν) D.18.239; καθ' ὅσον ἐνδέχεται Pl. Phdr.271c; εἰς ὅσον ἐ. Id.R.501c; ὅσα ἐ. Arist.Rh.1354a32; μέχρι οὗ ἐ. ib.1355b13; ὡς ἐ. μάλιστα Plb.3.49.1: acc. abs., ὥσπερ ἐνδεχόμενον εἶναι, = ὥσπερ εἰ ἐνδέχοιτο, Arist.GA765b23: gen. abs., ἐνδεχομένου = where possible, Id.PA683a20. b c. dat. pers., it is allowed, X.Hier.4.9, D.29.50.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): -δέκομαι Hdt.3.80, 6.11
• Morfología: [v. med. aor. opt. 3a plu. ἐνδεξαίατο Hdt.3.128]
A tr.
I c. suj. de pers.
1 aceptar, admitir, acoger favorablemente propuestas, ofrecimientos o razones ajenas εἴ οἱ ἐνδεξαίατο ἀπόστασιν ἀπὸ Ὀροίτεω por ver si acogía bien el abandonar a Oretes Hdt.3.128, μευ συμβουλίην ἔνδεξαι Hdt.7.51, οὐκ ... ἐνεδέκοντο τοὺς λόγους ἀποφερομένους se negaron a aceptar las razones que se les presentaban Hdt.5.96, cf. 1.60, 5.92α, Th.8.50, Moschio Trag.5, Plu.2.794d, τά τε ἀπὸ τῶν ἐναντίων ... λεγόμενα Th.3.82, ἀοιδαί θ' ἃς ... Ἀπόλλων οὐκ ἐνδέχεται E.Supp.976
abs. aceptar, mostrarse de acuerdo περὶ τοῦ προσκαθῆσθαι οὐδ' ὁπωσοῦν ἐνεδέχετο Th.7.49, εἰ μὲν ἐνδέχεσθε καὶ βούλεσθέ μοι χρῆσθαι προθύμῳ E.Heracl.549.
2 atender a, prestar oído a, dar crédito a afirmaciones, opiniones, etc. μῦθο<ν> Mimn.12A, οὐδὲ ἐνδέκομαι τὸν λόγον ὅκως ... yo no puedo prestar oídos a la afirmación de que ... Hdt.5.106, cf. 4.25, 7.237, Ar.Eq.632, τὰ τότε οὐκ ἐνεδεκόμεθα (maldiciones) que entonces no tuvimos en consideración Hdt.3.73, διαβολάς Hdt.3.80, c. inf. οὔτε γὰρ ἔγωγε ἐνδέκομαι Ἠριδανόν τινα καλέεσθαι πρὸς βαρβάρων ποταμόν Hdt.3.115
abs. prestar oído, atender ὧν δ' οὕνεκ' ἦλθον σημανῶ, σὺ δ' ἐνδέχου E.Andr.1238, θαρρῶν λέγε ... ὡς ἐμοῦ ἐνδεξομένου Pl.Cra.428a.
3 afrontar, sobrellevar, sufrir algo negativo ἢν μὲν βούλησθε ταλαιπωρίας ἐνδέκεσθαι si estáis dispuestos a afrontar penalidades Hdt.6.11.
II c. suj. de abstr. o cosa
1 admitir, permitir ἁ φύσις θείαν γα καὶ οὐκ ἀνθρωπίνην ἐνδέχεται γνῶσιν Philol.B 6, οὐ γὰρ τὸ προμηθὲς ... ὁμοίως ἐνδέχεται λογισμόν pues la prudencia no admite un cálculo similar en dos situaciones distintas, Th.4.92, καθ' ὅσον ἡμῶν ἡ φύσις ἐνδέχεται en la medida en que nuestra naturaleza lo permita Pl.Ti.69a, cf. Sph.254c, c. inf. τὸ ναυτικὸν ... οὐκ ἐνδέχεται ἐκ παρέργου μελετᾶσθαι Th.1.142, οὐτε γέγονεν ὁ πᾶς οὐρανὸς οὔτ' ἐνδέχεται φθαρῆναι Arist.Cael.283b26
c. inf. del verbo εἰμί o equiv., sólo cuando está negado o modificado por un adv. poder, admitir ἐπεὶ γάρ ἐστι τὰ μὲν ἀΐδια καὶ θεῖα τῶν ὄντων, τὰ δ' ἐνδεχόμενα καὶ εἶναι καὶ μὴ εἶναι puesto que de las cosas que existen unas son eternas y divinas y otras pueden ser o no ser Arist.GA 731b24, cf. Metaph.1050b11, τὰ ἐνδεχόμενα ἄλλως ἔχειν Arist.EN 1134b31, cf. 1139a7, ταῦτα γὰρ ἐνδέχεται πλεοναχῶς γίνεσθαι Epicur.Ep.[3] 87.
2 c. suj. de partes del cuerpo, en sent. fís. admitir, dar cabida, recibir αἵ τε ἀρτηρίαι λεπταὶ ἐοῦσαι καὶ στεγναὶ οὐκ ἐνδέχονται τὸ πῦον Hp.Morb.1.22, τὸ ἐπίπλοιον ... ἀποπιέζει τὰς ὑστέρας καὶ τὴν γονὴν οὐκ ἐνδέχεται el epiplón oprime la matriz y ésta no recibe el semen Hp.Nat.Mul.20.
B impers.
I 1es posible, entra dentro de lo posible, puede suceder, ocurre
a) c. inf. ταῖς τύχαις ἐνδέχεσθαι σφάλλεσθαι τοὺς ἀνθρώπους ocurre que los hombres sufren derrotas por causa del azar Th.2.87, τροπὰς ἡλίου ... ἐνδέχεται ... γίνεσθαι ... Epicur.Ep.[3] 93, μ[η] δ' ἐνδ[έ] χεσθαι ταὐτὸ ἐπίστασθαί τε καὶ μὴ ἐπίστασθαι que no es posible conocer y no conocer una misma cosa Epicur.Nat.28.13.9.14, cf. Aen.Tact.31.14, Str.7.3.6, c. dat. καθ' ὅσον δ' αὖ μετασχεῖν ἀνθρωπίνῃ φύσει ἀθανασίας ἐνδέχεται Pl.Ti.90c, cf. X.Hier.4.9, D.29.50;
b) abs. ἃ πολλὰ ἐνδέχεται Th.4.18, ὅσα ἐνεδέχετο ἔπρασσον ὑπὲ[ρ τᾶς] ἰ[ρήνα] ς ICr.4.176.23 (Magnesia III a.C.), ὅπερ οὐ καλῶς ἐνδέχεται εἰ μὴ ... POxy.237.8.31 (II d.C.)
en fil. aristotélica poder ser o existir, poder darse ἐνδέχεσθαι γὰρ ἢ εἶναι οὐδὲν διαφέρει ἐν τοῖς ἀϊδίοις en las cosas eternas no hay diferencia alguna entre poder ser y ser Arist.Ph.203b30, ἐν δὲ ταῖς ἄλλαις (πολιτείαις) ἐνδέχεται μέν, οὐ μὴν ἀναγκαῖον Arist.Pol.1275b6, τὸ ἀναγκαῖον καὶ τὸ μὴ ἀναγκαῖον καὶ τὸ δυνατὸν ἐνδέχεσθαι λέγομεν Arist.APr.25a38;
c) c. ὅσον o en giros restrictivos καθ' ὅσον ἐνδέχεται en la medida de lo posible Pl.Phdr.271c, εἰς ὅσον ἐνδέχεται Pl.R.501c, μέχρι οὗ ἐνδέχεται Arist.Rh.1355b13, ἢν ἐνδέχηται si fuese posible Hp.Vlc.10, εἴπερ ἐνεδέχετο παρὰ τοὺς παρόντας καιρούς D.18.239, ὁσάκις ἂν ἐνδέχηται, ἐκμάσσεσθαι γῇ ἀργυρωματικῇ (τὰ ἀπεικονίσματα) IEphesos 27.541 (II d.C.), cf. Orib.4.9.1;
d) c. adj. o adv. en sup. ὡς ἂν ἐνδέχηται τάχιστα a la mayor prontitud posible Welles, RC 4.15 (Teos IV a.C.), ἡμᾶς ὡς ἐνδέχεται μάλιστα προθύμους ἕξετε IIasos 6.9 (II a.C.), cf. Plb.3.49.1, ὡς ἐνδέχεται ἀκριβέστατα con el mayor detalle posible, PFreib.7.2 (III a.C.), δέδωκεν ἆθλα ... ὡς ἐνεδέχετο κάλλιστα SEG 48.1040.16 (Delos III a.C.), πλείστους καθ' ὅ[σ] ο[ν] ἐνδέχεται cuantos más posibles, IG 7.2713.4 (Acrefia I d.C.).
2 en or. neg. es admisible, aceptable οὐκέτι ἐνδέχεται ... τοὺς μὲν ἤδη βλάπτεσθαι Th.1.124, οὐκ ἐνδέχετε (l. -ται) μὴ εὑρεθῆναι τὸ χρυσίον POxy.1853.8 (VI/VII d.C.).
II part. ἐνδεχόμενος, -η, -ον
1 posible, admisible, que puede suceder
a) ταῦτα μὲν ὡς ἐνδεχόμενα ληπτέον διὰ τὸ σπάνιον hay que entender esto como una posibilidad debido a su rareza Thphr.HP 9.2.3, cf. Diog.Oen.13.3.10, τὸ δὲ ἐνδεχόμενον ὡς δυνατὸν ληπτέον hay que considerar como posible aquello que es admisible Thphr.HP 2.1.2, ὅσα τεράστιά ἐστι καὶ οὐδαμῶς ἐνδεχόμενα Artem.2.44, del futuro variable y sujeto a cambios op. al ἀναγκαῖοςforzoso’ τοῦ μέλλοντος ... τὴν ποιότητα ... ἀμφίβολον καὶ ἐνδεχομένην Aristid.Quint.131.25;
b) neutr. como pred. ἐνδεχόμενόν ἐστι equiv. a ἐνδέχεται es posible καλῶς ἂν ποιήσαις, εἰ ἐνδεχόμενόν ἐστι, ἀποστείλας (τὸν μύλον) ... εἰ δὲ μὴ ἐνδέχεται κομίσασθαι, γράψον μοι PLond.2059.7, 11 (III a.C.), καθ' ὅ[σον] ἐνδεχόμενόν ἐστιν en la medida de lo posible, ISmyrna 573.92 (III a.C.), ἔκριναν καθὼς [ἐνδ] εχόμενον ἦν [βέ] λτιστα IG 5(1).1336.9 (Gerenia II a.C.), c. inf. ὥσπερ ἐνδεχόμενον αἷμα εἶναι πᾶν ὁμοίως como si fuera posible que la sangre fuera toda igual Arist.GA 765b23, cf. de An.407b21;
c) en gen. abs. ἐνδεχομένου si es posible Arist.PA 683a20, EE 1245b28.
2 posible, que está a la mano, accesible, alcanzable
a) ἡ ἐνδεχομένη αὐτοῖς εὐδαιμονία Arist.Pol.1325a10, ἕνεκεν δὲ ζωῆς τῆς ἐνδεχομένης ἀρίστης para conseguir la mejor vida posible Arist.Pol.1328a36, αἱ ἐνδεχόμεναι τιμωρίαι Lycurg.119, λαβεῖν τὰς ἐνδεχομένας πίστεις tomar todas las garantías posibles Plb.8.1b.2, cf. D.S.4.52, τὴν ἐνδεχομένην ἐπιμέλειαν ποιῆσαι ὅπως ... PTeb.703.66 (III a.C.), cf. IEryth.28.7 (III a.C.), μετὰ τῆς ἐνδεχομένης προσοχῆς con toda la atención posible, UPZ 110.41 (II a.C.), πρόνοιαν ποιεῖσθαι τὴν ἐνδεχομένην SIG 618.9 (Heraclea Latmia II a.C.);
b) como pred. ἐνδεχόμενόν ἐστι equiv. a ἐνδέχεται es posible, está permitido sólo en frase neg. οὐδὲ καταπλάσσειν ἐνδεχόμενόν ἐστιν ἔνια τῶν ἑλκέων Hp.Vlc.1, ὅπερ ἐπὶ τῆς ἱερᾶς χώρας οὐκ ἦν ἐνδεχόμενον ICr.3.4.9.81 (Itano II a.C.).
3 subst. τὸ ἐ. lo posible, lo que está al alcance de la mano πεποήκαμεν τὰ ἐνδεχόμενα hemos hecho todo lo posible, NIS 2.3.3 (Sardes III a.C.), cf. Hld.5.33.2
frec. en giros prep. en lo posible, en la medida de lo posible εἰς τὸ ἐνδεχόμενον Hyp.Epit.41, κατὰ τὸ ἐνδεχόμενον Epicur.[1] 21, Origenes Ep.Gr.Thaum.1, πάντας ἐκ τῶν ἐνδεχομένων εὐηργήτει D.S.1.54, cf. Plu.2.468c.

German (Pape)

[Seite 832] ion. ἐνδέκομαι, an-, aufnehmen; auf sich nehmen, ταλαιπωρίας Her. 6, 11; αἰτίαν, durch das folgde καί φησιν αὐτὸς αἴτιος γεγενῆσθαι erkl., Dem. 19, 37; bes. annehmen, zulassen, genehmigen, λόγους τινός Her. 7, 236; ἀπόστασιν, sich zum Abfall verstehen, 3, 128; Ar. Equ. 632; τὰ ἀπὸ τῶν ἐναντίων καλῶς λεγόμενα Thuc. 3, 31; λογισμόν 4, 10; absolut, εἰ μὲν ἐνδέχεσθε καὶ βούλεσθέ μοι χρῆσθαι προθύμῳ Eur. Heracl. 549; ἐὰν ἡ φύσις ἐνδέχηται καὶ μὴ δυσχεραίνῃ Plat. Legg. VIII, 834 d; μεταβολήν Phaed. 78 d. Anhören, Eur. Andr. 1238. – Häufig imperf., es ist zulässig, geht an, ist möglich, vgl. Plut. de fat. 6; καθ' ὅσον u. εἰς ὅσον ἐνδέχεται, Plat. Phaedr. 271 c Rep. VI, 501 c; τοῖς φαύλοις ἐνδέχεται τὰ τυχόντα ποιεῖν, die Schlechten können thun, Isocr. 1, 48; αὐτῷ ἐλθεῖν Dem. 32, 25, vgl. 27, 12. 29, 50; οὐκ ἐνδέχεται ζῆν ἄνευ κακοῦ τινος τοῦτον Diphil. Ath. VI, 227 (v. 12). Oft bei Arist.; δοκεῖ ἐνδέχεσθαι Eth. Nic. 1, 5, 6; τὰ ἐνδεχόμενα ἄλλως ἔχειν, was auch anders sein kann, 6, 6; εἰς τὸ ἐνδεχόμενον, nach Möglichkeit, Hyperid. bei Stob. flor. 124, 36; Plut. educ. lib. 4; ἐκ τῶν ἐνδεχομένων Xen. Hem. 3, 9, 4; D. Sic. 1, 54; κατὰ τὸ ἐνδ. D. L.; ἐφ' ὅσον ἦν ἐνδεχόμενον D. Sic. 1, 93; – αἱ ἐνδεχόμεναι τιμωρίαι, die statthaften Strafen, Lycurg. 119; Sp.

French (Bailly abrégé)

f. ἐνδέξομαι;
I. au sens Act.
1 prendre sur soi, acc.;
2 accueillir, admettre, accepter, acc. ; avec une prop. inf. admettre que, croire que ; avec un suj. de chose μεταβολὴν ἐνδέχεσθαι PLAT admettre un changement, être exposé à changer;
II. au sens Pass. être admissible, être permis, possible : ἃ ἐνδέχεται THC ce qui est possible ; participe ἐνδεχόμενος possible ; • impers. ἐνδέχεται il est permis ou possible, il est admis ; τινι à qqn ; avec une prop. inf. il est permis ou possible de ou que ; μέχρις οὗ ἐνδέχεται ARSTT autant qu’il est possible ; εἰς τοὐνδεχόμενον PLUT, ἐκ τῶν ἐνδεχομένων XÉN autant que faire se peut.
Étymologie: ἐν, δέχομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐνδέχομαι: ион. ἐνδέκομαι
1 принимать, принимать на себя (ταλαιπωρίας Her.): ἐ. ἀπόστασιν ἀπό τινος Her. выражать готовность отложиться от кого-л.;
2 благосклонно выслушивать, соглашаться, одобрять (λόγους τινός Her., Arph.; τὴν τοῦ Ἀλκιβιάδου κάθοδον Thuc.);
3 выслушивать: ὧν δ᾽ εἵνεκ᾽ ἦλθον, σημανῶ, σὺ δ᾽ ἐνδέχου Eur. я расскажу тебе, зачем пришла, а ты выслушай;
4 (воспринимать, допускать: μήποτε μεταβολὴν καὶ ἡντινοῦν ἐ. Plat. не претерпевать никогда ни малейших изменений; καθ᾽ ὅσον φύσις ἐνδέχεται Plat. насколько позволяют природные условия: οὐκ ἐνδέχεται πρὸς τὸ αὐτὸ ὕδωρ εἰπεῖν Dem. предоставленное (мне) время не позволит мне рассказать об этом (обстоятельно); 5) преимущ. impers. быть допустимым, возможным: ἃ πολλὰ ἐνδέχεται Thuc. все то многое, что может случиться; τὸ ἐνδεχόμενον и τὸ ἐνδέχεσθαι Arst. возможность; ζωὴ ἡ ἐνδεχομένη ἀρίστη Arst. возможно более счастливая жизнь; τὰ ἐνδεχόμενα εἶναι καὶ μὴ εἶναι Arst. то, что может быть и чего может не быть, т. е. случайное; τοῖς μὲν ἰδιώταις ἔξεστι, τοῖς δε τυράννοις οὐκ ἐνδέχεται Xen. частным лицам (это) можно, а тираннам нельзя; καθ᾽ или εἰς ὅσον ἐνδέχεται Plat., μέχρις οὗ ἐνδέχεται или μέχρι τοῦ ἐνδεχομένου Arst., ἐκ τῶν ἐνδεχομένων Xen., Arst., Diod., ὡς ἐνδέχεται (μάλιστα) Arst., Polyb., ἐφ᾽ ὅσον ἐνδέχεται или ἐνδεχόμενον Arst., Diod., εἰς τοὐνδεχόμενον Plut., κατὰ τὸν ἐνδεχόμενον τρόπον Arst. и κατὰ τὸ ἐνδεχόμενον Diog. L. насколько (только) возможно, по возможности.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδέχομαι: Ἰων. - δέκομαι: μέλλ. -ξομαι: Ἀποθ. Ἀναδέχομαι, Λατ. suscipere, ἢν μὲν βούλησθε ταλαιπωρίας ἐνδέκεσθαι Ἡρόδ. 6. 11· τὴν αἰτίαν, διάφ. γραφ. ἐν Δημ. 352. 26. ΙΙ. δίδω ἀκρόασιν εἴς τι, παραδέχομαι, ἀποδέχομαι, ἐπιδοκιμάζω, Λατ. accipere, τὸν λόγον Ἡρόδ. 1. 60· τοὺς λόγους ὁ αὐτὸς 5. 92, ἐν ἀρχῇ, 96 κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 632, Θεσμ. 1129· τὰ λεγόμενα Θουκ. 3. 82· τὴν συμβουλίην Ἡρόδ. 7. 51· διαβολὰς ὁ αὐτὸς 3. 80· ἐνδ. ἀπόστασιν = τὸν περὶ ἀποστάσιος λόγον ὁ αὐτὸς 3. 128· οὕτως, ἐνδ. τὴν τοῦ Ἀλκιβιάδου κάθοδον Θουκ. 8. 50. 2) παρ᾿ Ἡροδ. ὡσαύτως συχνάκις, δίδω ἀκρόασιν εἴς τι, πιστεύω, Λατ. accipere, τὸ πλεῖστον μετ᾿ ἀρν., ἀρχήν... οὐδὲ ἐνδέκομαι τὸν λόγον 5. 106· τοῦτο δὲ οὐκ ἐνδ. ἀρχὴν 4. 25, πρβλ. 3. 73., 237· μετ᾿ ἀπαρ., πιστεύω ὅτι..., οὐ γὰρ ἤγαγε ἐνδ. Ἠριδανόν τινα καλέεσθαι ποταμὸν 3. 115. 3) ἀπολ., δίδω ἀκρόασιν, προσέχω, σὺ δ᾿ ἐνδέχου Εὐρ. Ἀνδρ. 1238, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 834D· περί τινος οὐδ᾿ ὁπωσοῦν ἐνδέχομαι, ἀρνοῦμαι νὰ ἀκούσω ἔστω καὶ μίαν λέξιν περὶ αὐτοῦ, Θουκ. 7. 49. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἐπιδέχομαι, ἐπιτρέπω, Λατ. recipere, λογισμὸν ἐνδεχόμενα Θουκ. 4. 92· μεταβολήν, ἀλλοίωσιν ἐνδ. Πλάτ. Φαίδων 78D· καθ᾿ ὅσον φύσις ἐνδέχεται, quantum recipit humana conditio, ὁ αὐτὸς Τίμ. 69Α· πρβλ. Σοφ. 254C: - μετ᾿ ἀπαρ., τὸ ναυτικόν... οὐκ ἐνδέχεται ἐκ παρέργου μελετᾶσθαι, δὲν ἐπιδέχεται ἐξάσκησιν ἐκ τοῦ προχείρου, Θουκ. 1. 142, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 90C· ὅσων αἱ ἀρχαὶ μὴ ἐνδέχονται ἄλλως ἔχειν Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 6. 1, 5. 2) ἀπολ., εἶναί τι δυνατόν, ἐνδεχόμενον, ἃ πολλὰ ἐνδέχεται Θουκ. 4. 18· συχνὸν παρ᾿ Ἀριστ., περιλαμβάνων πάντας τοὺς βαθμοὺς τοῦ δυνατοῦ ἀπὸ τοῦ ἀναγκαίου μέχρι τοῦ ἁπλῶςμόλις δυνατοῦ, Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 3, 3., 1. 13, 2 κἑξ., πρβλ. Φυσ. 3. 4, 12, Πολιτικ. 1. 3, 10 κ. ἀλλ.: ἰδίως κατὰ μετοχ. ἐνδεχόμενος, η, ον, ἐκ τῶν ἐνδεχομένων, δι᾿ ὅλων τῶν δυνατῶν μέσων, Ξεν. Ἀπομν. 3. 9, 4· αἱ ἐνδ. τιμωρίαι Λυκοῦργ. 164. 38· εἰς τὸ ἐνδ., ὅσον εἶναι δυνατόν, Ὑπερείδ. παρὰ Στοβ. 618. 6 καὶ συχνὰ παρ᾿ Ἀριστ., διελθεῖν τάς ἐνδ. ἀπορίας Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 7, 7· τὸ ἐνδ. ἀληθὲς αὐτόθι 3. 5, 15· τῆς ἐνδ. εὐδαιμονίας ὁ αὐτὸς Πολιτικ. 7. 2, 17· ζωῆς τῆς ἐνδ. ἀρίστης αὐτόθι 7. 8. 4, κτλ.: - συχν. μετ᾿ ἀπαρ., τὰ ἐνδ. εἶναι καὶ μὴ εἶναι ὁ αὐτὸς π. Ζ. Γεν. 2. 1, 2· πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 8. 8, 16· τὰ ἐνδ. ἄλλως ἔχειν ὁ αὐτὸς Ἠθ. Ν. 5. 7, 4., 6. 1, 6· τὰ μὴ ἐνδ. αὐτῷ πρᾶξαι αὐτόθι 6. 5, 3, κτλ. 3) ἐνδέχεται, ἀπροσ., εἶναι ἐνδεχόμενον, μετ᾿ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Θουκ. 1, 124, 140, κτλ.· εἴπερ ἐνεδέχετο (ἐνν. γράφειν) Δημ. 307. 4· καθ᾿ ὅσον ἐνδέχεται, Λατ. quantum fieri possit, Πλάτ. Φαῖδρ. 271C· εἰς ὅσον ἐνδ. ὁ αὐτὸς Πολ. 501C· ὅσα ἐνδ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 7, πρβλ. π. Z. Γεν. 2. 1, 5· μέχρις οὗ ἐνδέχεται ὁ αὐτὸς Ρητ. 1. 1, 14· ὡς ἐνδέχεται μάλιστα Πολύβ. 3. 49, 1: αἰτ. ἀπόλ., ὥσπερ ἐνδεχόμενον εἶναι = ὥσπερ εἰ ἐνδέχοιτο, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 1, 29· γεν. ἀπόλ., ἐνδεχομένου ἔχειν ὁ αὐτὸς π. Ζ. Μορ. 4. 6, 13· μετὰ δοτ. προσ., ἐπιτρέπεται, ὡς τὸ ἔξεστι, Ξεν. Ἱέρ. 4. 9, Δημ. 859. 5.

English (Thayer)

to receive, approve of, admit, allow (as τόν λόγον, Herodotus 1,60). Impersonally, ἐνδέχεται it can be allowed, is possible, may be (often thus in Greek prose from Thucydides down): followed by an accusative with an infinitive δέχομαι, at the end.)

Greek Monolingual

(AM ἐνδέχομαι
Α και ιων. τ. ἐνδέκομαι)
1. απρόσ. ενδέχεται
είναι δυνατόν, δεν αποκλείεται («ενδέχεται να επιστρέψει»)
2. (μτχ. ενεστ.) ενδεχόμενος
αυτός που σύμφωνα με τη λογική μπορεί να συμβεί, πιθανός («ενδεχόμενη ζημιά»)
3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το ενδεχόμενο(ν)
πιθανότατα, αυτό που μπορεί να συμβεί («για κάθε ενδεχόμενο»)
αρχ.-μσν.
ταιριάζει, πρέπει
μσν.
1. μπορώ
2. είμαι υποχρεωμένος
αρχ.
1. αναλαμβάνω
2. αποδέχομαι, επιδοκιμάζω («ἐνδεξαμένου δέ τὸν λόγον καὶ ὁμολογήσαντος», Ηρόδ.)
3. δίνω πίστη σε κάποιον, πιστεύω
4. (για πράγμ.) επιτρέπω («ὅσων αἱ ἀρχαὶ μὴ ἐνδέχεται ἄλλως εἶναι», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

ἐνδέχομαι: Ιων. -δέκομαι, μέλ. -ξομαι, παρακ. δέδεγμαι·
I. Αποθ., παίρνω την ευθύνη, αναλαμβάνω την πρωτοβουλία, «παίρνω πάνω μου», Λατ. suscipere, σε Ηρόδ.
II. 1. αποδέχομαι, παραδέχομαι, επικροτώ, επιδοκιμάζω, Λατ. accipere, στον ίδ., σε Θουκ.
2. ακούω, αφουγκράζομαι κάτι, πιστεύω, σε Ηρόδ.· απόλ., δίνω ακρόαση, προσέχω, σε Ευρ.
III. 1. λέγεται για πράγματα, δέχομαι, επιτρέπω, σε Θουκ., Πλάτ.· με απαρ., οὐκἐνδέχεται μελετᾶσθαι, δεν επιδέχεται εξάσκηση, σε Θουκ.
2. απόλ., αυτό που είναι δυνατό, πιθανό, ἐνδέχεται, στον ίδ.· κυρίως σε μτχ., ἐνδεχόμενος, , -ον, πιθανός, ἐκ τῶν ἐνδεχομένων, με όλους τους δυνατούς τρόπους, με όλα τα δυνατά μέσα, σε Ξεν.· ἐνδέχεται, απρόσ., είναι ενδεχόμενο, είναι πιθανή, δυνατό, με αιτ. και απαρ., σε Θουκ. κ.λπ.

Middle Liddell

ionic -δέκομαι fut. -ξομαι perf. -δέδεγμαι
Dep.
I. to take upon oneself, Lat. suscipere, Hdt.
II. to accept, admit, approve of, Lat. accipere, Hdt., Thuc.
2. to give ear to, believe, Hdt.: absol. to give ear, attend, Eur.
III. of things, to admit, allow of, Thuc., Plat.:—c. inf., οὐκ ἐνδέχεται μελετᾶσθαι does not admit of being practised, Thuc.
2. absol. to be possible, ἐνδέχεται Thuc.: especially in part. ἐνδεχόμενος, η, ον, possible, ἐκ τῶν ἐνδεχομένων by all possible means, Xen.: —ἐνδέχεται impers., it admits of being, it is possible that, c. acc. et inf., Thuc., etc.

Chinese

原文音譯:™ndšcetai,(™ndšcomai) 恩-得黑胎
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在內-領受
字義溯源:接受進來,是能的,能,允許;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在)與(δέχομαι)*=領受)組成
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 是⋯能的(1) 路13:33