δίκαιος
English (LSJ)
[ῐ], α, ον, also ος, ον E.Heracl.901 (lyr.), IT1202, D.S.5.72: (δίκη): A in Hom. and all writers, of persons, observant of custom or rule, Od.3.52; esp. of social rule, well-ordered, civilized, ὑβρισταί τε καὶ ἄγριοι οὐδὲ δ. 9.175, cf. 8.575; [Γαλακτοφάγοι] δικαιότατοι Il.13.6; [Χείρων] δικαιότατος Κενταύρων 11.832, cf. Thgn.314, 794; δ. πολίτης a good citizen, D.3.21, etc.: metaph. of the sea, Sol.12.2 (Sup.); δικαίη ζόη a civilized way of living, Hdt.2.177. Adv. δικαίως, μνᾶσθαι woo in due form, decently, Od.14.90; ὑπὸ ζυγῷ λόφον δ. εἶχον loyally, S.Ant.292. 2 observant of duty to gods and men, righteous, Od.13.209, etc.; δ. πρὸς πᾶσαν ὁμιλίην Hp.Medic. 2; ἰθὺς καὶ δ. Hdt.1.96; opp. δυσσεβής, A.Th.598, cf. 610; δ. καὶ ὅσιος Pl.Grg.507b; δικαίων ἀδίκους φρένας παρασπᾷς S.Ant.791 (lyr.); also of actions, etc., righteous, ἐπὶ ῥηθέντι δικαίῳ a thing rightly said, Od.18.414, etc. 3 ὁ δίκαιος, euphem. of a sacred snake, GDI 5056 (Crete). B later: I equal, even, well-balanced, ἅρμα δίκαιον evengoing chariot, X.Cyr.2.2.26: so metaph., νωμᾷ δικαίῳ πηδαλίῳ στρατόν Pi.P.1.86; δικαιόταται ἀντιρροπαί Hp.Art.7; δικαιότατα μοχλεύειν ibid.: hence, fair, impartial, βάσανος Antipho 1.8; συγγραφεύς Luc.Hist.Conscr.39. b legally exact, precise, τῷ δικαιοτάτῳ τῶν λόγων to speak quite exactly, Hdt.7.108, cf. Th.3.44; of Numbers, αἱ ἑκατὸν ὀργυιαὶ δίκαιαι Hdt.2.149. Adv. -αίως, πάντα δ. ὑμῖν τετήρηται D.21.3; δ. ἐξετάζειν ib.154. 2 lawful, just, esp. τὸ δ. right, opp. τὸ ἄδικον, Hdt.1.96, A.Pr.189 (lyr.), etc.; τὸ δ. τὸ νόμιμον καὶ τὸ ἴσον Arist.EN1129a34; δ. διορθωτικόν, διανεμητικόν, ib.1131b25, 27; τὸ πολιτικὸν δ. ib.1134b18; ἔστι ἐπιεικὲς τὸ παρὰ τὸν γεγραμμένον νόμον δ. Id.Rh.1374a27, cf. EN1137b12; καὶ δίκαια κἄδικα Ar. Nu.99; τὰ ἴσα καὶ τὰ δ. D.21.67; τοὐμὸν δ. my own right, E.IA810; ἐλθεῖν ἐπὶ τοῦτο τὸ δ. bring the case to this issue, Antipho6.24; οὐδὲν τῶν δ. ποιεῖν τινί not to do what is just and right by a man, X.HG5.3.10; τὰ δ. ἔχειν, λαμβάνειν, receive one's due, Id.An.7.7.14, 17; τὰ δ. πράττεσθαι πόλιν give a city its deserts, A.Ag.812; ἐκ τοῦ δικαίου, = δικαίως, Ar.Av.1435, cf. Th.2.89; so ἀπὸ τοῦ δικαίου, τῶν δικαίων, Inscr.Prien.50.8 (ii B. C.), 123.8 (i B. C.); μετὰ τοῦ δ. Lys.2.12, D.21.177; τὸ δίκαιον lawful claim, ἃ ἔχομεν δίκαια πρός . . Th.3.54, cf. D. 21.179, Plu.Luc.3, etc.; τὰ πρὸς ἀλλήλους δ. mutual obligations or contracts, Plb.3.21.10; ἐπὶ συγκειμένοις τισὶ δικαίοις on certain agreed terms, D.H.3.51. Adv. -αίως rightly, justly, Hdt.6.137; μεῖζον ἢ δ. A.Ag.376 (lyr.); καὶ δ. καὶ ἀδίκως And.1.135. II of persons and things, meet and right, fitting, δ. τοῦδε τοῦ φόνου ῥαφεύς A.Ag.1604; κόσμος οὐ φέρειν δ. Id.Eu.55; ἵππον δ. ποιεῖσθαί τινι make a horse fit for another's use, X.Mem.4.4.5, cf. Cyn.7.4 (ἵππος δ. τὴν σιαγόνα having a good mouth, Poll.1.196). b normal, σχήματα Hp.Art.69; φύσις Id.Fract.1 (Sup.). 2 real, genuine, γόνος S.Fr.[1119]; ποιῶν τὰ ἐν τῇ τέχνῃ δ. Supp.Epigr.2.184.7 (Tanagra, ii B. C.). Adv., εἴπερ δικαίως ἐστ' ἐμός really and truly mine, S.Aj.547, cf.Pl.Cra.418e. 3 ὁ δ. λόγος the plea of equity, Th.1.76. Adv. -αίως with reason, Id.6.34, cf. S.OT675: Comp. -ότερον Ar.V.1149, etc.; also -οτέρως Isoc. 15.170: Sup. -ότατα Ar.Av.1222; Aeol. δικαίτατα IG12(2).526c17 (Eresus). III ψυχὴ ἐς τὸ δ. ἔβη 'the land of the leal', IG7.2543.3 (Thebes). C in Prose, δίκαιός εἰμι, c. inf., δίκαιοί ἐστε ἰέναι you are bound to come, Hdt.9.60, cf. 8.137; δ. εἰμεν ἔχειν Id.9.27; δ. εἰμι κολάζειν I have a right to punish, Ar.Nu.1434, cf. S.Ant.400; δ. ἐστι περιπεσεῖν κακοῖς Antipho 3.3.7; δ. εἰσι ἀπιστότατοι εἶναι they have most reason to distrust, Th.4.17; δ. βλάπτεσθαι Lys.20.12; δ. ἐστιν ἀπολωλέναι dignus est qui pereat, D.6.37; ὁ σπουδαῖος ἄρχειν δ. has a right to... Arist.Pol.1287b12; with a non-personal subject, ἔλεος δ. ἀντιδίδοσθαι Th.3.40: less freq. in Comp. and Sup., δικαιότεροι χαρίσασθαι Lys.20.34; δικαιότατος εἶ ἀπαγγέλλειν Pl.Smp.172b; but δίκαιόν ἐστι is also found, Hdt.1.39, A.Pr.611, etc.: pl., δίκαια γὰρ τόνδ' εὐτυχεῖν S.Aj.1126, cf. Tr.495, 1116; δικαίως ἄν, c. opt., Pl. Phdr.276a. [δικαίων with penult. short in Orph.Fr.247.2; cf. οὐ δίκαον· οὐ δίκαιον, Hsch.]
German (Pape)
[Seite 626] (δίκη), zuweilen 2 End.; Eur. Heracl. 902; I. T. 1202; vgl. Aesch. Spt. 626; u. bei Sp., wie D. Sic. 5, 72 u. Alciphr. 3, 23; – der nach Sitten. Brauch handelt (vgl. δίκη), z. B. οὐκ ἐθέλουσι δικαίως μνᾶσθαι Od. 14, 90. Gew. = gerecht, der seine Pflichten gegen Götter u. Menschen erfüllt, von Hom. an überall; im Ggstz von δυσσεβής, Aesch. Spt. 580, wo es 592 neben σώφρων, ἀγαθός, εὐσεβής steht; Χείρων ist δικαιότατος Κεντααρων, Il. 11, 832, von Epaphroditos in den Scholl. φιλοξενώτατος erklärt; denn die Pflichten gegen Fremde sind bes. im δίκαιος einbegriffen, machen den Menschen zum wohlgesitteten; vgl. Odyss. 6, 120 τέων αὖτε βροτῶν ἐς γαῖαν ἱκάνω; ἦ ῥ' οἵ γ' ὑβρισταί τε καὶ ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι, ἦε φιλόξεινοι, καί σφιν νόος ἐστὶ θεουδής. Uebrigens ist zu Iliad. 11, 832 in den Scholl. noch bemerkt τὸ ὑπερθετικὸν κεῖται ἀντὶ τοῦ ἀπολύτου· ἔστι δὲ ὁ μόνος ἐν Κενταύροις δίκαιος. ὅμοιον δὲ τούτῳ τὸ »μελάντερον ἠύτε πίσσα (Iliad. 4, 277)«; also etwa »der (sehr) gerechte unter den Centauren«. Iliad. 13, 6 Ἀβίων τε, δικαιοτάτων ἀνθρώπων, vgl. Scholl. Bei Plat. Gorg. 507 b wird δίκαιος auf das Verhalten gegen die Menschen, ὅσιος auf das gegen die Götter bezogen; περὶ τὴν πόλιν, Ar. Plut. 588. – Nach Arist. Eth. Nic. 5, 2, 8 διώρισται τὸ δίκαιον τό τε νόμιμον καὶ τὸ ἶσον. Insbesondere ist δίκαιος: – a) gleichmäßig; ἅρμα οὐ δίκαιον ἀδίκων ίππων συνεζευγμένων Xen. Cyr. 2, 2, 26, was B. A. 344 εὐπειθές erkl. wird, ein gleichmäß gehender Wagen od. übh. ein tüchtiger; u. so von Sachen: tüchtig, brauchbar, was so ist, wie es sein soll; βοῦς, ἵππος, Xen. Mem. 4, 4, 5; ἵππος δ. τὴν γνάθον, mit gleichweichen Kinnbacken, Poll. 1, 196, im Ggstze von ἑτερόγναθος; vom Acker, dem πονηρόν entgeggstzt, Xen. Cyr. 8, 3, 38; – αἱ ἑκατὸν ὀργυιαὶ δίκαιαί εἰσι στάδιον ἑξάπλεθρον Her. 2, 149, gerade, vollkommen 100 Klafter. – Aber auch ἰητρός, Hippocr.; συγγραφεύς, Luc. hist. conscr. 39. – b) gesetzmäßig, recht; πηδάλιον Pind. P. 1, 86; λόγος Aesch. Suppl. 168; ψῆφος Eum. 675; γνώμη Soph. El. 551; μέμψις Ar. Plut. 10; λογισμός, richtig, Dem. 60, 32; καὶ ὀρθὴ ὁδός 18, 15; auch καὶ ὀρθὴ καὶ ἀδιάφθορος ψυχή 18, 298; καὶ προσήκουσα ἀπολογία 19, 202, u. öfter κρίσις, αἰτία u. ä., bes. bei den Rednern; χάριν παρασχεῖν Soph. O. C. 1494, gebührenden, wie Dem. 38, 25; δίκαια λέγειν, πράττειν, Soph. O. R. 280 O. C. 829; Plat. Gorg. 460 b u. sonst; – τὸ δίκαιον, das Recht, Aesch. Prom. 187; Ar. Ach. 645; τὸ δίκαιον οὕτω ἔφερε, das Recht brachte es so mit sich, Her. 7, 137; μετὰ τοῦ νόμου καὶ τοῦ δικαίου Plat. Apol. 32 c, u. oft bei den Rednern; auch = ein Rechtsgrund; δίκαια, ἃ ἔχομεν Thuc. 3, 54; ὑπάρχει μοι καὶ τοῦτο τὸ δίκαιον Dem. 12, 21; vgl. 22, 70; τὰ τούτου τοῦ ἀγῶνος δίκαια 25, 1; τὰ τῶν προγόνων καλὰ καὶ δίκαια, Ehre u. Recht, 18, 63; τὰ παρ' ἐμοῦ δ. Aesch. 1, 196; δίκαια λέγειν, Recht haben, Soph. O. R. 280; Thuc. 2, 72; aber τὰ δίκαια πράξασθαί τινα, Einen zur gebührenden Strafe ziehen, Aesch. Ag. 812; adverb., τό γε δίκαιον, und das mit Recht, Plat. Crat. 412 d; ὥς γε τὸ δίκαιον Legg. II, 659 b; ὥςπερ τὸ δ., wie es recht ist, Lach. 181 c; τῶν δικαίων τυγχάνειν, sein Recht erlangen, D. Hal. 5, 66; τὰ δίκαια ἔχειν, λαμβάνειν, vom gebührenden Solde, Xen. An. 7, 7, 14. 17; vgl. Hell. 7, 4, 4; τὰ δ. τοῖς ξένοις ποιεῖν Plut. Dion. 40; πάντα τὰ δίκαια ποιεῖν τινι, Einem alles erweisen, was er billiger Weise erwarten kann, Arat. 48. Auch gegenseitige rechtliche Verhältnisse, Verträge, τὰ πρός τινα δ. Pol. 3, 21, 10; τὰ πρὸς Σύλλαν δ. Plut. Lucull. 3; ἐπὶ συγκειμένοις τισὶ δικαίοις D. Hal. 3, 51. – Die Vbdgn ἐκ τοῦ δικαίου, σὺν τῷ δικαίῳ, κατά u. παρὰ τό δίκαιον s. unter den Präpositionen. – Sehr gewöhnl. δίκαιόν ἐστι, mit folgdm inf., τὸν σέβοντ' εὐεργετεῖν Aesch. Eum. 695; ἐμὲ φράζειν, es ist recht, billig, daß ich sage, Her. 1, 39; Plat. u. A.; wofür noch üblicher die Attraction: δίκαιός εἰμι τῶνδ' ἀπηλλάχθαι κακῶν, es ist billig, daß ich befreit bin, Soph. Ant. 396; vgl. Ar. Nubb. 1265; δίκαιός εἰμι οὔνομα τοῦτο φέρεσθαι, ich verdiene, Her. 1, 32; u. so bei Att.; Thuc. 1, 40; δίκαιοί εἰσιν ἀπιστότατοι εἶναι, sie sind berechtigt, bes. mißtrauisch zu sein, 4, 7; δίκαιοί ἐστε γνώμην ἔχειν, ἐλεεῖν, Andoc. 1, 3; Is. 5, 35; δικαιότατος γὰρ εἶ τοὺς λόγους ἀπαγγέλλειν, es ziemt sich, daß du gerade, Plat. Conv. 172 b, wie auch Xen. An. 5, 9, 3 οὓς ἐδόκουν δικαιοτάτους εἶναι die richtige Lesart ist; τούτου τὴν αἰτίαν ἔχειν οὗτός ἐστιν δ., es ist recht, daß er, Dem. 18, 4; – Sp. Der Zusammenhang entscheidet, ob es zu übersetzen: werth, befugt, verpflichtet sein. – Adv. δικαίως, z. B. μνᾶσθαι (s. oben), gerechter, billiger Weise, bei Dichtern u. in Prosa; δικαίως ἐμός Soph. Ai. 456, in Wahrheit mein eigen. – Compar. gew. δικαιότερος, nach E. M. 31, 8 u, Eust. 1441, 23 auch δικαιέστερος; – δικαιοτέρως, Isocr. antid. §. 181; δικαιότατα, Ar. Av. l 222.
Greek (Liddell-Scott)
δίκαιος: [ῐ], -α, -ον, ὡσαύτως -ος, -ον, Εὐρ. Ἡρακλ. 901, Ι. Τ. 1202, Διόδ. 5. 72 (δίκη). Α. παρ’ Ὁμ. καὶ τοῖς παλαιοτέροις συγγραφ., Ι. ἐπὶ προσώπων, ὁ τηρῶν τὰ ἔθιμα καὶ νόμιμα, Ὀδ. Γ. 52· ἰδίως ἐπὶ κοινωνικῆς τάξεως, καλῶς συντεταγμένος, πεπολιτισμένος, ὡς τὸ Λατ. humanus, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς ἀγρίας, ἀπολιτίστους φυλάς, ὑβρισταί τε καὶ ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι, ἀντίθ. φιλόξεινοι καί σφιν νόος ἐστὶ θεουδὴς Ὀδ. Ι. 175, Ν. 201, πρβλ. Θ. 575· οὕτως οἱ Γαλακτοφάγοι εἶναι δικαιότατοι, Ἰλ. Ν. 6· ὁ Χείρων εἶναι δικαιότατος Κενταύρων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς ἀξέστους ἀδελφοὺς αὐτοῦ, Ἰλ. Λ. 832, πρβλ. Θέογν. 314, 795· οὕτω καὶ δικαίη ζόη, κανονικός, συνήθης τρόπος τοῦ ζῆν, ἀνεγνωρισμένος ὡς καλὸς καὶ ἀξιότιμος, Ἡρόδ. 2. 177· καὶ ἐν τῷ ἐπιρρ., δικαίως μνᾶσθαι, ἐπιζητῶ νὰ λάβω γυναῖκα προσηκόντως, τιμίως, Ὀδ. Ξ. 90·- ὁ Σόλων μεταχειρίζεται τὸ ἐπίθ. ἐπὶ τῆς θαλάσσης, γαλήνιος, ἤρεμος, Ἀποσπ. 18. 4· ὑπὸ ζυγῷ λόφον δ. εἶχον, πιστῶς, ἐν ὑπακοῇ, Σοφ. Ἀντ. 292. 2) τηρῶν τοὺς νόμους ἢ κανόνας τοῦ ὀρθοῦ καὶ πρέποντος, «σωστός», ἀκριβὴς εἰς ὅλα τὰ καθήκοντα αὑτοῦ πρός τε τοὺς θεοὺς καὶ τοὺς ἀνθρώπους, ὅσιος καὶ δίκαιος· συχνάκις παρ’ Ὁμ. κτλ.· ἀντίθ. δυσσεβής, Αἰσχύλ. Θήβ. 598, πρβλ. 610· βραδύτερον τοῦτο ἦτο δ. καὶ ὅσιος, ἴδε Πλάτ. Γοργ. 507B· ὡς οὐσιαστ. =ὁ δίκαιος ἄνθρωπος, Σοφ. Ἀντ. 741. ΙΙ. ἐπὶ πράξεων, κτλ., σύμφωνος πρὸς τὸ ὀρθόν, Ὅμ., κλπ.· ἐπὶ ῥηθέντι δικαίῳ, διὰ πρᾶγμα ὀρθῶς λεχθέν, Ὀδ. Σ. 413. Β. Περὶ τῆς μεταγεν. χρήσεως, Ι. περὶ πραγμάτων δυνάμεθα νὰ παραδεχθῶμεν τὴν διαίρεσιν τοῦ Ἀριστοτέλους ἐν Ἠθ. Ν. 5. 2, 8 (ἔνθα ὅμως παράγει τὴν λέξιν ἐκ τοῦ δίχα)· 1) ὡς τὸ ἴσος, ὁμαλός, ἰσόρροπος, σύμμετρος, ἅρμα δίκαιον, ὁμαλῶς κινούμενον, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 26· δικαιόταται ἀντιρροπαὶ Ἱππ. Ἄρθρ. 783· δικαιότατα μοχλεύειν αὐτόθι· -ὀρθός, ἴσος, ἀπροσωπόληπτος, «ἀμερόληπτος», βάσανος Ἀντιφῶν 112. 23. β) κατὰ νόμους ἀκριβής, αὐστηρός, τῷ δικαιοτάτῳ τῶν λόγων. Ἡρόδ. 7. 108, πρβλ. Θουκ. 3. 44· πάντα δικαίως ἡμῑν τετήρηται Δημ. 515· 13· δικαίως ἐξετάζειν ὁ αὐτ. 564. 16·- ἐπὶ ἀριθμῶν, αἱ ἑκατὸν ὀργυιαὶ δίκαιαι Ἡρόδ. 2. 149. 2) ὀρθός, νόμιμος, ἰδίως τὸ δίκαιον, ἀντίθ. τὸ ἄδικον, Ἡρόδ. 1. 96, Αἰσχύλ. Πρ. 187, κτλ.· τὰ δίκαια κἄδικα Ἀριστοφ. Νεφ. 99, πρβλ. Ἀνδοκ. 17. 38· τὰ ἴσα καὶ δίκαια (ἴδε ἐν λ. ἴσος Ι. 2)· τοὐμὸν δ., «τὸ δίκῃο μου», Εὐρ. Ι. Α. 810· ἐλθεῖν ἐπὶ τοῦτο τὸ δίκαιον, Ἀντιφῶν 144. 14· τὰ δ. ποιεῖν τινι, κάμνω εἴς τινα ὅ,τι εἶναι ὀρθὸν καὶ δίκαιον, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 10, κτλ.· τὰ δ. ἔχειν, λαμβάνειν, ἔχω, λαμβάνω ὅ,τι εἶναι δίκαιον, ὁ αὐτ. Ἀν. 7. 7, 14 καὶ 17· -τὰ δ. πράττεσθαί τινα, ἐπιβάλλειν τινὶ τὴν πρέπουσαν ποινήν, τιμωρεῖν τινα, Αἰσχύλ Ἀγ. 812· -ἐκ τοῦ δικαίου =δικαίως, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1435, Θουκ. 2. 89· μετὰ τοῦ δ. Λυσ. 191. 33· -τὸ δίκαιον εἶναι ὡσαύτως τὸ ὀφειλόμενον, νόμιμος ἀπαίτησις, Θουκ. 3. 54, Δημ. 572. 14, κτλ.· τὰ πρὸς ἀλλήλους δίκαια, ἀμοιβαῖαι ὑποχρεώσεις ἢ συμφωνίαι, Πολύβ. 3. 21, 10· ἐπὶ συγκειμένοις τισὶ δικαίοις, ἐπὶ ὡρισμένοις τισὶν ὅροις, Διον. Ἁλ. 3. 51·- ἐπίρρ., ὀρθῶς, Ἡρόδ. 6.137, Αἰσχύλ. Ἀγ. 376, κτλ. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων τε καὶ πραγμάτων, ὡς τὸ Λατ. justus, πρέπων καὶ ὀρθός, ἁρμόζων, δ. τοῦδε τοῦ φόνου ῥαφεὺς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1604· κόσμος οὐ φέρειν δίκαιος ὁ αὐτ. Εὐμ. 55· σχῆμα σώματος Ἱππ. Ἄρθρ. 832· δ. πρὸς πᾶσαν ὁμιλίαν, κατάλληλος, ἐπιτήδειος εἰς.., ὁ αὐτ. 19. 22· ἵππον δ. ποιεῖσθαί τινι, κάμνω ἵππον κατάλληλον πρὸς χρῆσιν ἑτέρου, Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 5, πρβλ. Κυν. 7, 4· ἀλλά, ἵππος δ. τὴν σιαγόνα, ἔχων καλὸν στόμα, Πολυδ. Α΄, 196. 2) πραγματικός, γνήσιος, συγγραφεὺς Λουκ. Ἱστ. Συγγραφ. 39· εἴπερ δικαίως ἔστ’ ἐμὸς, ἐὰν ἀληθῶς, ὄντως εἶναι ἰδικός μου, Σοφ. Αἴ. 547· οὐ δικαίου πολίτου, δὲν εἶναι ἔργον ἀληθοῦς, γνησίου, πιστοῦ πολίτου, δὲν ἀνήκει, δὲν ἁρμόζει εἰς.., Δημ. 34. 15. 3) καλὸς, πρέπων, μέτριος Θουκ. 1. 76·- δικαίως, εὐλόγως, ὁ αὐτ. 6. 34, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 675·- συγκρ. -οτέρως Ἰσοκρ. Ἀντιδ. 181, κοινότερον -ότερον· ὑπερθ. -ότατα Ἀριστοφ. Ὄρν. 1222. Γ. Παρὰ πεζοῖς σημειωτέα ἡ προσωπ. σύνταξ., δίκαιός εἰμι, =δίκαιόν ἐστιν ἐμέ· μετ’ ἀπαρ., δίκαιοί ἐστε ἰέναι, =δίκαιόν ἐστιν ὑμᾶς.., Ἡρόδ. 9. 60, πρβλ. 8. 137· δ. εἰμι ἔχειν ὁ αὐτ. 9. 27· δ. εἰμι κολάζειν, ἔχω τὸ δικαίωμα νὰ τιμωρῶ, Ἀριστοφ. Νεφ. 1434· δ. ἐστι περιπεσεῖν κακοῖς Ἀντιφῶν 123. 17· δ. εἰσι ἀπιστότατοι εἶναι, ἔχουσι δίκαιον νὰ δυσπιστῶσι, Θουκ. 4. 17· δ. βλάπτεσθαι Λυσ. 159. 6· δ. ἐστιν ἀπολωλέναι, dignus est qui pereat, Δημ. 74. 26· ὁ σπουδαῖος ἄρχειν δ., ἔχει δικαίωμα νὰ…, εἶναι δίκαιον νὰ…, Ἀριστ. Πολ. 3. 16, 10· σπανιώτερον ἐν τῷ συγκρ. καὶ ὑπερθ., δικαιότεροι χαρίζεσθαι Λυσ. 161. 13· δικαιότατος εἶ ἀπαγγέλλειν Πλάτ. Συμπ. 172B· πρβλ. κύριος Ι. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπρόσωπ. σύνταξις, δίκαιόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., ὡσαύτως εἶναι δόκιμος, ὡς Ἡρόδ. 1. 39, Αἰσχύλ. Πρ. 611, κτλ.· ὡσαύτως κατὰ πλ., δίκαια γὰρ τόνδ’ εὐτυχεῑν Σοφ. Αἴ. 1126, πρβλ. Τρ. 495, 1116. -Ἐνίοτε δὲ εὑρίσκομεν καὶ δικαίως ἂν μετ’ εὐκτ., ὡς Πλάτ. Φαίδρ. 276A, Πολ. 331A. Δ. Ἐπίρρ. -ως, ἴδε ἀνωτ. Α Ι, Β ΙΙ, III, V, VI. [δικαίων μετὰ τῆς παραληγούσης βραχείας ἐν Ὀρφ. Ἀποσπ. 2. 2, ὅπερ ὑποδεικνύει τύπον δίκᾱος· καὶ παρ’ Ἡσυχ. ἔχομεν οὐ δίκαον· οὐ δίκαιον· -πρβλ. δείλαιος δείλαος, παλαιὸς πάλαος].
French (Bailly abrégé)
1α ou ος, ον :
A. conforme aux convenances, au droit :
I. en parl. de pers. observateur de la règle, particul. :
1 qui remplit ses devoirs envers les dieux et les hommes, honnête, juste;
2 humain, civilisé ; particul. qui pratique l’hospitalité;
II. en parl. d’actions juste, honnête, convenable ; τὸ δίκαιον, τὰ δίκαια le droit, la justice ; ἐκ τοῦ δικαίου d’après une induction légitime ; ξὺν τῷ δικαίῳ SOPH ayant la justice avec moi, de mon côté ; τὰ δίκαια πράττεσθαί τινα ESCHL infliger à qqn le traitement mérité, un juste châtiment ; τὰ δίκαια les droits et les devoirs de chacun;
B. p. ext. conforme à la règle :
1 en parl. de pers. δίκαιος πολίτης DÉM citoyen régulier, véritable citoyen ; δίκαιος συγγραφεύς LUC véritable écrivain;
2 en parl. d’animaux ἵππον δίκαιον ποιεῖσθαί τινι XÉN rendre un cheval propre au service de qqn;
3 en parl. de choses ἅρμα δίκαιον char bien équilibré ; parfait, excellent;
4 en parl. de nombres ἑκατὸν ὀργυιαὶ δίκαιαι HDT cent arpents juste;
C. δίκαιός εἰμι avec l’inf., au sens de δίκαιόν ἐστιν ἐμέ avec l’inf., il est juste que je…, d’où
1 j’ai le droit de : δίκαιοί εἰσιν ἀπιστότατοι εἶναι THC ils ont le droit d’être très défiants;
2 je suis digne de, je mérite en mauv. part : δίκαιός ἐστιν ἀπολωλέναι DÉM il mérite de périr;
3 j’ai le devoir de : δίκαιοί ἐστε ἰέναι HDT il est convenable que vous alliez, vous devez aller.
Étymologie: δίκη.
2ου (ὁ) :
nom d’un serpent sacré en Crète.
Étymologie: par euph. de δίκαιος¹.
English (Autenrieth)
(δίκη), -ότερος, -ότατος: right, righteous, just.—Adv., δικαίως.
English (Slater)
δίκαιος (-ον; -οις· -ᾶν· -ῳ: adv. -ως) Θήρωνα ὄπῖ δίκαιον ξένων (Hermann: ὀπὶ vel ὄπι δίκαιον ξένον codd: ὄπιν δίκαιον ξένων Hartung: ὄπιδι δίκαιον ξένων Bury) (O. 2.6)
1 νώμα δικαίῳ πηδαλίῳ στρατόν (P. 1.86) δικαιᾶν Δαμοφίλου πραπίδων (P. 4.280) μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι (sc. Διόσκουροι) (N. 10.54) ἀνδρῶν δικαίων Χρόνος σωτὴρ ἄριστος fr. 159. ἀρετὰ ἐν σοφοῖς ἀνδρῶν ἀερθεῖσ' ἐν δικαίοις τε πρὸς ὑγρὸν αἰθέρα (N. 8.41) [βιαιῶν τὸ δικαιότατον (v. 1. δικαιῶν τὸ βιαιότατον) fr. 169. 3.] adv., ]σφίσιν μάλα πρᾶξον [δι]καίως (Pae. 8.12)