στένω

English (LSJ)

only pres. and impf.:
A Ep. impf. στένον Hom. (v. infr.):—Poet. Verb, moan, sigh, groan, μέγα δ' ἔστενε κυδάλιμον κῆρ Il.10.16, Od.21.247, cf. Il.18.33; ἐν δέ τέ οἱ κραδίῃ σ. ἄλκιμον ἦτορ 20.169; of the sea, ὁ δ' ἔστενεν οἴδματι θύων 23.230; στένει βυθός A. Pr.432 (lyr.); ἐκοίμισε στένοντα πόντον S.Aj.675; of the turtledove, Theoc.7.141; in Trag. of persons groaning aloud, A.Pers.285, Ag.445 (lyr.); δμωαῖς προθήσειν πένθος.. στένειν S.Ant.1249:—Med., κλαίω, στένομαι A.Th.873 (anap.); στενομένα πόλις E.Ion721 (lyr.).
2 after Hom., c. gen., moan or sigh for.., Ἑλλάδος E.IA 370 (troch.); also ὑπέρ τινων A.Pr.68; κακοῖς Id.Pers.295; ἐπί τινι E.Hipp.903; ἀμφ' ἐμοί S.El.1180:—Med., περί τινας A.Pers.62 (anap.).
3 c. acc., bewail, lament, in Trag., A.Pr.435 (lyr.), S.OT64, Ph.338, al.; παλαιὰ καινοῖς δακρύοις οὐ χρὴ στένειν E.Fr.43: rarely in Com., abs., Ar.Ec.462, Men.Her.5, Kith.Fr.1.2: c. acc. et gen., κακῶν σῶν, Οἰδίπου, σ ὅσον στένω E.Ph.1425; στένω σε τᾶς τύχας I pity thee for thy ill fortune, A.Pr.399 (lyr.):—Med., στένεσθαί τινα E.Ba.1372 (anap.). (Cf. Skt. stánati 'thunder, roar', Lith. stenēti 'groan'.)

German (Pape)

[Seite 936] nur praes. u. impt., 1) eng machen (s. das ion. στείνωυ – 2) stöhnen, seufzen; μέγα δ' ἔστενε κυδάλιμον κῆρ, sehr seufzte er im Herzen, Il. 10, 16; Od. 21, 247; auch ἐν δέ τέ οἱ κραδίῃ στένει ἄλκιμον ἦτορ, Il. 20, 169; auch vom Tosen des rauschenden Meeres, 23, 230, wie Soph. δεινῶν τ' ἄημα πνευμάτων ἐκοίμισεν στένοντα πόντον, Ai. 660; ὑπέρ τινος, über Etwas, Aesch. Prom. 66, der es auch von andern Dingen braucht; στένουσι πύργοι, στένει πέδον φίλανδρον, Spt. 883; ὲντὸς δὲ καρδία στένει, 951; Soph. El. 947 u. öfter; Ar. Ach. 30 Vesp. 180; ἐπί τινι, Dem. 18, 244. – C. accus., beklagen, beseufzen; ἄλγος, Aesch. Prom. 433; στένω σε τᾶς οὐλομένας τύχας, ich beklage dich um das Geschick, 397; ἢ κεῖνον στένω, Soph. Phil. 338, vgl. 795, u. öfter; τὸν θανόντα οὐ στένεις τόνδε, Eur. Hec. 678; Or. 77 u. oft. – Auch med., in derselben Bdtg, οὓς πέρι πᾶσα χθὼν θρέψασα πόθῳ στένεται, Aesch. Pers. 62.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
1 intr. gémir, se lamenter ; p. anal. faire un bruit sourd en parl. de la mer;
2 tr. gémir sur : τινα, τινος, ὑπέρ τινος, τινι, ἀμφί τινι, ἐπί τινι sur qqn ou sur qch ; τινά τινος sur qqn au sujet de qch.
Étymologie: R. Στεν, gémir ; cf. στενάχω, στόνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στένω alleen praes. en imperf. zuchten, kreunen, steunen, jammeren (van pijn of inspanning); μέγα δ’ ἔστενε κυδάλιμον κῆρ zijn nobele hart steunde zwaar Il. 10.16; ook in personificaties; στένουσι πύργοι, στένει πέδον de bolwerken weeklagen, de vlakte weeklaagt Aeschl. Sept. 901; van de zee bij harde wind (geen personif.); ἄνεμοι... ἔβαν... κατὰ πόντον · ὃ δ’ ἔστενεν οἴδματι θύων de winden gingen over de zee; en die bulderde, gezwollen bruisend Il. 23.230; van een duif. ἔστενε τρυγών de tortelduif koerde (klagelijk) Theocr. Id. 7.141. met ὑπέρ of κατά + gen., met ἀμφί of ἐπί + dat., met περί + acc. klagen, huilen over iets, iem..; Ἑλλάδος om Griekenland Eur. IA 370; κατὰ... τόλμᾱς om mijn schanddaad Eur. Andr. 837; ook med..; οὓς πέρι... χθὼν... στένεται om wie de aarde huilt Aeschl. Pers. 62; met acc. v. h. inw. obj.. ἀμφ’ ἐμοί στένεις τάδε; jammer je zo om mij? Soph. El. 1180. met acc. beklagen, jammeren om; συμφορὰν het noodlot Aeschl. Ag. 18; met gen. wegens, om. στένω σε μᾶλλον ἢ’ μὲ τῆς ἁμαρτίας ik beklaag jou eerder dan mij om je misstappen Eur. Hipp. 1409.

Russian (Dvoretsky)

στένω: эп. στείνω тж. med. (только praes. и impf.) стонать, рыдать, вопить Hom.: σ. τινός и ἐπί τινι Eur., τινί и ὑπέρ τινος Aesch. или ἀμφί τινι Soph. сетовать о чем-л.; σ. τινὰ τῆς τύχης Aesch. оплакивать чью-л. судьбу; στένει βυθός Aesch. пучина стонет; παλαιὰ δακρύοις σ. Eur. лить слезы о прошлом.

Greek (Liddell-Scott)

στένω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.· Ἐπικ. παρατ. στένον Ὅμηρ. (Ἐκ τῆς √ΣΤΕΝ παράγονται καὶ τὰ στενάχω, στόνος, καὶ (μετά τινος περιορισμοῦ τῆς ἐννοίας) στενός, στεινός, στεῖνος, στείνομαι, περιστένομαι (σύγκρινον τὸ γέμω πρὸς τὸ Λατ. gemo)· πρβλ. Σανσκρ. stan, stan-âmi (sono, gemo)· Ἀρχ. Σκανδιν. styn-ja, styn (Γερμ. stöhn-en)· Ἀρχ. Γερμ. stun-ô (susp…r…m)· Λιθ. sten-eti καὶ Σλαυ. sten-ati). Ποιητ. ῥῆμα (οὗ ἡ πρώτη σημασία «στενεύω», ποιῶ τι στενόν, ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῷ Ἐπικ. τύπῳ στείνω, ἂν μὴ τὸ παρ’ Εὐρ. ἐν Ἴωνι 721 θεωρηθῇ ὡς ἐξαίρεσις), ἀναστενάζω, γογγύζω, «βογγῶ», μέγα δ’ ἔστενε κυδάλιμον κῆρ Ἰλ. Κ. 16, Ὀδ. Φ. 247, κτλ.· ἐν δέ τέ οἱ κραδίῃ στ. ἄλκιμον ἦτορ Ἰλ. Υ. 169· ἐπὶ προσώπων, συχν. παρὰ τοῖς Τραγικ.· ἐπὶ τῆς θαλάσσης (πρβλ. στόνος). ὁ δ’ ἔστενεν οἴδματι θύων Ἰλ. Ψ. 230· στένει βυθὸς Αἰσχύλ. Πρ. 432· ἐκοίμισεν στένοντα πόντον Σοφ. Αἴ. 675· ἐπὶ τῶν θρηνητικῶν κραυγῶν τῆς τρυγόνος, Θεόκρ. 7. 141· παρὰ τοῖς Τραγικ. ἐπὶ προσώπων, θρηνῶ μεγαλοφώνως, ὀδύρομαι, Αἰσχύλ. Πέρσ. 285, 295, Ἀγ. 445, κ. ἀλλ. - Μέσ., κλάω, στένομαι ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 872· στενομένα πόλις (ὁ Ἕρμαν. πενομένα) Εὐρ. Ἴων 721. 2) μεθ’ Ὅμηρ. μετὰ γεν., στενάζω, γογγύζω, βογγῶ διά τι, Ἑλλάδος Εὐρ. Ι. Α. 370· κακῶν ὁ αὐτ. ἐν Φοίν. 1425· ὑπέρ τινος Αἰσχύλ. Πρ. 66, 68· τινί, διά τι πρᾶγμα, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 295· ἐπί τινι Εὐρ. Ἱππ. 903· ἀμφί τινι Σοφ. Ἠλ. 1180· μετὰ συστοίχ. αἰτ., πένθος οἰκεῖον στ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1249. - Μέσ., στ. περί τινα Αἰσχύλ. Πέρσ. 62. 3) παρὰ τοῖς Τραγικ. ὡσαύτως μετ’ αἰτ., θρηνῶ, κλαίω, πενθῶ, Αἰσχύλ. Πρ. 435, Σοφ. Ο. Κ. 64, Φιλ. 338, κ. ἀλλ.· σπανίως παρὰ τοῖς κωμικοῖς, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 46? Εὔβουλ. ἐν «Νανν.» 1. 10, Μένανδρ. ἐν «Κιθαρῳδῷ» 1. 2· στένειν τινὰ τῆς τύχης, οἰκτίρω τινὰ διὰ τὴν δυστυχίαν του, Αἰσχύλ. Πρ. 398· στ. τινά ἢ τι δακρύοις Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1045, Ἀποσπ. 44. - Μέσ., στένεσθαί τινα ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 1371.

English (Autenrieth)

(στενός), ipf. ἔστενε: sigh, groan, the bursting of pent-up breath and emotion, cf. στείνω.—Fig. of the sea, Il. 23.230.

Greek Monolingual

(I)
ΝΑ
(ποιητ. τ.) στενάζω, βογγώ
(α. «η Ελλάδα έστενε τότε κάτω από τον ζυγό της δουλείας» β. «ἐν δὲ τῇ καρδίᾳ στένει», Αισχύλ.)
αρχ.
1. (στους τραγικούς) (για πρόσ.) θρηνώ μεγαλόφωνα («τῶν Ἀθηνῶν ὡς στένω μεμνημένος», Αισχύλ.)
2. (για θάλασσα ή ποταμό) αντηχώ, βουίζω
3. ελεεινολογώ κάποιον για την κακή του τύχηστένω σε τᾱς οὐλομένας τύχας», Αισχύλ.)
4. απόλ. κλαίω, θρηνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στένω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα (s)ten- «βγάζω υπόκωφο ήχο, βογγώ» και αντιστοιχεί ακριβώς με τα αρχ. ινδ. stanati «κραυγάζω, βροντώ», λιθουαν. stenu και αγγλοσαξ. stenan «βογγώ». Στην ίδια οικογένεια εντάσσονται και τύποι χωρίς αρκτικό σ-, όπως το αρχ. ινδ. tanyati και το λατ. tono «βροντώ» (πρβλ. και τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. «τένει, στένει, βρύχεται»). Στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας ανάγεται το παράγωγο στόνος (πρβλ. ρωσ. ston και αρχ. ινδ. abhi-stana-), ενώ στην απαθή βαθμίδα το ανθρωπωνύμιο Στέντωρ. Από το ρ. στένω, τέλος, έχουν σχηματιστεί τα εκφραστικά παράγωγα στενάχω (πρβλ. στοναχή) και στενάζω. Το τελευταίο χρησιμοποιείται στη Νέα Ελληνική (πρβλ. στεναγμός)].
(II)
Ν
βλ. στήνω.

Greek Monotonic

στένω: μόνο σε ενεστ. και παρατ., Επικ. παρατ. στένον·
1. βαριαναστενάζω, αναστενάζω, γογγύζω, αγκομαχώ, σε Όμηρ., Τραγ.· ομοίως στη Μέσ., σε Αισχύλ., Ευρ.
2. με γεν., γογγύζω ή θρηνώ, κλαίω για κάτι, σε Ευρ.· ὑπέρ τινος, σε Αισχύλ.· τινί ή ἐπί τινι, σε Ευρ.· με σύστ. αιτ., πένθος οἰκεῖον στένω, σε Σοφ. — Μέσ., σε Αισχύλ.
3. με αιτ., θρηνώ, θρηνολογώ κάποιον ή κάτι, ολοφύρομαι, στον ίδ. κ.λπ.· στένειν τινὰ τῆς τύχης, τον συμπονώ για τη δυστυχία του, στον ίδ.· ομοίως στη Μέσ., στένεσθαί τινα, σε Ευρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to moan, to drone, to groan, to lament, also trans. to mourn, to bewail (ep. poet. Il., also late prose).
Other forms: rare -ομαι, only pres. a. ipf.
Compounds: Also w. prefix, e.g. ἀνα-, ἐπι-, μετα-, ὑπο-. Compp. e.g. ἀγά-στονος moaning loudly, roaring (Od. a.o.)
Derivatives: Expressive enlargements, partly metr. condit. (Schwyzer 105 w. lit., 736; Chantraine Gramm. hom. 1, 112): 1. στεν-άζω, aor. -άξαι, fut. -άξω, also w. ἀνα-, ἐπι- a.o. (poet., also Hdt., D., LXX, Plu. a.o.). 2. στεν-άχω, -άχομαι, -αχέω, -αχῆσαι, -αχίζω, -αχίζομαι, also w. ἀνα-, ἐπι-, περι- a.o. (mostly ep. Il.); on the formation Schwyzer 702; nearest example ἰάχω (Risch 243) ?, not old disyll rootform (Chantraine Gramm. hom. 1,330). -- From στένω: 1. Στέν-τωρ m. PN (Ε 785; Fraenkel Nom. ag. 1, 14 w. n. 1, Benveniste Noms d'agent 54). 2. στόνος m. the moaning etc. (ep. poet. Il.); στονό-εις (στονόϜεσαν f. sg. Corc. VIa) full of moaning, causing moaning, woeful (ep. poet. Il.; untenable on Ω 721 Szemerényi Sprache 11, 13 ff.). From στενάζω: στεναγ-μός m. the moaning, sighing (Pi., trag., Pl.) with -μώδης (Paul. Aeg.); -μα n. id. (S., E., Ar.) with -ματώδης (Gal.). From στενάχω: στοναχή f. id. (ep. poet. Il.) with -αχέω, -αχῆσαι, -αχίζω, also w. ἐπι-, παρα- a.o. (ep. poet. Il.; besides, often as v.l., στεναχέω, -αχίζω); the o-vowel after στόνος (*στονή?), cf. also φορέω etc. (diff. Porzig Satzinhalte 231); with στοναχή cf. also καναχή, ταραχή a.o. (Schwyzer 498).
Origin: IE [Indo-European] [1021] *sten- groan
Etymology: The fullgrade thematic στένω agrees in form and sense exactly with Skt. stanati drone, thunder, Lith. stenù, Germ., e.g. OE stenan moan, groan, IE *sténō. Thus στόνος = Russ. stón groan, moan, Skt. abhiṣṭaná- roaring thunder; perh old parallel formations. Besides yotpresents: with full grade OCS. stenjǫ στένω, with zero grade OE stunian, OWNo. stynja id. Athemat. ipf. Skt. stan (IE *sten-t); to this ipv. stanihi after anihi, rudihi a.o. A riming word or an old s-less byform is Aeol. τέννει στένει, βρύχεται H., (may be from *sten(h₂)ye/o- with Pinault 1981, 267) which may agree with Skt. tanyati sound loudly, thunder; tanyati cann however also contain a zero grade and is then to be identified with OE Þunian sound, recound. Whether the velar in στενάχω is genetically connected to the similar formation in OE stenecian cough, OWNo. stan-ka moan, is very doubtful; in any case στενάζω is to be sonsidered as a Greek innovation. -- Further forms, for Greek without interest, in WP. 2, 626 f., Pok. 1021, W.-Hofmann and Ernout-Meillet s. tonō, Fraenkel s. stenė́ti, Vasmer s. stenátь and stón; there also further lit.

Middle Liddell

only in pres. and impf]
1. to moan, sigh, groan, Hom., Trag.; so in Mid., Aesch., Eur.
2. c. gen. to moan or sigh for, Eur.; ὑπέρ τινος Aesch.; τινί or ἐπί τινι Eur.; c. acc. cogn., πένθος οἰκεῖον στ. Soph.:—Mid., Aesch.
3. c. acc. to bewail, lament, Aesch., etc.; στένειν τινὰ τῆς τύχης to pity him for his ill fortune, Aesch.: so in Mid., στένεσθαί τινα Eur.

Frisk Etymology German

στένω: {sténō}
Forms: vereinzelt -ομαι, nur Präs. u. Ipf.,
Grammar: v.
Meaning: stöhnen, dröhnen, ächzen, jammern, auch trans. beklagen, beweinen (ep. poet. seit Il., auch sp. Prosa).
Composita: auch m. Präfix, z.B. ἀνα-, ἐπι-, μετα-, ὑπο-,
Derivative: Expressive Erweiterungen, z.T. metr. bedingt (Schwyzer 105 m. Lit., 736; Chantraine Gramm. hom. 1, 112): 1. στενάζω, Aor. -άξαι, Fut. -άξω, auch m. ἀνα-, ἐπι-u.a. (poet., auch Hdt., D., LXX, Plu. u.a.). 2. στενάχω, -άχομαι, -αχέω, -αχῆσαι, -αχίζω, -αχίζομαι, auch m. ἀνα-, ἐπι-, περι- u.a. (vorw. ep. seit Il.); zur Bildung Schwyzer 702; nächstes Vorbild ιάχω (Risch 243) ?, nicht alte zweisilbige Wz.form (Chantraine Gramm. hom. 1,330). — Von στένω: 1. Στέντωρ m. PN (Ε 785; Fraenkel Nom. ag. 1, 14m. A. 1, Benveniste Noms d'agent 54). 2. στόνος m. das Stöhnen (ep. poet. seit Il.), Kompp. z.B. ἀγάστονος laut stöhnend, tosend (Od. u.a.); στονόεις (στονόϝεσαν f. sg. kerk. VIa) voll von Stöhnen, Stöhnen verursachend, jammervoll (ep. poet. seit Il.; unhaltbar über Ω 721 Szemerényi Sprache 11, 13 ff.). Von στενάζω: στεναγμός m. das Stöhnen, Seufzen (Pi., Trag., Pl.) mit -μώδης (Paul. Aeg.); -μα n. ib. (S., E., Ar.) mit -ματώδης (Gal.). Von στενάχω: στοναχή f. ib. (ep. poet. seit Il.) mit -αχέω, -αχῆσαι, -αχίζω, auch m. ἐπι-, παρα-u.a. (ep. poet. seit Il.; daneben, oft als v.l., στεναχέω, -αχίζω); der o-Vokal nach στόνος (*στονή?), vgl. noch φορέω usw. (anders Porzig Satzinhalte 231); zu στοναχή vgl. noch καναχή, ταραχή u.a. (Schwyzer 498).
Etymology: Das hochstufige thematische στένω deckt sich der Form und dem Sinn nach genau mit aind. stanati dröhnen, donnern, lit. stenù, germ., z.B. ags. stenan stöhnen, ächzen, idg. *sténō. Ebenso στόνος = russ. stón Seufzer, Stöhnen. aind. abhi-ṣṭaná- Donnergebrüll; vielleicht alte Parallelbildungen. Daneben Jotpräsentia: mit Hochrufe aksl. stenjǫ στένω, mit Tiefstufe ags. stunian, awno. stynja ib. Athemat. Ipf. aind. stan (idg. *sten-t); dazu Ipv. stanihi nach anihi, rudihi u.a. Ein Reimwort oder eine alte slose Nebenform ist äol. τέννει· στένει, βρύχεται H., das zu aind. tanyati laut tönen, donnern stimmen kann; tanyati kann aber auch Tiefstufe enthalten und ist dann mit ags. þunian erschallen, widerhallen gleichzusetzen. Ob der Guttural in στενάχω mit der ähnlichen Bildung in ags. stenecian keuchen, awno. stan-ka stöhnen genetisch zusammenhängt, ist sehr fraglich; jedenfalls ist στενάζω als eine griech. Neuerung zu betrachten. — Weitere Formen, für das Griech. ohne Interesse, bei WP. 2, 626 f., Pok. 1021, W.-Hofmann und Ernout-Meillet s. tonō, Fraenkel s. stenė́ti, Vasmer s. stenátь und stón; daselbst auch weitere Lit.
Page 2,789-790

Mantoulidis Etymological

(=στενεύω, βογγῶ, θρηνῶ). Ἀπό ρίζα στεν-. Θέμα στεν+j+ω → στένω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: στενάζω, στενάχω, στενός, στεινός, στείνω (=στενεύω), στοναχή, στόναχος, στόνος (=θρῆνος), στονόεις.