ἦδος

English (LSJ)

εος, τό (Aeolic, acc. to Hdn.Gr.2.904),
A delight, pleasure, οὐδέ τι δαιτὸς ἐσθλῆς ἔσσεται ἦδος Il.1.576; ἀλλὰ μίνυνθα ἡμέων ἔσσεται ἦ. 11.318; ἀλλὰ τί μοι τῶν ἠδέων; what delight have I therefrom? 18.80; αὐτὰρ ἐμοὶ τί τόδ' ἦ.; Od.24.95, cf. Theoc.16.40, A.R.3.314.—In this sense almost confined to Ep. and nom. sg.; in late Prose, πρὸς τὸ ἦδος Alex.Aphr.Pr.1.20.
II = ὄξος, vinegar, used as a flavouring, τοῦτο μόνον Ἀττικοὶ τῶν ἡδυσμάτων ἦδος καλοῦσι Ath.2.67c, cf. Poll.6.65, Eust.1417.19, prob. l. in Antiph.134.4—Dor. form ἇδος (in both senses), EM18.12, Hsch. s.v. γᾶδος.

German (Pape)

[Seite 1153] τό (ἥδομαι), Vergnügen, Freude, sinnliche Lust; οὐδέ τι δαιτὸς ἐσθλῆς ἔσσεται ἦδος, keine Lust am Mahle, Il. 1, 575; 11, 318 Od. 18, 404; ἀλλὰ τί μοι τῶν ἦδος, ἐπεὶ φίλος ὤλεθ' ἑταῖρος; was für Freude habe ich davon? Il. 18, 80; ἐμοὶ τί τόδ' ἦδος; was nützt mir das? Od. 24, 95; einzeln bei sp. D., wie Theocr. 16, 40; Ap. Rh. 3, 314; immer nur im nom. sing. – Nach Ath. II, 57 c heißt der Essig bei den Attikern so, weil er den Speisen Wohlgeschmack giebt, wie Casaub. auch VIII, 357 f τὰ πετραῖα καὶ τῇ ἡδονῇ ἁπλῶς σκευασθέντα erkl. wollte.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
seul. nom.-acc.
jouissance, plaisir, charme : τί μοι τῶν ἦδος ; IL, τί τόδ' ἦδος ; OD quel plaisir ai-je à cela ?
Étymologie: de ἥδομαι, avec psilose éolienne.

Russian (Dvoretsky)

ἦδος: τό (только nom.) удовольствие, наслаждение (δαιτὸς ἐσθλῇς Hom.): οὔ σφιν τῶν ἦ. Theocr. никакой им радости от этого; ἐμοὶ τί τόδ᾽ ἦ.; Hom. что мне в том?

Greek (Liddell-Scott)

ἦδος: -εος, το, (ἴδε ἐν λ. ἁνδάνω) ἡδονή, εὐφροσύνη, τέρψις, ἀπόλαυσις, οὐδέ τι δαιτὸς ἐσθλῆς ἔσσεται ἦδος Ἰλ. Α. 576, Ὀδ. Σ. 404· ἀλλὰ μίνυνθα ἡμέων ἔσσεται ἦδος Ἰλ. Λ. 318· ἀλλὰ τί μοι τῶν ἦδος; ποίαν εὐχαρίστησιν ἔχω ἐξ αὐτῶν; Σ. 80· αὐτὰρ ἐμοὶ τί τόδ’ ἦδος; Ὀδ. Ω. 95.-Ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ἁπλῶς Ἐπικόν, καὶ μόνον κατ’ ὀνομ. ἑνικ. ΙΙ. = ὄξος (γλυκάδι) χρησιμεῦον ὡς ἥδυσμακαρύκευμα, τοῦτο μόνον Ἀττικοὶ τῶν ἡδυσμάτων ἦδος καλοῦσι Ἀθήν. 67C, ἔνθα ἴδε Casaub.· ἐπᾶνορθωθὲν ὑπὸ τοῦ Meineke ἀντὶ τοῦ εἶδος ἐν Ἀντιφ. Κωρ. 2. 4. - Δωρ. τύπος ἇδος (ἐν ἀμφοτέραις ταῖς σημασίαις), Ἐτυμ. Μ. 18. 12, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἦδος, -εος, δωρ. τ. ἆδος, το (Α)
1. ηδονή, ευφροσύνη, ευχαρίστηση, απόλαυσηἀλλά τί μοι τῶν ἦδος;» — και ποιά ευχαρίστηση έχω από αυτά; Ομ. Ιλ.)
2. ξίδι, όξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ήδος με τη σημ. «ηδονή, απόλαυση» < ήδομαι, με ομηρική ψίλωση (πρβλ. ημέρα - ήμαρ). Στην αττική διάλεκτο η λ. έλαβε τη σημ. «ξίδι» και μπορεί, επομένως, να θεωρηθεί υποχωρητικός σχηματισμός του ηδύς (πρβλ. ηδύνω «νοστιμίζω»).
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αηδής, ευηδής, θυμηδής, μελιηδής, πολυηδής, φιληδής.

Greek Monotonic

ἦδος: -εος, τό (ἁνδάνω), ηδονή, ευφροσύνη, τέρψη, απόλαυση· δαιτὸς ἦδος, απόλαυση από ή μέσω της γιορτής, σε Όμηρ.· ἀλλὰτί μοι τῶν ἦδος;, ποια ευχαρίστηση έχω από αυτά;, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἦδος, εος, ἁνδάνω
delight, enjoyment, pleasure, δαιτὸς ἦδος pleasure from or in the feast, Hom.; ἀλλὰ τί μοι τῶν ἦδος; what delight have I there from? Il.

English (Autenrieth)

εος: joy, enjoyment; δαιτός, Il. 1.576, Od. 18.404; ἡμέων ἔσσεται ἧδος, ‘joy of us,’ i. e. from us, Il. 11.318; ‘profit,’ ‘advantage,’ Il. 18.80, Od. 24.95. Always w. neg. expressed or implied.

Translations

pleasure

Albanian: kënaqësi; American Sign Language: OpenB@Chest-PalmBack RoundSurface; Arabic: مُتْعَة‎, لَذَّة‎; Armenian: հաճույք; Azerbaijani: həzz; Basque: atsegin; Belarusian: задавальне́нне, прые́мнасць; Bengali: নন্দ; Bulgarian: удово́лствие, насла́да; Catalan: plaer; Chinese Mandarin: 歡樂, 欢乐, 樂趣, 乐趣; Czech: potěšení, rozkoš, slast; Danish: fornøjelse, behag; Dutch: plezier, genoegen, welbehagen; Esperanto: plezuro, agrableco; Estonian: lõbu; Finnish: mielihyvä, nautinto, ilo; French: plaisir; Galician: pracer; Georgian: სიამოვნება; German: Vergnügen; Gothic: 𐌲𐌰𐌱𐌰𐌿𐍂𐌾𐍉𐌸𐌿𐍃; Greek: ευχαρίστηση, απόλαυση; Ancient Greek: ἁδονά, ἁδοσύνα, ἁδοσύνη, ἀπόλαυσις, εὐαρέστησις, εὐαρεστία, εὐδοκία, εὐπάθεια, ἡδονά, ἡδονή, ἦδος, ἡδοσύνη, ἥσθημα, ἧσις, θέλημα, λεία κίνησις, τερπνότης, τερπωλή, τέρψις, τὸ ἡδύ, τρύφημα, φιληδία, χάρμα, χαρμονή, ψιά; Hebrew: עונג, עֹגֶג; Hindi: आनन्द; Hungarian: öröm, élvezet, gyönyörűség, gyönyör, kéj; Indonesian: kesenangan; Interlingua: placer; Irish: pléisiúr; Italian: piacere, piacimento, goduria; Japanese: 喜び, 快感; Korean: 쾌락, 환락, 기쁨, 즐거움; Kurdish Central Kurdish: خۆشی‎; Latgalian: prīca; Latin: iucunditas, delectatio, oblectatio, delectamentum, gaudium, dulcedo; Latvian: prieks; Ligurian: piâxéi; Lithuanian: malonumas; Lombard: piasé; Luxembourgish: Plëséier; Macedonian: задоволство; Maori: rēhia; Mauritian Creole: jos; Mongolian: баяр жаргал; Norwegian: fornøyelse; Occitan: plaser; Old English: lust; Persian: کیف‎, لذت‎; Polish: przyjemność; Portuguese: prazer; Romanian: plăcere; Romansch: plaschair; Russian: удово́льствие; Sanskrit: आनन्द; Scottish Gaelic: tlachd; Serbo-Croatian Cyrillic: задово̀љство, ужи́так; Roman: zadovòljstvo, užítak; Slovak: potešenie; Slovene: užitek; Spanish: placer; Swahili: anasa; Swedish: nöje, behag; Tagalog: kaaliwan, kalugdan; Thai: ความปิติยินดี; Tocharian B: wīna, yāso; Turkish: zevk, memnuniyet; Ukrainian: задово́лення, приє́мність; Urdu: آنند‎; Vietnamese: niềm vui thích; Welsh: bodd, boddhâd, hyfrydwch, mwynhâd, mwyniant, pleser; Yiddish: הנאה‎, חיות‎, עונג‎, תּענוג‎, פֿאַרגעניגן‎, וווילטאָג‎, נחת

enjoyment

Arabic: مُتْعَة‎, مِتْعَة‎; Belarusian: асалода, уцеха, прыемнасць; Bulgarian: удоволствие, наслада, радост; Chinese Mandarin: 享受, 愉快, 樂趣, 乐趣; Finnish: nautinto, mielihyvä; French: jouissance, plaisir; German: Genuss, Vergnügen; Ancient Greek: τέρψις, ἀπόλαυσις; Hebrew: הֲנָאָה‎; Hindi: मज़ा, आनंद; Hungarian: élvezet, öröm; Japanese: 楽しみ; Korean: 기쁨, 즐거움; Latin: fructus, iucunditas; Maori: ngahautanga; Navajo: ił honeeni; Persian: لذت‎, خشنودی‎; Polish: przyjemność, uciecha, zadowolenie; Portuguese: gozo; Russian: наслаждение, удовольствие; Spanish: disfrute, gozo, regocijo, holganza; Swedish: njutning; Thai: ความเพลิดเพลิน; Tocharian B: winālñe; Ukrainian: насолода, усолода, задоволення, уті́ха, приє́мність

decree

Arabic: أَمْر‎, مَرْسُوم‎; Armenian: պատգամ; Old Armenian: հրովարտակ; Azerbaijani: göstəriş, fərman, dekret; Bashkir: фарман; Belarusian: указ, дэкрэт, пастанова; Bulgarian: декрет, указ; Chinese Mandarin: 法令, 上諭, 上谕, 詔書, 诏书; Czech: dekret; Danish: dekret, forordning; Esperanto: dekreto; Finnish: asetus, määräys, dekreetti; French: décret; Galician: decreto; Georgian: ბრძანებულება; German: Erlass, Dekret, Verordnung; Gothic: 𐌲𐌰𐌲𐍂𐌴𐍆𐍄𐍃; Ancient Greek: ἅδος, ἀκρίβασμα, ἁλίασμα, ἀξίωμα, βόλλα, βουλή, βωλά, δέκρετον, δέσποσμα, διαβούλιον, διαγνώμη, διάταξις, δικαίωμα, δόγμα, ἐπίκριμα, ἦδος, θέσπισμα, κατάστασις, κρίμα, κρῖμα, ὁρισμός, πρόσταγμα, ῥήτρα, σύγκριμα, σύνεσις, συντομή, ὑπομνηματισμός, χρηματισμός, ψᾶφαξ, ψάφιγμα, ψᾶφος, ψήφισμα, ψῆφος, ψηφοφορία; Hindi: न्यायिक आदेश, आज्ञा, डिक्री; Hungarian: rendelet, dekrétum; Indonesian: dekret, titah; Irish: acht; Italian: decreto, ordinanza; Japanese: 命令, 詔書, 詔勅; Korean: 법령(法令), 칙령(勅令); Latin: edictum, decretum, iussio; Macedonian: декрет; Malay: dekri; Norwegian Bokmål: forordning; Nynorsk: forordning; Persian: فرمان‎; Polish: dekret; Portuguese: decreto; Romanian: decret; Russian: указ, декрет, постановление; Slovak: dekrét; Spanish: decreto; Swedish: dekret, förordning; Turkish: genelge, sirküler, kararname; Ukrainian: указ, декрет, постанова; Zazaki: qanunname, ferman

satiety

Arabic: شَبَع; Bulgarian: насита, насищане; Catalan: sacietat; Chinese Mandarin: 飽腹感, 饱腹感; Czech: sytost, nasycenost; Danish: mæthed; Dutch: verzadiging; Finnish: kylläisyys; French: satiété; Galician: saciedade, fartura; Georgian: სიმაძღრე; German: Sattheit, Sättigung, Befriedigung; Greek: κορεσμός; Ancient Greek: ἅδος, ἔμπλησμα, διακορία, ἦδος, κόρος, πληθώρα, πληθώρη, πλήρωμα, πλησμονή, τὸ πλήσμιον, χορτασία, χορτασμός; Hebrew: שֹבַע, שָֹבְעָה; Latin: satietas; Manx: sonnys; Polish: sytość, najedzenie; Portuguese: saciedade; Punjabi: ਰੱਜ; Romanian: sațietate; Russian: сытость; Spanish: saciedad; Tocharian B: soylñe; Turkish: tokluk; Welsh: syrffed; ǃXóõ: da̰m