αναφέρω
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
Greek Monolingual
(AM ἀναφέρω)
κάνω λόγο ή μνεία για κάτι, ονομάζω, αναγγέλλω, γνωστοποιώ
νεοελλ.
(για υφιστάμενον που απευθύνεται σε προϊστάμενο) υποβάλλω αναφορά, εκθέτω με σεβασμό
αρχ.
Ι. (μτβ.)
1. φέρνω επάνω, φέρνω
2. φέρνω στο εσωτερικό της χώρας
3. σηκώνω, βαστάζω, υπομένω
4. θεωρώ, εξετάζω
5. επαναλαμβάνω
6. βγάζω, χύνω (στεναγμούς, δάκρυα)
7. προσφέρω, συνεισφέρω
8. φέρνω πίσω, επαναφέρω, επαναφέρω από την εξορία
9. ανάγω, αποδίδω σε κάποιον κάτι
II. (αμτβ.)
1. (για δρόμο) οδηγώ, καταλήγω
2. συνέρχομαι, συνεφέρνω
III. μέσ.
1. φέρω, παίρνω μαζί μου
2. αναπνέω βαθιά, αναστενάζω
3. (για λόγο) προφέρω, εκπέμπω.