πρύμνη

From LSJ
Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source

German (Pape)

[Seite 801] ἡ, ion. u. ep. = πρύμνα, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

πρύμνη: ἴδε ἐν λέξ. πρύμνα.

French (Bailly abrégé)

ion. c. πρύμνα.

English (Autenrieth)

stern of a ship; for πρυμνὴ νηύς, see πρυμνός.

Greek Monolingual

και πρύμνα, η, ΝΜΑ, και πρύμη Ν
1. το πίσω μέρος του πλοίου όπου βρίσκεται το πηδάλιο (α. «τρέμει στην πρύμνη η κόρη καθισμένη», Σολωμ.
β. «ἐκ πρύμνης ῥίψαντες ἀγκύρας», ΚΔ)
2. (κατ' επέκτ.) ολόκληρο το οπίσθιο τμήμα του καταστρώματος
3. φρ. α) «ἐπὶ πρύμνη(ν) [ή κατά πρύμνα(ν)] ἀνακρούομαι» — οπισθοδρομώ χωρίς να στρέψω το πλοίο, κν. πάω με την πρύμνη
β) «ανακρούω πρύμνα(ν)»
i) στρίβω το πλοίο και φεύγω προς την αντίθετη κατεύθυνση
ii) μτφ. μεταβάλλω γνώμη ή στάση, κν. τα στρίβω
νεοελλ.
1. ως κύριο όν. Πρύμνη
αστρον. νότιος αστερισμός, ένα από τα πέντε τμήματα στα οποία χωρίστηκε ο αστερισμός της Αργούς
2. φρ. «βολή κατά πρύμναν»
(ναυτ. -στρ.) βολή από τα πρυμναία πυροβολεία πλοίου που αποσύρεται από το πεδίο ναυμαχίας
αρχ.
1. στον πληθ. aἱ πρύμναι
οι υπώρειες, οι πρόποδες όρους
2. φρ. α) «χωρῶ πρύμναν»
(για πλοίο) οπισθοχωρώ, υποχωρώ
β) «πρύμνα πόλεος»
μτφ. i) η Ακρόπολη
ii) το σκάφος της πολιτείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πρύμνη αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. του θηλ. του επιθ. πρυμνός, με αναβιβασμό του τόνου, και απαντά αρχικά ως επίθ. (πρβλ. πρύμνη ναῦς) και στη συνέχεια, ήδη στον Ομ., ως ουσ. Κατά μία άποψη, το επίθ. πρυμνός προέρχεται από την πρόθεση πρό (για τη δυσερμήνευτη —πιθ. αιολ. — τροπή του -ο- σε -υ-, πρβλ. διαπρύσιος πιθ. < διαπρό) με επίθημα -mno- (πρβλ. αρχ. ινδ. ni-mna- «βαθύς»). Ωστόσο, η πρόθεση πρό θα έπρεπε να δηλώνει αυτό που προηγείται, που προβάλλει, πράγμα που αντιτίθεται προς τη σημ. του πρυμνός «έσχατος, τελευταίος, κατώτατος». Η άποψη ότι η λ. πρύμνη προήλθε από συμφυρμό ενός αμάρτυρου πύμνη (< πύματος «έσχατος, τελευταίος») με τη λ. πρῷρα, όπως και η σύνδεσή της με τον τ. πρέμνον «το κατώτερο μέρος του κορμού ενός δέντρου, βάση» ή με το αρχ. σλαβ. krŭma «πρύμνη», δεν θεωρούνται πιθανές. Ο νεοελλ. τ. πρύμη με ανομοιωτική αποβολή του έρρινου -ν-.
ΠΑΡ. πρυμναίος, πρύμνηθεν, πρυμνήσιος, πρυμνήτης, πρυμνόθεν
αρχ.
πρύμναδε, Πρυμνεύς, πρυμνικός
μσν.
πρυμνίτης
νεοελλ.
πρυμάτσα, πρυμίζω, πρυμ(ν)ιός.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) αρχ. πρυμνούχος, πρυμνώρεια
νεοελλ.
πρυμνοδέτης, πρυμνόδετος, πρυμνόσκοινο. (Β συνθετικό) αρχ. αιολόπρυμνος, αμφίπρυμνος, δίπρυμνος, εξάπρυμνος, εύπρυμνος, καμπυλόπρυμνος, λεπτόπρυμνος, ορθόπρυμνος, υψίπρυμνος, χρυσόπρυμνος
νεοελλ.
αντίπρυμνος, κατάπρυμνος, υπόπρυμνος].