στείβω

From LSJ
Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στείβω Medium diacritics: στείβω Low diacritics: στείβω Capitals: ΣΤΕΙΒΩ
Transliteration A: steíbō Transliteration B: steibō Transliteration C: steivo Beta Code: stei/bw

English (LSJ)

Il.11.534, E.Ion 495 (anap.): Ep. impf.

   A στεῖβον Od.6.92, Iterat. στείβεσκον Q.S.1.352: aor. ἔστειψα (κατ-) S.OC467:—tread or stamp on, tread under foot, of horses, στείβοντες νέκυάς τε καὶ ἀσπίδας Il.11.534, cf. 20.499; εἵματα . . στεῖβον ἐν βόθροισι trod the clothes in pits, in order to wash and clean them, Od.6.92; ποσὶν σ. δόμον AP 9.327 (Hermocr.):—Pass., κονία στειβομένα Theoc.17.122; αἱ στειβόμεναι ὁδοί the beaten tracks, X.An.1.9.13.    2 c. acc. cogn., tread or walk on a path, κέλευθον ποδί E.Hel.869; πέδον A.R.3.836; χοροὺς στείβουσι ποδοῖν tread measures, E.Ion 495 (anap.); νομὸν σ. Nic.Th. 609.    3 abs., tread, κατ' αἰγίλιπος πέτρης σ. κάρηνα h.Hom.19.4; ἵνα στείβουσι κύνες E.Hipp.217 (anap.), cf. Opp.C.1.456.

German (Pape)

[Seite 932] aor. II. ἔστιβον, aor. II. pass. ἐστίβην, Soph. Ai. 883, – treten, mit den Füßen treten und stampfen, zertreten; von Pferden, στείβοντες νέκυάς τε καὶ ἀσπίδας, Il. 11, 534. 20, 499; στεῖβον δ' ἐν βόθροισιν εἵματα, die Wäscherinnen traten die schmutzigen Gewänder in der Waschgrube und wallten sie, Od. 6, 92; παρὰ τὰς στιβομένας ὁδούς, die betretenen Wege, Xen. An. 1, 9, 13, v. l. στειβομένας; νομὸν στείβειν, Nic. Ther. 609, auf der Weide gehen. – Med. einhergehen, bes. in Jemandes Fußtapfen treten, nachgehen, spüren, στειβόμενος καθύπερθε ποδῶν ἐκμάσσεται ἴχνη προτέρων τοκέων ἔτι θερμὰ κονίῃ, er spürt die noch warmen Spuren aus und geht ihnen nach, Theocr. 17, 122. – Mit den Füßentreten und dicht machen, übh. dicht-, festmachen, Opp. Cyn. 1, 456, u. einzeln bei a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στείβω: Ἐπικ. παρατ. στεῖβον Ὅμ., Ἰωνικ. στείβεσκον Κόϊντ. Σμ. 1. 352· μέλλ. στείψω Ἀπολλιν. ἐν Παλ. Διαθ.· ἀόρ. ἔστειψα (κατ-) Σοφ. Ο. Κ. 467. (Ἐκ τῆς √ΣΤΙΒ παράγονται ὡσαύτως στιβέω, στίβος, ἀστιβής, -στιβάς, στιβαρός, στιπτός, καὶ μετὰ μακρᾶς παραληγ. στῖφος, στοιβή, στοιβάζω· πιθανῶς συγγεν. τῇ √ΣΤΕΜΦ, στέμβω). Πατῶ, καταπατῶ ὑπὸ τοὺς πόδας μου, «τσαλαπατῶ», ἐπὶ ἵππων, στείβοντες νέκυάς τε καὶ ἀσπίδας Ἰλ. Λ. 534. πρβλ. Υ. 499· στεῖβον ἐν βόθροισιν εἵματα, ἐπάτουν τὰ ἐνδύματα ἐντὸς τῶν βόθρων (πρβλ. τὸ Γερμαν. walken), ὅπως ἀποπλύνωσι καὶ καθαρίσωσιν αὐτὰ (πρβλ. τὸ κοινὸν «στείβω τὰ ῥοῦχα», ὅπερ ὅμως δυνατὸν νὰ εἶναι «στύβω...» ἐκ τοῦ στύφω, μεταφρ.), Ὀδ. Ζ. 92· στ. δόμον ποσὶ Ἀνθ. Π. 9. 327. 2) μετὰ συστοίχ. αἰτ., πατῶ ἢ βαδίζω ὁδὸν τινα, κέλευθον ποδὶ Εὐρ. Ἑλ. 869· πέδον Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 836· ὡσαύτως, χοροὺς στείβουσι ποδοῖν, ἐρρύθμως κινοῦντες τοὺς πόδας, Εὐρ. Ἴων 495· νομὸν στ. Νικ. Θηρ. 609. 3) ἀπολ., πατῶ, βαδίζω, κατὰ τόπον Ὕμν. Ὁμ. 18. 4· ποδὶ στ. ἀνοσίῳ Εὐρ. Ἑλ. 689· ἵνα στείβουσι κύνες ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 217, πρβλ. Ὀππ. Κυν. 1. 456. ΙΙ. καταπατῶ, ἐν τῷ παθ., κονία στειβομένα Θεόκρ. 17. 122· αἱ στειβόμεναι ὁδοί, αἱ συχναζόμεναι, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 13.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
I. fouler aux pieds une étoffe pour la nettoyer;
II. p. suite :
1 fouler aux pieds en gén.
2 fouler un chemin, le parcourir : στειβόμεναι ὁδοί XÉN chemins battus, fréquentés.
Étymologie: R. Στιβ > Στειβ, fouler.

English (Autenrieth)

ipf. στεῖβον: tread, stamp, trample upon, Il. 11.534; of washing clothes by foot-power, Od. 6.92.

Greek Monolingual

ΝΜΑ και στύβω και στίβω Ν
(γενικά) πιέζω κάτι
νεοελλ.
1. συμπιέζω κάτι, συνθλίβω κάτι για να βγει το υγρό που περιέχει («στείβω τα πορτοκάλια»)
2. (αμτβ.) (για πηγή ή ποταμό) στερεύω, ξηραίνομαι
3.φρ. α) «στείβω το μυαλό μου»
μτφ. κουράζω τη σκέψη μου, καταπονώ τον νου μου ή τη μνήμη μου για να συλλάβω, να επινοήσω ή να θυμηθώ κάτι
β) «στείβω την πέτρα»
μτφ. είμαι πολύ δυνατός
μσν.-αρχ.
πιέζω κάτι με τα πέλματά μου, πατώ με τα πόδια μου, ποδοπατώ («ποσιν στείβειν δόμον», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
1. (με σύστοιχη αιτ.) πατώ σε οδό, βαδίζω
2. (απλώς) περπατώ
3. φρ. α) «στειβόμενοι οδοί» — τα μονοπάτια
β) «χοροὺς στείβουσι ποδοῑν» — κινούν ρυθμικά τα πόδια τους (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στείβω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα steib(h)- «σωρεύω, στοιβάζω, γεμίζω, συμπιέζω» και συνδέεται πιθ. με τα αρμεν. stēp «συχνός, συνεχής» και stipem «πιέζω» και τα λατ. stipo «στοιβάζω, σωρεύω, πιέζω», stipes «πάσσαλος, παλούκι», stipula «καρφί, καλάμι» (που εμφανίζουν άηχο χειλικό σύμφωνο -r-). Με το ίδιο άηχο χειλικό -r- μαρτυρείται μια σειρά επιθ. που εκφράζουν τη σημ. του άκαμπτου, του σκληρού, του συμπαγούς (πρβλ. στιβ-αρός): λιθουαν. stiprus «σκληρός, συμπαγής», λεττον. stipt, γερμ. steif. Στην Αρχαία Ελληνική το ρ. στείβω χρησιμοποιήθηκε με σημ. «πατώ με τα πόδια, συμπιέζω» (από όπου η νεοελλ. σημ. του ρ. «πιέζω, συνθλίβω κάτι για να βγει ο χυμός του») και, κατ' επέκταση, «βαδίζω». Από τα παράγωγα του ρ. μόνο η λ. στίβος ανταποκρίνεται στη σημ. του ρ. «πατώ με τα πόδια, βαδίζω» (βλ. λ. στίβος). Τα υπόλοιπα παράγωγα στιβάς, στιβαρός, στίβη και στοιβή (από όπου το ρ. στοιβάζω) ανταποκρίνονται στην αρχική σημ. της ΙΕ ρίζας «συσσωρεύω, γεμίζω, συμπυκνώνω, συμπιέζω» (βλ. λ. στιβάδα, στιβαρός, στίβη και στοιβή, στῖφος). Στη Νέα Ελληνική το ρ. στείβω χρησιμοποιείται και με τις γρφ. στίβω (από τη μηδενισμένη βαθμίδα του θέματος) και στύβω (πιθ. κατ' επίδραση του ρ. στύφω)].