ἐγκαλέω
English (LSJ)
A call in a debt, Isoc.17.44, X.An.7.7.33, D.31.6, 36.14: generally, demand as one's due, ἀργύριον Lys.3.26. 2 invoke, τὴν τῶν θεῶν ἰατρείαν Str.14.1.44. II bring a charge or accusation against a person:—Constr.: c. dat. pers. et acc. rei, charge something against one, φόνους ἐ. τινί S.El.778, cf. Pl.Ap.26c, etc.; ἐ. ἔγκλημά τινι Hyp.Lyc.18, cf. Eux.24; χόλον κατ' αὐτῶν ἐ. S. Ph.328: folld. by a relat. clause, ἐ. τινὶ ὅτι . . X.An.7.5.7: c. inf., ἐστὶν ἃ ἐνεκάλει τοῖς Ἀθηναίοις παραβαίνειν τὰς σπονδάς Th.4.123: c. part., ἐ. αὐτοῖς ἀμελοῦσιν Pl.Prt.346a: freq. c. dat. pers. only, accuse, Antipho 4.2.2, etc.; ἐ. περί τινων Inscr.Prien.28.8 (ii B. C.); ἐπὶ τοῖς διῳκημένοις ib.37.128 (ii B. C.): c. acc. rei only, bring as a charge, εἴ τι ἄλλο ἐνεκάλουν Th.5.46, cf. 6.53; τὸ νεῖκος ἐγκαλεῖν throw the blame of quarrel on another, S.OT702: abs., οἱ ἐγκαλέσαντες Arist. Rh.Al. 1437a17: rarely c. gen.rei, τῆς βραδύτητος αὐτοῖς ἐνεκάλει Plu. Arist. 10:—Pass., ἐγκαλεῖται τῇ τύχῃ a charge is brought against... Arist. EN1120b17; ἐνίων ἐγκληθέντων ἐπὶ τῷ βίῳ Phld. Piet. p.93 G.; τὰ ἐγκεκλημένα charges, OGI90.14 (ii B. C.): also with person. constr., ἐγκαλεῖσθαι ὑπέρ τινος D.H.7.46; τινός D.C.58.4:—Locr. part. ἐγκαλείμενος may be either Med. or Pass., IG9(1).334.41. 2 as lawterm, prosecute, take proceedings against, οὔτ' ἐγκαλοῦντες οὔτ' ἐγκαλούμενοι D.34.1; ἐ. δίκην τινί Id.40.19; ἐ. τινὶ περί τινος Isoc.4.40: abs., Ar. Av.1455. 3 object, c. acc. et inf., Phld. Sign.29.
German (Pape)
[Seite 704] (s. καλέω), 1) eigtl., zurufen, τινί τι, bes. – a) um ihn zu mahnen, eine Schuld einfordern; Xen. An. 7, 7, 33; χρέος Isocr. 21, 14; τὰς τριακοσίας δραχμάς 17, 44; ὅτε τὰς ὀγδοήκοντα μνᾶς ἐνεκάλεις Dem. 51, 6; immer schon mit dem Nebenbegriff des gerichtlichen Eintreibens; vgl. aber 33, 25 μὴ ὅτι δικάσασθαι ἀλλ' οὐδ' ἐγκαλέσαι μοι ἐτόλμησεν. – b) Allgem., eine Schuld vorwerfen, Schuld geben; οἱ στρατιῶται Ξενοφῶντι ἐνεκάλουν, ὅτι οὐκ εἶχον τὸν μισθόν Xen. An. 7, 5, 7; vgl. Thuc. 5, 46; Plat. Prot. 346 a; neben μέμψασθαι Dem. 19, 58; gew. τινί τι, Einem Etwas vorwerfen; ἐμοὶ φόνους πατρῴους Soph. El. 768; τοῦτ' ἔστιν ὅ μοι ἐγκαλεῖς Plat. Apol, 26 c, u. öfter; ἀδικίαν τοῖς νόμοις Plut. Lyc. 18; selten τινί τινος, Arist. 10. Bes. – c) gerichtlich über Etwas belangen; ἀπορῶν ὅ τι ἐγκαλοῖς ἐμοὶ ἀληθὲς ἀδίκημα Plat. Apol. 27 e; οὐδεμίαν πώποτε δίκην πρὸς ὑμᾶς εἰσήλθομεν οὔτ' ἐγκαλοῦντες οὔτ' ἐγκαλούμενοι ὑφ' ἑτέρων Dem. 34, 1; δίκας τινί, 40, 19; περὶ τῶν φονικῶν Isocr. 4, 40; προδοσίαν τινί, D. Hal. 9, 8. Im pass. sowohl τῇ τύχῃ ἐγκαλεῖται, wird der Vorwurf gemacht, Arist. Eth. 4, 1, als ἐγκαλοῦμαι, ich werde angeklagt, bes. Sp., ὑπὲρ ὧν ἐνεκαλοῦντο D. Hal. 7, 46; – τὰ ἐγκαλούμενα, Vorwürfe, Beschuldigungen, Pol. 5, 27, 5. – Das med. = act. in einem Zeugniß bei Aesch, 1, 66, ist zweifelhaft. – 2) anrufen, herbeirufen; τὴν τῶν θεῶν ἰατρείαν Strab. XIV p. 649.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκᾰλέω: μέλλ. ἐγκαλέσω, Ἀττ. ἐγκαλῶ, ἀκριβῶς ὡς ὁ ἐνεστώς· πρκμ. ἐγκέκληκα: - ἀπαιτῶ, ἀπαιτῶ δικαστικῶς, εἰ δόξαιμι μηδὲν προσῆκον τοσαῦτα χρήματα ἐγκαλέσαι Ἰσοκρ. 358Α, Ξεν. Ἀν. 7. 7, 33, Δημ. 877. 21., 949. 1: - καθόλου, ἀπαιτῶ τι ὡς ὀφειλόμενον εἰς ἐμέ, Λυσ. 98. 37. 2) φέρω κατηγορίαν, εἰσάγω καταγγελίαν ἐναντίον τινός, ἐγκαλῶ: - Σύνταξ. μετὰ δοτικ. προσ. καὶ αἰτιατ. πράγμ., εἰσάγω κατηγορίαν ἐναντίον τινός, κατάγγέλλω τινὰ διά τι, φόνον ἐγκ. τινι Σοφ. Ἠλ. 778, Πλάτ. Ἀπολ. 26C, κτλ.· ἐγκ. ἔγκλημά τινι Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκ. 14, ὑπὲρ Εὐξεν. 35· ὡσαύτως, χόλον κατ’ αὐτῶν ἐγκ. Σοφ. Φ. 328: - ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, ἐγκ. τινι ὅτι... Ξεν. Ἀν. 7. 5, 7· μετ’ ἀπαρ., ἐνεκάλει τοῖς Ἀθηναίοις παραβαίνειν Θουκ. 4. 123· μετὰ μετοχῆς, ἐγκ. αὐτοῖς ἀμελοῦσιν Πλάτ. Πρωτ. 346Α· συχνάκις ὡσαύτως μετὰ δοτ. προσ. μόνον, κατηγορῶ, Ἀντιφῶν 126. 8, Πλάτ. Κρίτων 50C, κτλ.· μετ’ αἰτιατ. πράγμ. μόνον, εἰσάγω ὡς καταγγελίαν ἢ κατηγορίαν, εἰ δέ τι ἄλλο ἐνεκάλουν Θουκ. 5. 46, πρβλ. 6. 53· τὸ νεῖκος ἐγκαλεῖν, ἐπιρρίπτειν τὴν αἰτίαν τῆς ἔριδος εἰς ἕτερον, Σοφ. Ο. Τ. 702· ἀπολ., οἱ ἐγκαλέσαντες Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 30, 11: - σπανίως μετὰ γεν. πράγμ., τῆς βραδύτητος αὐτοῖς ἐνεκάλει Πλουτ. Ἀριστείδ. 10: - Παθ., ἐγκαλεῖται τῇ τύχῃ..., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 21· πρβλ. ἔγκλημα. 3) ὡς δικανικὸς ὅρος, ἐνάγω εἰς δικαστήριον, ἐγκαλῶ, διώκω, Δημ. 907. 6· ἐγκ. δίκην τινὶ ὁ αὐτ. 1014· 8· ἐγκ. τινὶ περί τινος Ἰσοκρ. 48C. 4) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ὡς ἐν τῷ ἐνεργ. κατηγορῶ, τινὶ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 2· φέρω κατηγορίαν, πρός τινα Εὐρ. Μελανίππ. 9, (ἐν τοῖς Ἀποσπάσμασι). ΙΙ. ἐπικαλοῦμαι, οὗτοι δ’ εἰσὶ καὶ οἱ ἐγκαλοῦντες (ἐπικαλοῦντες· Meineke) τὴν τῶν θεῶν ἰατρείαν Στράβων 649.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. ἐγκαλέσω, ao. ἐνεκάλεσα, pf. ἐγκέκληκα, f. Pass. ἐγκληθήσομαι;
1 réclamer, acc.;
2 reprocher, accuser ; adresser un reproche, une accusation : τινί τι, τι κατά τινος accuser qqn de qch ; τινι ὅτι ou τινι avec l’inf. accuser qqn de ; ἐγκ. τι blâmer qch ; ἐγκ. νεῖκος SOPH accuser qqn d’être l’auteur d’une querelle ; particul. accuser en justice : τινί τι qqn de qch ; τινι δίκην DÉM intenter une accusation à qqn ; τινι περί τινος ISOCR à qqn sur qch.
Étymologie: ἐν, καλέω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ῶ
• Grafía: frec. graf. en pap. e inscr. ἐνκ-
• Morfología: [pres. part. dat. sg. ἐνκαλειμένοι IG 92.718.43 (Calión V a.C.); fut. ἐγκαλέσω Ep.Rom.8.33, v. pas. ἐγκληθήσομαι Gr.Naz.Ep.17.3, inf. ἐγκαλεσθήσεσθαι Sch.rec.Ar.Nu.1277; v. pas. ind. aor. ἐνεκλήθην D.C.61.10.1]
I gener.
1 exigir, reclamar στρατιῶται ἀπολαβόντες ἃ ἐγκαλοῦσιν X.An.7.7.33
•a los dioses invocar, pedir οἱ ἐγκαλοῦντες τὴν τῶν θεῶν ἱατρείαν Str.14.1.44.
2 c. dat. de pers. o asim. reprochar, echar en cara, culpar c. ac. de abstr. τί αὖ ὅδε ἐγκαλεῖ τῷ λόγῳ; ¿qué le reprocha éste al diálogo? Pl.Phd.86d, τὸ δ' ἐ. ἑτέροις ἅπερ αὐτοὶ πράττουσι Plu.2.1125f, αὐτοῖς τὰς ὕβρεις ἐγκαλεῖν D.P.Au.2.16, en v. pas. καὶ τοῦτο ἐγκληθησόμεθα; Gr.Naz.l.c.
•c. dat. y gen. τῆς βραδυτῆτος αὐτοῖς ἐνεκάλει Plu.Arist.10
•c. dat. y giro prep. τάς γε μὴν ἰδέας, περὶ ὧν ἐγκαλεῖ τῷ Πλάτωνι Plu.2.1115b, ἐνεκάλει αὐτῷ ἐπὶ τούτῳ Hierocl.Facet.90, cf. Alex.Trall.1.519.13
•c. dat. y part. pred. ἵνα αὐτοῖς ἀμελοῦσιν αὐτῶν μὴ ἐγκαλῶσιν οἱ ἄνθρωποι Pl.Prt.346a, en v. pas. ἐγκαλουμένων ὡς τεμόντων νεῦρον Gal.2.396
•c. dat. e inf. u otra or. complet. ἐνεκάλει τοῖς Ἀθηναίοις παραβαίνειν τὰς σπονδάς Th.4.123, Ξενοφῶντι ἐνεκάλουν ὅτι οὐκ εἶχον τὸν μισθόν X.An.7.5.7, οἷς οὐκ ἂν δικαίως ἐγκαλοῖμεν ὅτι χαλεπῶς πρὸς ἡμᾶς διατέθησαν Isoc.8.79, ἐγκαλεῖται τῇ τύχῃ ὅτι ... Arist.EN 1120b17, ἐγκαλεῖ δ' αὐτῷ πρῶτον, ὅτι ... Plu.2.1108f
•sólo c. dat. recriminar, hacer reproches τὸν ἐγκαλοῦντα τῇ φιλοσοφίᾳ Pl.R.489d, οὐ μὴν ἐγκαλεῖν γε χρὴ τοῖς ἑτέρως διδάσκουσιν Gal.2.242, εἶτα τοῖς θεοῖς ἐγκαλεῖτε Arr.Epict.1.6.39.
3 sin dat. censurar, tener queja de c. ac. de abstr. τὸν μέγαν χόλον κατ' αὐτῶν ἐγκαλῶν S.Ph.328, εἴ τέ τι ἄλλο ἐνεκάλουν Th.5.46, τοῦτο ... ἐγκαλεῖν Pl.Tht.168e, ἃ μὲν οὖν ἐγκαλῶ, ταῦτ' ἐστίν Philipp.Maced.2.24
•abs. quejarse οὕτως ὅπως ἂν μὴ 'γκαλῇ πορσύνετε E.Rh.878, περὶ Πειρίθου ... οὐδὲν ᾤετο ποιήσειν πλέον ἐγκαλῶν Plu.Thes.35, τὸ μέμφεσθαι καὶ ἐγκαλεῖν Arr.Epict.1.6.43, πρότερον ἐγκαλῶν ἐπέστειλε Str.5.3.5
•fig. ser adverso, oponerse μηδὲν αὐτοῖς ἐνκαλεῖ nada les es adverso Diog.Oen.20.3.11.
II jur.
1 reclamar, exigir judicialmente c. dat. de pers. y ac. de la cosa reclamada εἰ γάρ τι ἐγκαλεῖς τῷδε τῷ μειρακίῳ καὶ τῶν σῶν τι ἔχει Lys.Fr.21.1, (σώματα) Ἀγελάῳ IG 92.190.8 (II a.C.), sin dat. φανερός ἐστιν ἐγκαλήσας οὐδέποτ' ἀργύριον Lys.3.26, μεγάλ' ἐγκαλῶν ὀλίγ' ἐπράξατο Isoc.18.14, τὰς ὀγδοήκοντα μνᾶς ἐνεκάλεις D.31.6, ἀποδοῦναι ... μοι ἃ ἐγκαλῶ PEnteux.47.8 (III a.C.), c. giro prep. ἐγκαλῶν τῷ κληρονόμῳ περὶ τῆς προικὸς τῆς ἀδελφῆς Is.3.9, tard. c. gen. de la cosa reclamada οὔτε ἐγκαλεῖν σοι οὔτε ἐγκαλέσιν (sic) οὔτε γενημάτων οὔτε περὶ ἀργυρικοῦ POxy.1134.12 (V d.C.)
•hacer una reclamación ἀδίκως ἐγκαλεῖν Isoc.17.48, οὐ δικαίως ἐνεκάλεσεν Isoc.18.14, πλησίον ὄντων τῶν ἀδικημάτων ἐγκαλεῖς D.36.53, ἐνεκάλουν δοκιμασθείς, ἔλαχον δὲ τὴν δίκην ἐπὶ Τιμοκράτους D.30.17, πρὸς τοὺς ἐγκαλοῦντας Plu.Per.12
•varias constr. en un tipo de fórmula contractual μὴ ἐ. para manifestar la renuncia a tomar acciones legales, gener. por deudas οὐθὲν αὐτῷ ἐγκαλῶι (sic) PFay.13.10 (II a.C.), cf. PKöln 146.8 (I a.C.), οὐδὲν ἐνκαλῶ περὶ οὐδενὸς ἁπλῶς PUps.Frid.3.28 (II d.C.), μηδὲ ἐγκαλῖν μηδὲ ἐνκαλέσιν (sic) POxy.1562.22 (II d.C.), μὴ ἐγκαλεῖν ἀλλήλοις μητὲ ἐγκαλέσειν πώποτε μή ἐν δικαστηρίῳ οἱῳδήποτε ἢ ἐκτὸς δικαστηρίου PLond.1712.15-16 (VI d.C.), cf. PMich.677.9 (I a.C.), 354.25 (I d.C.), SB 12837.11 (III d.C.), PMonac.9.79 (VI d.C.), μὴ ἐνκαλουμένη ὑπ' ἐμοῦ PUps.Frid.7.6 (III d.C.)
•en otro tipo de fórmula contractual tener queja οὐδὲν αὐτῶν ἐγκαλῖ (sic) περὶ οὐδενὸς ἁπλῶς πράγματος περὶ τῶν δηλουμένων ἔργων PMich.Teb.337.14, cf. 351.13 (ambos I a.C.).
2 recurrir la decisión de un juez o magistrado en v. med. ὡς μηδενὶ ἐξεῖναι ... ἐγκαλεῖσθαι τὴν αὐτοῦ κρίσιν Lyd.Mag.1.14.
3 acusar, hacer una acusación esp. en litigios (gener. privados, a veces públicos) c. dat. de pers. ἐμοί Antipho 4.2.2, cf. Lys.19.55, Καλλίᾳ μὲν οὐδεὶς πώποτε οὔτ' ἰδιώτης ἐνεκάλεσεν οὐτ' ἄρχων Lys.5.3, ἐγκαλεῖ τοῖς ἐκεῖθεν ἐνθάδε τὰς εὐπορίας ἄγουσιν D.5.8, τινὶ τῶν ἡμετέρων πολιτῶν IClaros 1.M.1.43 (II a.C.), en v. pas. οὔτ' ἐγκαλοῦντες οὐτ' ἐγκαλούμενοι ὑφ' ἑτέρων D.34.1, οἱ ἐγκαλούμενοι πολῖται IClaros 1.M.1.26 (II a.C.), βασιλεὺς ... ἐγκαλούμενος ὑπὸ τῶν πολιτῶν ἔφυγεν D.S.14.89, ὑπὸ Διοδώρου SB 14014.2 (II d.C.)
•c. ac. int. μοι ... ἔγκλημα μὲν οὐδεὶς τῶν ἐκεῖ ἐνεκάλεσεν οὔτε ἰδίᾳ οὔτε δημοσίᾳ Hyp.Lyc.18, cf. Hyp.Eux.24, Lys.3.19, δίκας ἅς μοι ἐνεκάλουν D.40.19, cf. SEG 39.1426.51 (Cilicia III a.C.), μοι ... τὰ ψευδῆ ἐγκέκληκεν D.33.4, εἴ τι τοισίδ' ἐγκαλεῖ ξένοις si alguna acusación hace contra estos extranjeros E.Heracl.251, οὐδέν μοι πώποτε ἐνεκάλεσεν οὐδείς Lys.3.19, τοῦτ' ἔστιν ὅ μοι ἐγκαλεῖς Pl.Ap.26c, ἃ δ' ἐγκαλῶ ἔπραξεν ὑβρίζουσά με PEnteux.79.7 (III d.C.), cf. Poll.8.30, ἐπιδειξάτω ... ὅ τι ἂν ἐγκαλῇ Δημητρίᾳ PEleph.1.7 (IV a.C.)
•c. ac. de la acusación ἐγκαλῶν δέ μοι φόνους S.El.778, c. gen. οὐ γὰρ βουλεύσεως ἐγκαλοῦσιν Demad.132, ἐνεκάλησε ψευδομαρτυριῶν Harp.s.u. ἐπεσκήψατο, φόνου POxy.2111.44 (II d.C.), c. περὶ y gen. περὶ τῶν φονικῶν ἐγκαλέσαντες Isoc.4.40, περὶ ὧν σοι ἐνκέκληκα ἐπὶ τοῦ ... ἀρχήου PTeb.821.4 (III a.C.)
•c. ὡς: ἐτόλμησεν ἡμῖν ἐγκαλεῖν ὡς ἔχομεν ἕξ τάλαντα Isoc.17.50
•c. dat. y pred. (paród., habla la letra sigma) μοι ... μηδέποτε ἐγκαλέσαντι τῷ Ζῆτα σμάραγδον ἀποσπάσαντι Luc.Iud.Voc.9
•abs. hacer una acusación τοὺς ξένους καλεσάμενος κᾆτ' ἐγκεκληκὼς ἐνθαδί después de citar a los extranjeros y de haber sostenido aquí la acusación Ar.Au.1455, οὔτ' εἰκὸς ... τοὺς δὲ ... μὴ τολμᾶν ἐγκαλεῖν Isoc.15.34, ἀδίκως τὸν ἐγκαλοῦντα ἐγκαλεῖν καὶ τὸν φεύγοντα ἀδικεῖν Arist.Pr.951b31
•en part. subst. οἱ Ἐγκαλοῦντες Los Acusadores tít. de una comedia de Dífilo AB 110.18
•en v. med. ὁ ἐγκαλείμενος el demandante, IG l.c.
•en v. pas. ὁ ἐγκαλούμενος el acusado ἀξιῶ ἀκθῆναι (l. ἀχθ-) τοὺς ἐγκαλουμένους BGU 22.35 (II d.C.); τὰ ἐγκαλούμενα las acusaciones Anaximen.Rh.1444a5.
English (Strong)
from ἐν and καλέω; to call in (as a debt or demand), i.e. bring to account (charge, criminate, etc.): accuse, call in question, implead, lay to the charge.
English (Thayer)
(see ἐν, III:3) ἐγκάλω; future ἐγκαλέσω; imperfect ἐνεκάλουν; (present passive ἐγκαλοῦμαι); properly, to call (something) in someone (ἐν (i. e. probably in his case; or possibly, as rooted in him)); hence, to call to account, bring a charge against, accuse: as in classic Greek followed by the dative of the person (cf. Winer's Grammar, § 30,9a.), κατά with the genitive of the person to come forward as accuser against, bring a charge against: to be accused (cf. Buttmann, § 134,4 (sec. 133,9; yet cf. Meyer on Acts as below, Winer's Grammar, as above)); with the genitive of the thing: στάσεως, ἀσεβείας ἐς τόν Τιβεριον ἐγκληθείς, Dio Cassius, 58,4; active with the dative of the person and the genitive of the thing, Plutarch, Aristotle 10,9; see Winer s Grammar, as above; Matthiae, § 369); περί τούτων, ὧν ἐγκαλοῦμαι, unless this is to be resolved into περί τούτων ἅ, etc., according to the well-known construction ἐγκάλειν τίνι τί, περί τίνος (active, Diodorus 11,83) Buttmann, § 133,9). (In Greek writings from Sophocles and Xenophon down.) (Synonym: see κατηγορέω, at the end.)
Greek Monotonic
ἐγκᾰλέω: μέλ. -έσω, παρακ. -κέκληκα·
I. απαιτώ δικαστικά μια οφειλή, χρέος, σε Ξεν. κ.λπ.
II. αποδίδω κατηγορία κατά ενός προσώπου, φόνον ἐγκαλεῖν τινι, αποδίδω κατηγορία, εγκαλώ κάποιον για φόνο, σε Σοφ., Πλάτ.· κατηγορώ, τινί, σε Θουκ. κ.λπ.· ἐγκ. τι, αποδίδω κατηγορία, σε Σοφ., Θουκ.