δακρυόεις

From LSJ
Revision as of 22:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακρυόεις Medium diacritics: δακρυόεις Low diacritics: δακρυόεις Capitals: ΔΑΚΡΥΟΕΙΣ
Transliteration A: dakryóeis Transliteration B: dakryoeis Transliteration C: dakryoeis Beta Code: dakruo/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, neut.

   A -όειν A.R.4.1291:    1 of persons, tearful, Il.21.506, etc.; γόος Od.24.323; δακρυόεν γελάσασα smiling through tears, Il.6.484.    2 of things, causing tears, πόλεμος, ἄλγεα, θάνατος, 5.737, Hes.Th.227, etc.

German (Pape)

[Seite 519] εσσα, εν, thränenreich: – a) weinend, Thränen vergießend, von Menschen: δακρυόεις πάις Iliad. 22, 499; δακρ υόεσσα κούρη Iliad. 16, 10; δακρυόεντες ἑταῐροι Odyss. 10, 415; δακρυόεσσαι Νηρηίδες Iliad. 18, 66. – Odyss. 4, 801 γόοιο δακρυόεντος; Iliad. 6. 484 δακρυόεν γελάσασα. durch Thränen lächelnd. – Auch Folgende, z. B. Eur. Phoen. 323. – b) Thränen verursachend, Weinen erregend: πόλεμον δακρυόεντα Iliad. 5, 737; μάχης δακρυοέσσης Iliad. 13, 765; ἰῶκα δακρυόεσσαν Iliad. 11, 601. – Folgende: ἄλγεα Hes. Th. 227; πεύκη Ἰλίῳ δ., die Ilios Thränen brachte, Eur. Hel. 234; κόνις, δόμος, Anth. (App. 9, 35. 260).

Greek (Liddell-Scott)

δακρυόεις: εσσα, εν, 1) ἐπὶ προσώπων, πλήρης δακρύων, ὁ πολὺ κλαίων, Ἰλ. Φ. 506, κτλ.· οὕτω γόος Ὀδ. Ω. 322· δακρυόεν γελάσαι, ὡς ἐπίρρ., μειδιῶ διὰ μέσου τῶν δακρύων, Ἰλ. Ζ. 484. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὁ πλήρης δακρύων, παρέχων δάκρυα, πόλεμος, μάχη Ἰλ. Ε. 737.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
1 plein de larmes : γόος δακρυόεις OD gémissement mêlé de larmes ; δακρυόεν γελάσασα IL ayant souri sous les larmes;
2 qui fait pleurer (guerre, combat, douleur, etc.).
Étymologie: δάκρυον.

English (Autenrieth)

εσσα, εν: weeping, tearful; δακρυόεν γελάσᾶσα, ‘through her tears,’ Il. 6.484; applied to πόλεμος, μάχη, Il. 5.737.

Spanish (DGE)

-εσσα, -εν

• Morfología: [sg. ac. neutr. -ειν A.R.4.1291]
1 de pers. lloroso, lleno de lágrimas πάϊς Il.22.499, κούρη Il.16.10, cf. 18.66, 21.506, E.Ph.323, Theoc.13.54, τὸν δὲ προσέφα Μελέαγρος δ. B.5.94, cf. A.R.4.1277, Γοργώ AP 7.647 (Simon. o Simm.)
neutr. sg. adv. entre lágrimas, con lágrimas δακρυόεν γελάσασα sonriendo entre lágrimas, Il.6.484, cf. Orph.A.447, χεροῖν σφέας ἀμφιβαλόντες δακρυόειν ἀγάπαζον abrazándose demostraban su afecto entre lágrimas A.R.l.c., cf. E.IA 791
fig. ὁ δ. ... πέτρος ref. a Níobe, Call.Ap.22, cf. Nonn.D.14.273, ψυχή Nonn.D.16.303.
2 de abstr. lacrimoso, flébil γόος Od.24.323, λόγος E.Hel.336, πότμος AP 7.44, ὀαρισμός Q.S.7.316
lacrimoso, que hace llorar πόλεμος Il.5.737, Hes.Fr.25.9, Ibyc.1(a).7, IG 13.1399.4 (VI a.C.), Q.S.9.329, μάχη Il.13.765, ἄλγεα Hes.Th.227, θάνατος IG 13.1215.2, μνε͂μα IG 13.1357.1 (ambas VI a.C.), σῆμα GVI 633.1 (Renea II a.C.), Ἀίδας CEG 148.2 (Selinunte V a.C.), IG 22.12516.5 (II d.C.), πένθεα Q.S.5.473; v. tb. ζακρυόεις.

Greek Monolingual

δακρυόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. (για πρόσ.) γεμάτος δάκρυα, δακρυσμένος
2. (για πράγμ.) όποιος προκαλεί δάκρυα, ο αίτιος δακρύων
3. (το ουδ. ως επίρρ.) φρ. «δακρυόεν γελάσασα» — αφού χαμογέλασε με δάκρυα στα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + -όεις (πρβλ. αιετόεις, αιματόεις, ακρυόεις)].

Greek Monotonic

δακρυόεις: -εσσα, -εν (δάκρυον),
1. λέγεται για πρόσωπα, δακρύβρεχτος, γεμάτος δάκρυα, βουρκωμένος, σε Όμηρ.· δακρυόεν γελάσαι, ως επίρρ., γελώ μέσα από τα δάκρυα, κλαυσίγελως (ανακατεμένο γέλιο και κλάμα), σε Ομήρ. Ιλ.
2. λέγεται για πράγματα, κάτι που προκαλεί δάκρυα, αξιοδάκρυτος, αξιοθρήνητος, πόλεμος, μάχη, στο ίδ.