πρυμνός

From LSJ
Revision as of 10:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρυμνός Medium diacritics: πρυμνός Low diacritics: πρυμνός Capitals: ΠΡΥΜΝΟΣ
Transliteration A: prymnós Transliteration B: prymnos Transliteration C: prymnos Beta Code: prumno/s

English (LSJ)

ή, όν, Ep.Adj.

   A hindmost, undermost, end-most, π. βραχίων the end of the arm (where it joins the shoulder), Il.13.532, 16.323; π. γλῶσσα, κέρα, σκέλος, ὦμος, the end of the [limb] next the body, 5.292, 13.705, 16.314, Od.17.504; ὕλην π. ἐκτάμνειν cut off at the root, Il.12.149; δόρυ π. the lowest part of a spear-head (where it joins the shaft), 17.618; [λᾶας] πρυμνὸς παχύς broad at base, opp. ὕπερθεν ὀξύς, 12.446; πέτραι τε [πρ] υμναί broad-based rocks, prob. in E.Antiop.p.21 A.: Sup. πρυμνότατος Od.17.463; cf. πρύμνα, πρυμνόν; Hsch. has πρυμνός· κάτωθεν βαρύς, ἢ πλοῦτος.

German (Pape)

[Seite 801] der äußerste, letzte, hinterste; βραχίων, das äußerste Ende des Armes, womit der Arm an der Schulter ansitzt, Il. 13, 532. 16, 323; γλῶσσα, 5, 292; σκέλος, ἔνθα πάχιστος μυὼν ἀνθρώπου πέλεται, 16, 314; auch κέρας, 13, 705; u. so von Gliedern immer der Theil, der dem Leibe zunächst ist, die Wurzel; πρυμνὴν ὕλην ἐκταμόντες, 12, 149, das Holz am untersten Ende, an der Wurzel abhauen; δόρυ πρυμνόν, das untere Ende der Lanzenspitze, 17, 618, Schol. ἐπιδορατίς; auch im superl., πρυμνότατον κατὰ νῶτον, Od. 17, 463; substantivisch gebraucht, πρυμνὸν θέναρος, Il. 5, 339 (vgl. πρύμνα); Pind. πρυμνοῖς ἀγορᾶς ἔπι, P. 5, 87, an dem äußersten Ende des Marktes; ἀπὸ πρυμνᾶς Ὄσσας ἱερὰς νάπας, Eur. El. 445; sp. D. – Es ist verwandt mit πρέμνον u. wird im E. M. von πείρω, περάω abgeleitet.

Greek (Liddell-Scott)

πρυμνός: -ή, -όν, Ἐπικ. ἐπίθ., ὁ ἔσχατος, τελευταῖος, Ὅμ.· πρυμνὸς βραχίων, τὸ ἔσχατον μέρος τοῦ βραχίονος (ἔνθα συνδέεται πρὸς τὸν ὦμον), Ἰλ. Ν. 532, Π. 323· πρ. γλῶσσα, κέρας, σκέλος, ὦμος, ἐν ἅπασι δὲ τούτοις σημαίνει τὸ πρὸς τὸ σῶμα ἔσχατον μέρος τοῦ μέλους, δηλ. τὴν ῥίζαν αὐτοῦ, Ἰλ. Ε. 292, Ν. 705., Π. 314, Ὀδ. Ρ. 504· οὕτως, ὕλην πρυμνὴν ἐκτάμνοντες, κόπτοντες τὰ δένδρα τοῦ δάσους ἐκ τῆς ῥίζης, Ἰλ. Μ. 149· δόρυ πρυμνόν, τὸ κατώτατον μέρος τῆς αἰχμῆς δόρατος, καθ’ ὃ δηλ. συνάπτεται μετὰ τοῦ ξύλου, Ρ. 618· λᾶας... πρυμνὸς παχύς, πλατὺς κατὰ τὴν βάσιν, ἀντίθετ. τῷ ὕπερθεν ὀξὺς (ὅπερ ἕπεται), Μ. 446· ὑπερθ. πρυμνότατος Ὀδ. Ρ. 463 - περὶ τοῦ πρύμνη ναῦς, ἴδε ἐν λέξ. πρύμνα· ἴδε ὡσαύτως πρυμνόν, τό. (Κατὰ τὸν Μέγαν Ἐτυμ. ἐκ τοῦ πείρω, περάω· -συγγενές τῷ πρέμνον).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui est au bout, à l’extrémité :
1 qui est à l’extrémité supérieure : πρυμνὸς βραχίων IL le haut du bras, près de l’épaule ; πρυμνὸν σκέλος IL le haut de la jambe, le mollet ; πρυμνὴ γλῶσσα IL la racine de la langue;
2 qui est à l’extrémité inférieure : πρυμνὴ ὕλη IL bois à la racine ou au pied ; subst. τὸ πρυμνόν IL le bout inférieur, l’extrémité inférieure;
Sp. πρυμνότατος.
Étymologie: apparenté à πρέμνον.

English (Autenrieth)

sup. πρυμνότατος (Od. 17.463): at the extreme end, usually the lower or hinder part; βραχίων, ‘end’ of the arm near the shoulder, Il. 13.532 ; γλῶσσα, ‘root’ of the tongue, Il. 5.292; so κέρας, Il. 13.705; νηῦς πρυμνή, at the stern, ‘aft,’ ‘after part,’ cf. πρύμνη, Od. 2.417; δόρυ, here apparently the upper end, ‘by the point,’ Il. 17.618; of a stone, πρυμνὸς παχύς, thick ‘at the base,’ Il. 12.446 ; ὕλην πρυμνήν, wood ‘at the root,’ Il. 12.149.—Neut. as subst., πρυμ- νὸν θέναρος, ‘end of the palm,’ just below the fingers, Il. 5.339.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
(επικ. τ.)
1. έσχατος, τελευταίος («πρυμνὸς βραχίων» — το έσχατο τμήμα του βραχίονα το οποίο συνδέεται με τον ώμο, Ομ. Ιλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «πρυμνός
κάτωθεν βαρὺς ἤ πλοῡτος»
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρυμνόν
το κατώτατο τμήμα, το άκρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πρύμνη.

Greek Monotonic

πρυμνός: -ή, -όν, Επικ. επίθ., έσχατος, τελευταίος· στον Όμηρ. πάντα το έσχατο μέρος, μέλος του σώματος, η ρίζα, πρυμνὸς βραχίων, πρυμνὴ γλῶσσα κ.λπ.· ομοίως, πρυμνὴν ὕλην ἐκτάμνειν, κόβω το δέντρο από την ρίζα, σύρριζα, σε Ομήρ. Ιλ.· δόρυ πρυμνόν, το κατώτατο μέρος της αιχμής του δόρατος, εκεί όπου συνάπτεται με την ξύλινη λαβή, στέλεχος, στο ίδ.· λᾶας πρυμνὸς παχύς, λίθος πλατύς στη βάση, αντίθ. προς το ὕπερθεν ὀξύς (που ακολουθεί), στο ίδ.· υπερθ. πρυμνότατος, σε Ομήρ. Οδ.· για το πρύμνη ναῦς, βλ. πρύμνα (αμφίβ. προέλ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρυμνός -ή -όν [~ πρύμνα] uiterste, achterste: pred. voor achterste deel van iets; π. γλῶσσα wortel van de tong Il. 5.292; σκέλος bovenbeen Il. 16.314; ὕλην πρυμνὴν ἐκτάμοντες de bomen bij de wortel afsnijdend Il. 12.149; πρυμνὸς παχύς, αὐτὰρ ὕπερθεν ὀξὺς ἔην van onder was hij breed, maar van boven scherp (van een steen) Il. 12.446; subst. πρυμνὸν θέναρος handwortel. Il. 5.339.