διαπαντός
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
Adv., later spelling of διὰ παντός,
A v. διά A.11.1.
German (Pape)
[Seite 593] durchgängig, immer; besser getrennt zu schreiben.
Greek (Liddell-Scott)
διαπαντός: ἐπίρρ., ὀρθῶς γραφόμενον διὰ παντός, ἴδε διά ΙΙ. 1.
French (Bailly abrégé)
ou διὰ παντός;
v. πᾶς.
Spanish (DGE)
adv. por διὰ παντός frec. cód. del todo δουλεύειν D.H.Isoc.13.4, cf. Epict.Gnom.39, I.AI 7.161, Aesop.292, PMich.636.7, 14 (IV d.C.), Corp.Herm.Fr.Ox.4.2
•ref. al tiempo continuamente, siempre διὰ τὴν πρὸς τὴν πατρίδα δ. τοῦ γένους εὔνοιαν MAMA 6.115.9 (Heraclea I d.C.), φυλάξει δ. ἣν εἶχεν ἐξ ἀρχῆς κατάστασιν Gal.1.419, τὰς ὑψώσεις ... δ. ἐν τῷ λάρυγγι φέροντες guardando siempre en la garganta las alabanzas Gr.Naz.M.36.249B, μανθάνειν παρὰ Θεοῦ Iren.Lugd.Haer.2.28.3, ἵνα δυνηθῇς δ. μένειν ἐν τῇ αὐτῇ προθέσει τῆς ἡσυχίας Apoph.Patr.Sys.3.2.5.
English (Strong)
from διά and the genitive case of πᾶς; through all time, i.e. (adverbially) constantly: alway(-s), continually.
English (Thayer)
(διαπαρατριβή) διαπαρατριβης, ἡ, constant contention, incessant wrangling or strife, (παρατριβη, attrition; contention, wrangling); a word justly adopted in G L T Tr WH (for παραδιατριβαί, which see); not found elsewhere (except Clement of Alexandria, etc.); cf. Winer's Grammar, 102 (96). Cf. the double compounds διαπαρατήρειν, διαπαρακύπτομαι, Ald.; διαπαροξύνω, Josephus, Antiquities 10,7, 5. (Stephanus' Thesaurus also gives διαπαράγω, Gregory of Nyssa, ii. 177b.; διαπαραλαμβάνω; διαπαρασιωπάω, Josephus, Genes., p. 9a.; διαπαρασύρω, Schol. Lucian. ii. 796 Hemst.)
Greek Monolingual
(AM διὰ παντός) (χρον. επίρρ.)
για πάντα, παντοτινά.
Greek Monotonic
διαπαντός: ή διὰπαντός, τελείως, καθ' ολοκληρίαν, εξολοκλήρου, πέρα ως πέρα, ολωσδιόλου.
Russian (Dvoretsky)
διαπαντός: adv. чаще раздельно сплошь, непрерывно, постоянно Aesch.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαπαντός adv., latere schrijfwijze voor διὰ παντός (zie πᾶς ).