δωρεά

Revision as of 21:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

Ion. δωρ-εή, ἡ: δωρειά in earlier Attic Inscrr., IG12.77, al., δωρεά first in ib.22.1.68:—

   A gift, present, esp. bounty ( = δόσις ἀναπόδοτος Arist.Top.125a18), Hdt.2.140; δωρεὰν διδόναι Id.6.130, A.Pr.340; πορεῖν ib.616; δωρεῖσθαι Pl.Plt.290c; δ. δέχεσθαι, λαμβάνειν, Isoc.6.31, 15.40; ironically, θάνατόν τινι δωρεὰν ἀποδοῦναι Antipho 5.34; δ. ἔχειν S.Aj.1032, D.18.312; ἐν χάριτος μέρει καὶ δωρειᾶς D.21.165; δωρειὰν καὶ χάριν ib.172, cf. Pl.Lg.844d; of a legacy, D.27.41, 65; δωρεαί privileges and immunities, opp. δῶρα, gifts in cash or kind, Philostr.VS2.10.4.    2 estate granted by a king, fief, Phoenicid. 4.7, PSI5.511.4, 518.2 (iii B.C.).    II acc. δωρεάν as Adv., as a free gift, freely, Hdt.5.23, prob. in And.1.4; μηδὲν δ. πράττειν Plb. 18.34.7, cf. LXX Jb.1.9; δ. λειτουργεῖν Test.Epict.4.27, cf. Inscr.Prien. 4.17 (iv B.C.); so κατὰ δωρεάν IG7.2711.13, al. (Acraeph., i A. D.); ἐν δωρεᾷ προσνεῖμαι Plb.22.5.4; but γῆν (ἀμπελῶνα, etc.) ἐν δωρεᾷ ἔχειν to hold land by a royal grant, PRev. Laws 36.15 (iii B.C.), cf. 43.11, 44.3.    2 to no purpose, for naught, Ep.Gal.2.21.

German (Pape)

[Seite 695] ἡ, Gabe, Geschenk, bes. Ehrengeschenk; Aesch. Prom. 619; Soph. Ai. 1032; Her. 5, 23; att. Prosa, διδόναι, δωρεῖσθαι, Plat. Rep. V, 468 Polit. 290 c; Legat, Vermächtniß, Is. 1 u. öfter; Dem. 27, 41; δωρεάν τι λαβεῖν, etwas als Geschenk empfangen, δοῦναι, Lys. 7, 4; Dem. 19, 171; dah. δωρεάν, adverb., geschenkweis, umsonst, πράττειν, Pol. 18, 17, 7, u. bes. Sp.; auch ἐν δωρεᾷ διδόναι τι, Pol. 93, 3, 4, als Geschenk.

Greek (Liddell-Scott)

δωρεά: Ἰων. -εή, ἡ· ὡσαύτως δωρειά, Meisterh. 40 καὶ 44· -δῶρον, ἰδίως τιμητικὸν δῶρον, Λατ. beneficium (δόσις ἀναπόδοτος Ἀριστ. Τοπ. 4. 4, 11), Ἡρόδ. 2. 140, Ἰσοκρ. 122A, κτλ.· δωρεὰν διδόναι, πορεῖν, δωρεῖσθαί τι, παρέχειν δωρεάν, ἄνευ ἀμοιβῆς, Ἡρόδ. 6. 130, Αἰσχύλ. Πρ. 338, 616, Πλάτ. Πολιτ. 290C· εἰρωνικῶς, θάνατόν τινι δωρεὰν ἀποδοῦναι Ἀντιφῶν 133. 25· δ. ἔχειν Σοφ. Αἴ. 1032, Δημ. 329. 17· ἐν χάριτος μέρει καὶ δωρεᾶς Δημ. 568. 1· δωρεὰν καὶ χάριν ὁ αὐτ. 570. 12· -ἐπὶ κληρονομίας ἢ κληροδοτήματος, ὁ αὐτ. 826. 11., 834. 11. 2) αἰτ. δωρεὰν ὡς ἐπίρρ., ὡς τὰ δωτίνην, προῖκα, ὡς δῶρον, ἐλευθέρως, Λατ. gratis, Ἡρόδ. 5. 23, Ἀνδοκ. 1. 22, κτλ., (οὕτως, ἐν δωρεᾷ Πολύβ. 23. 3, 4). 3) ἀσκόπως, ματαίως, ἄνευ λόγου ἀποχρῶντος, Ἑβδ. (Ἰὼβ. α΄, 9), πρὸς Γαλάτ. β΄, 21.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
ion. εή, ῆς;
don, présent, gratification ; adv. • δωρεάν (ion. δωρεήν) en pur don, gratuitement.
Étymologie: δῶρον.

Spanish (DGE)

-ᾶς, ἡ

• Alolema(s): jón. -εή Hdt.2.140, 6.130, Herod.2.19, Luc.Syr.D.25, át. tb. δωρειά A.Pr.338 (cj.), 616 (cj.), D.21.165, 172, IG 13.41.21 (V a.C.); cret. δοριά ICr.4.64 (Gortina V a.C.); δουρρά ISE 99.22 (Cranón II a.C.)
I 1don, regalo, presente ref. cosas materiales τάλαντον ἀργυρίου ... δωρεὴν δίδωμι doy como regalo un talento de plata Hdt.6.130, de unas tierras concedidas por el rey, Hdt.5.23, cf. 2.140, Isoc.6.31, ἐκείνου τήνδε δωρεὰν ἔχων S.Ai.1032, δωρεὰς θεοῖς ... δωρεῖσθαι hacer ofrendas a los dioses Pl.Plt.290c, διττὰς ἡμῖν δωρεὰς ἡ θεὸς ἔχει Pl.Lg.844d, λαμβάνειν ... δωρεάς Isoc.15.40, cf. Theopomp.Hist.312, Eu.Matt.10.8, Vett.Val.174.15, γῆ πολλὴ ... δωρεὰ ὑπάρχουσα And.Myst.4, μᾶλλον ἐν ταῖς συνουσίαις ἢ ταῖς δωρεαῖς Theopomp.Hist.162, αἱ τοῦ Νείλου δωρεαί OGI 666.9 (Busiris I d.C.), τὴν πόλιν πεφιλοτειμημένοις ἔν τε ἀναλώμασιν ... καὶ δωρεαῖς TAM 3(1).4.11 (Termeso II d.C.), ἐξ ἰδίας δωρεᾶς καὶ φιλοτιμίας SEG 44.1174.5, cf. 1172.8 (ambas Enoanda III d.C.)
gracia, favor, beneficio gener. ref. a acciones o abstr. τήνδε δωρειὰν ἐμοὶ δώσειν ... ὥστε ... σ' ἐκλῦσαι πόνων A.Pr.338, cf. Apoc.21.6, δεδώκατε τὴν δωρειὰν ταύτην ... ἐξεῖναι ... D.21.170, πορεῖν ... δωρειάν conceder una gracia A.Pr.616, ἐν χάριτος μέρει καὶ δωρειᾶς a título de favor y regalo D.21.165, cf. 172, προσένειμαν ἐν δωρεᾷ Plb.22.5.4, cf. Theod.Lect.Epit.352
irón. οὗτοι δὲ θάνατον τῷ μηνυτῇ τὴν δωρεὰν ἀπέδοσαν Antipho 5.34.
2 institucional merced, privilegio otorgado por el emperador βασιλικαὶ δωρεαί Malay, Researches 131.8 (II d.C.), καλῶ δὲ δωρεὰς μὲν τάς τε σιτήσεις καὶ τὰς προεδρίας ... καὶ ὅσα ἄλλα λαμπρύνει ἄνδρας op. δῶρα ‘obsequios’ materiales, Philostr.VS 589.
3 admin., tipo de impuesto que gravaba ventas de tierras PHib.66.1, SB 5729.10 (ambos III a.C.).
4 fig. don natural, talento ἔπεισεν δὲ καὶ τὰς λοιπὰς Μούσας ἑκάστην τι τῆς ἰδίας δωρεᾶς χαρίσασθαι Vit.Aesop.G 7
gracia, don divino del agua de la vida Eu.Io.4.10, Act.Ap.8.20, del bautismo Hom.Clem.13.10.
II jur.
1 legado testamentario τάς τε δωρεὰς ἵνα μὴ δοκῶσιν ἔχειν D.27.41, cf. 65.
2 concesión de tierra como merced real en época ptolemaica, dada en usufructo con carácter revocable δωρεὰν ἔφη τινὰ παρὰ τοῦ βασιλέως λαμβάνειν Phoenicid.4.7, ἡ ἐν δωρεᾷ γῆ BGU 1238.13, PSI 511.4, 518.2, PPetr.2.39g.14 (todas III a.C.).
3 en derecho romano donatio, donación: ante nuptias ἡ πρὸ γάμου δ. PMasp.5.12 (VI d.C.), 6ue.19, 73 (VI d.C.), PLond.1708.116 (VI d.C.), Cod.Iust.1.3.52.15, ἡ προγαμιαία δ. Iust.Nou.22.45.2
propter nuptias τῇ διὰ τοὺς γάμους δωρεᾷ Iust.Nou.117.10
mortis causa εἴ τις τελευτῶν εὐσεβῆ ποιοῖτο διατύπωσιν ... ἢ κατὰ mortis causa δωρεάν Cod.Iust.1.3.45 proem.
III ac. δωρεάν como adv. o en otras expr. adverb.
1 gratis, sin cobrar, sin recibir nada a cambio δ. ἔδοκαν ... ἀτέλειαν ICr.l.c. ἔδωκα δ. τὰ λύτρα D.19.170, μηδὲν δ. πράττειν Plb.18.34.7, cf. LXX Ib.1.9, δ. λειτουργεῖν IPr.4.17 (IV a.C.), IMaff.31.4.27 (Tera I d.C.), οἵδε ... εἰσευπ[όρησαν] οἳ μὲν δωρεάν, οἳ δὲ ἄτοκα Jahresh. 11.1908.56.32 (Halicarnaso III a.C.), μηδὲ συναναγκάζειν ἔργα δ. συντελεῖν COrd.Ptol.53.187 (II a.C.), cf. 250, PSI 400.16 (III a.C.), IAssos 25.2 (imper.), ἰατρὸς δωρεὰν ἰώμενος A.Io.22.6, tb. c. prep. ὁ ὑμέτερος [πρεσ] βευτὴς ... ὑποσχόμενος τὴν ... πρεσ[βείαν] ... κατὰ δωρεάν aceptando vuestro embajador la embajada gratuitamente, IG 7.2711.13 (Acrefia I d.C.), en gen. δωρεᾶς ISmyrna 600.17 (II d.C.), EA 389 (Limira, Licia).
2 sin ganancia alguna, en vano εἰ γὰρ διὰ νόμου δικαιοσύνη, ἄρα Χριστὸς δωρεὰν ἀπέθανεν Ep.Gal.2.21.

English (Strong)

from δῶρον; a gratuity: gift.

English (Thayer)

δωρεᾶς, ἡ (δίδωμι); from (Aeschyh and) Herodotus down; a gift: ἡ χάρις ἐδόθη κατά τό μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ, according to the measure in which Christ gave it, τοῦ ἁγίου πνεύματος, δικαιοσύνης, L WH Tr marginal reading brackets τῆς δωρεᾶς); τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, δωρεάν (properly, as a gift, gift-wise (cf. Winer s Grammar, 230 (216); Buttmann, 153 (134))) is used adverbially; the Sept. for חִנָּם;
a. freely, for naught, gratis, gratuitously: Polybius 18,17, 7; δωρεάν ἄνευ ἀργυρίου, without just cause, unnecessarily: Symm. ἀναιτίως); so the Latin gratuitus: Livy 2,42 gratuitus furor, Seneca, epistles 105,3 (book xviii., epistle 2, § 3) odium aut est ex offensa ... aut gratuitum). (Synonym: see δόμα, at the end.)

Greek Monolingual

η (AM δωρεά
Α και δωρεή και δωρειά)
1. ό,τι παρέχεται χωρίς πληρωμή, αμοιβή ή ανταπόδοση
2. το να δωρίζει κάποιος κάτι
3. χάρη από τον θεό
4. φρ. «δωρεά του Αγίου Πνεύματος» — επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος και μυστηριακή παροχή της χάρης του θεού
4. συμφωνία, συμβόλαιο με το οποίο μεταβιβάζεται σε κάποιον περιουσιακό στοιχείο
5. (η αιτ. εν. ως επίρρ.) δωρεάν
α) ως δώρο, χάρισμα
(«αποστέλλεται, χορηγείται, παρέχεται κ.λπ. δωρεάν»)
β) χωρίς λόγο, άσκοπα
(«παιδευόμαστε δωρεάν τόσες μέρες»
«ἐμίσησάν με δωρεάν»)
μσν.- νεοελλ.
«ἁγία δωρεά» — η θεία ευχαριστία
αρχ.
1. προνόμια ή ατέλειες
2. περιοχή, κτήμα που χαρίζει ο βασιλιάς σε ανώτερους αξιωματούχους
3. το έγγραφο με το οποίο γίνεται η δωρεά.

Greek Monotonic

δωρεά: Ιων. -εή, ἡ,
I. δώρο, προσφορά, ιδίως, τιμητικό δώρο, βραβείο, επιχορήγηση, Λατ. beneficium, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
II. 1. αιτ., δωρεάν ως επίρρ., χωρίς αμοιβή, αντίτιμο, ελεύθερα, δωρεάν, ως χάρισμα, Λατ. gratis, σε Ηρόδ.
2. χωρίς σκοπό, μάταια, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

δωρεά: ион. δωρεή
1) дар, подарок, подношение Aesch., Soph., Lys., Isocr., Plat., Arst., Dem.: ἐν δωρεᾷ Polyb. и δωρεάν Her., Dem., Polyb. в виде дара или даром, но δωρεὰν ἀπέθανεν NT он напрасно умер, т. е. его смерть не принесла пользы;
2) pl. юр. дарение, завещание Dem.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δωρεά -ᾶς, ἡ, Ion. δορεή [~ δῶρον] gift, geschenk:; ἐν χάριτος μέρει καὶ δωρεᾶς bij wijze van gunst en als geschenk Dem. 21.165; pred.: τάλαντον ἀργυρίου ἑκάστῳ δωρεὴν δίδωμι ik geef ieder een talent zilver als gift Hdt. 6.130.2. adv. acc. δωρεάν\n als gift, zonder vergoeding. voor niets:. ἄρα Χριστὸς δωρεὰν ἀπέθανεν dan is Christus voor niets gestorven NT Gal. 2.21.

Middle Liddell


I. a gift, present, esp. a free gift, bounty, Lat. beneficium, Hdt., Aesch., etc.
II. acc. δωρεάν as adv., as a free gift, freely, Lat. gratis, Hdt.
2. to no purpose, in vain, NTest.