μαρτυρία

Revision as of 03:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ἡ,

   A testimony, Διονύσου μαρτυρίῃσι Od.11.325, cf. Hes.Op.282 (pl.): freq. both sg. and pl., μ. τινός his evidence, Antipho 2.2.7; μ. παρέχεσθαι Pl.Smp.179b; εἰς μ. κληθῆναι Id.Lg.937a; μαρτυριῶν ἀπέχεσθαι to refuse to give evidence, Ar.Eq.1316; ἐμβάλλεσθαι μ. ψευδῆ D.54.31; γράφειν μ. τινί serve him with a subpoena, Aeschin. 1.45; μ. ἔχειν παρά τινων ἔκ τινων Arist.Pol.1338a36: in non-legal sense, commendation, πάσης μ. ἐπιτήδειον (in sense of ἄξιον) SIG1073.17 (Olympia, ii A.D.): in pl., demonstrations of favour, POxy.41.18 (iii/iv A.D.).    II Astrol., aspect, Vett. Val.5.5, Gal. 19.532, Man. 1.124, Procl.Par.Ptol.255.

Greek (Liddell-Scott)

μαρτῠρία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, «μαρτυρία», ὁμολογία, «κατάθεσις», Διονύσου μαρτυρίῃσιν Ὀδ. Λ. 325, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 280· καὶ συχν. παρ’ Ἀττ. ἔν τε τῷ ἑνικ. καὶ ἐν τῷ πληθ., μ. τινὸς Ἀντιφῶν 117. 9· μ. παρέχεσθαι ὁ αὐτ. 132. 9, Πλάτ. Συμπ. 179Β· εἰς μ. κληθῆναι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 937A· μαρτυριῶν ἀπέχομαι, ἀρνοῦμαι νὰ δώσω μαρτυρίαν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1316· ψευδῆ μ. ἐμβάλλεσθαι Δημ. 1266. 16· γράφειν μ. τινί, κλητεύειν τινὰ εἰς μαρτυρίαν, Αἰσχίν. 7. 12 καὶ 24· μ. ἔχειν ἔκ τινος Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 3, 11. Πρβλ. μαρτυρέω ἐν τέλ. 2) = μαρτύριον, Μαρτύρ. Πολυκάρπ. 1029A, κ. ἀλλ., Εὐσ. ΙΙ, 137A, κλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
déposition d’un témoin, témoignage.
Étymologie: μάρτυς.

English (Strong)

from μάρτυς; evidence given (judicially or genitive case): record, report, testimony, witness.

English (Thayer)

μαρτυρίας, ἡ (μαρτυρέω, which see) (from Homer down);
1. a testifying: the office committed to the prophets of testifying concerning future events, testimony: universally, κατά τίνος, against one, μαρτυρέω, a.), given by — John the Baptist: ἡ μαρτυρία τοῦ Ἰωάννου, βάπτισμα, 3)) and the expiatory death of Christ, with a subject. genitive τοῦ Θεοῦ, σου τήν μαρτυρίαν περί ἐμοῦ, Winer's Grammar, 137 (130)); the other followers of Christ: αὐτῶν, Ἰησοῦ, ἔχειν this μαρτυρία is to hold the testimony, to persevere steadfastly in bearing it, ἔχω, I:1d.); others, however, explain it to have the duty of testifying laid upon oneself); elsewhere the testimony of Christ is that which he gives concerning divine things, of which he alone has thorough knowledge, ἡ μαρτυρία Ἰησοῦ, that testimony which he gave concerning future events relating to the consummation of the kingdom of God, διά τήν μαρτυρίαν Ἰησοῦ Χριστοῦ, to receive this testimony, Revelation 1:9.

Greek Monolingual

η (AM μαρτυρία μαρτυρώ
1. γραπτή ή προφορική, ένορκη ή μη, κατάθεση όσων γνωρίζει ή έχει αντιληφθεί κάποιος σχετικά με μια εξεταζόμενη υπόθεση (α. «έδωσε μαρτυρία για την υπόθεση του εμπορίου ναρκωτικών» β. «εμβάλλεται μαρτυρίαν ψευδή», Δημοσθ.)
2. απόδειξη, διαβεβαίωση, πιστοποίηση («ἱκανὴν μαρτυρίαν παρέχεται ὑπὲρ τοῡδε τοῡ λόγου», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. ό,τι έχει λεχθεί ή γραφεί για κάποιο θέμα, παραδεδομένη πληροφορία
2. (βυζ. μουσ.) στον πληθ. οι μαρτυρίες
σημεία που τίθενται στην αρχή του μέλους για να προσδιοριστεί ο ήχος ή στο τέλος μουσικής φράσης για να υποβοηθηθεί ο έλεγχος της μουσικής ανάγνωσης
νεοελλ.-μσν.
1. γνώμη, άποψη
2. φρ. «έχω (εις) μαρτυρία» ή «φέρω (εις) μαρτυρία» — επικαλούμαι κάποιον ως μάρτυρα
μσν.
1. εντολή, νόμος
2. μάρτυρας
3. μαρτυρικός θάνατος για τη χριστιανική πίστη
4. φρ. α) «ἔρχομαι στὴ μαρτυρία» — ζητώ τη γνώμη κάποιου
β) «σύρω μαρτυρίαν» ή «φέρω μαρτυρίαν» — καταθέτω ως μάρτυρας
μσν.-αρχ.
1. μαρτύριο, βασανιστήριο
2. ομολογία πίστης στον Χριστό
αρχ.
αστρολ. άποψη, θέα.

Greek Monotonic

μαρτῠρία: ἡ, μαρτυρία, κατάθεση, ένδειξη, συχνά στον πληθ., σε Ομήρ. Οδ.· μαρτυριῶν ἀπέχεσθαι, αρνούμαι να δώσω κατάθεση, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

μαρτῠρία: ἡ свидетельство, показание, подтверждение: Διονύσου μαρτυρίῃσιν Hom. на основании показаний Диониса; ὁ εἰς μαρτυρίαν κληθείς Plat. вызванный для дачи показаний.

Middle Liddell


witness, testimony, evidence, often in pl., Od.; μαρτυριῶν ἀπέχεσθαι to refuse to give evidence, Ar.