ἄποινα

From LSJ
Revision as of 14:10, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄποινα Medium diacritics: ἄποινα Low diacritics: άποινα Capitals: ΑΠΟΙΝΑ
Transliteration A: ápoina Transliteration B: apoina Transliteration C: apoina Beta Code: a)/poina

English (LSJ)

τά, (by haplology for ἀπό-ποινα (ποινή,) cf.

   A ἀπετίνυτο ποινήν Il.16.398; τὰ χρήματα ἄποινα ὠνόμαζον οἱ παλαιοί D.23.33):    I Hom. (only in Il.), ransom or price paid, whether to recover one's freedom when taken prisoner, φέρων ἀπερείσι' ἄ. Il.1.13; οὐκ ἀπεδέξατ' ἄ. ib.95,al., cf. Hdt.6.79; or to save one's life, Il.6.46, 10.380, al., Thgn.727; or for the corpse of a slain friend, ὃς ἄ. φέροι καὶ νεκρὸν ἄγοιτο Il.24.139: freq. with gen. of the person ransomed, ἄ. κούρης, υἷος, ransom for them, 1.111, 2.230 ; νεκροῖο δὲ δέξαι ἄ. 24.137.    II generally, atonement, compensation, penalty, ἂψ ἐθέλω ἀρέσαι δόμεναί τ' ἀπερείσι' ἄ. 9.120, cf. Hdt.9.120; ὕβρεως, μιασμάτων ἄ., for violence, etc., A.Pers.808, Ag.1420, cf. 1670, E.Ba.516, Alc.7; in IT 1459 τῆς σῆς σφαγῆς ἄ. prob. redemption, rescue from death.—Rare in Prose, ἀποίνοις ἐξιλασθῆναι Pl.Lg.862c, cf. Hdt. l.c., Parth.8. 5.    2 in good sense, recompense, reward, freq. c. gen., ἄποιν' ἀρετᾶς Pi.P.2.14, cf. O.7.16, al.: in sg., τοῦτο γὰρ ἀντ' ἀγαθοῖο νόου εἴληχεν ἄποινον IG14.1389i10.

German (Pape)

[Seite 304] ων, τά, (verwandt ποινή, φόνος, φόνιος, πέφνειν; die Natur des α zweifelhaft), Lösegeld, für Kriegsgefangene, Hom. oft, nur in der Ilias, gen. ἀποίνων 11, 106, sonst immer in der Form ἄποινα; τινός, Lösegeld für Jem., υἷος ἄπ. Iliad. 2, 230, κούρης ἄπ. 1, 111; νεκροῖο ἄποινα, für die Auslieferung des Leichnams, 24. 137; ἀγλαὰ ἄπ. 1, 23. 111, ἀεικέα ἄπ. 24, 594, ἄξια ἄπ. 6, 46, ἀπερείσια ἄπ. 1, 13, εἰκοσινήριτα ἄπ. 22, 349; überh. Entschädigung, Ersatz 9, 120. 19, 138. In Solons Gesetzen: Blutgeld für einen Erschlagenen, um die Blutrache der nächsten Verwandten abzukaufen, vgl. Plat. Legg. IX, 862 c. – Vergeltung, ὕβρεως, μιασμάτων, Aesch. Pers. 794; Ag. 1394; auch im guten Sinne, Belohnung, Preis, ἁρετᾶς, εὐκλεῶν ἔργων, νίκας, Pind. P. 2, 14 I. 3, 7. 7, 4. – Auch in Prosa, Her. 4, 79. 9, 120; Plat. Rep. III, 393 e u. sonst, obwohl es Th. Mag. für poetisch erkl.; Dem. 23, 33 sagt: ἄποινα τὰ χρήματα ὠνόμαζον οἱ παλαιοί Davon

Greek (Liddell-Scott)

ἄποινα: -ων, τά: (πιθανῶς ἐκ τοῦ α εὐφων., ποινὴ καὶ ἑπομένως σχεδὸν = ποινή, ποιναί· πρβλ. τὴν φράσιν, τὰ χρήματα ἄποινα ὠνόμαζον οἱ παλαιοὶ Δημ. 630, ἐν τέλ.: Ι. παρ’ Ὁμ. (μόνον ἐν Ἰλ.), πολὺ ὅμοιον τῷ λύτρα, εἴτε πρὸς ἀνάκτησιν τῆς ἐλευθερίας αἰχμαλωτισθέντος, ὡς φέρων ἀπερείσι’ ἀπ. Ἰλ. Α. 13· οὐκ ἀπεδέξατ’ ἄπ. αὐτόθι 95, κ. ἀλλ., πρβλ. Ἡρόδ. 6. 79· εἴτε ὡς τὸ ζωάγρια, ὅπως ἐξαγοράσῃ τις τὴν ἑαυτοῦ ζωήν, Ἰλ. Ζ. 49, Κ. 380, κτλ., πρβλ. Θέογν. 727· ἢ πρὸς ἀνάκτησιν τοῦ νεκροῦ σώματος φονευθέντος φίλου, ὅς ἄπ. φέροι καὶ νεκρὸν ἄγοιτο Ἰλ. Ω. 139· - συχνάκις μετὰ γεν. τοῦ ἐξαγοραζομένου προσώπου, ἄποινα κούρης, υἷος, λύτρα διὰ τὴν κόρην, διὰ τὸν υἱόν, Α. 111, Β. 230· νεκροῖο δὲ δέξαι ἄπ. Ω. 137. ΙΙ. καθόλου, ἐξιλέωσις, ἀποζημίωσις, ποινή, ἄψ ἐθέλω ἀρέσαι δόμεναί τ’ ἀπερείσι’ ἄπ. Ι. 120, πρβλ. Ἡρόδ. 9. 120: ἰδίως κατὰ τοὺς νόμους τοῦ Σόλωνος, τὸ πρόστιμον τὸ ὀφειλόμενον ὑπὸ τοῦ φονέως εἰς τὸν πλησιαίτατον συγγενῆ ὡς τὸ παλαιὸν Σκανδιναυικὸν καὶ Σαξονικὸν weregild, Πλάτ. Νόμ. 862C· ὕβρεως, μιασμάτων, μωρίας ἀπ. διὰ βίαν, ὕβριν, κτλ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 808, Ἀγ. 1420, 1670, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 516, Ἄλκ. 7· ἐν Ι. Τ. 1459 τῆς σῆς σφαγῆς ἄποινα πιθ. σημαίνει ἀπολύτρωσιν, διάσωσιν ἀπὸ τοῦ θανάτου, σπάνιον παρὰ πεζοῖς· ἀποίνοις ἐξιλασθῆναι Πλάτ. Νόμ. 862C, πρβλ. Πολ. 393Ε. 2) ὁ Πίνδ. πολλάκις μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἀνταμοιβή, κατὰ τὸ πλεῖστον ἀπολ., μετὰ γεν. ἀνταμοιβή, ἀμοιβὴ δια.., ἄποιν’ ἀρετᾶς Π. 2. 26: - καθ’ ἑνικὸν ἀριθμ., τοῦτο γὰρ ἀντ’ ἀγαθοῖο νόου εἴληχεν ἄποινον Συλλογ. Ἐπιγρ. 6280Β. 10.

French (Bailly abrégé)

ῶν (τά) :
rançon ; τῆς σῆς σφαγῆς ἄποινα EUR comme rachat de ton immolation, pour tenir lieu de ton sang non versé ; en gén. expiation.
Étymologie: ἀ, ποινή.

English (Autenrieth)

ων (ποινή): ransom, recompense, satisfaction; τινός, ‘for one,’ Il. 1.111, etc.

English (Slater)

ᾰποινα (τά)
   1 reward ἔργοις δε καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ, εἰ Μναμοσύνας ἕκατι λιπαράμπυκος εὕρηται ἄποινα μόχθων κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς (N. 7.16) acc. pro prep. c. gen., in reward for ὄφρα ἄνδρα παρ' Ἀλφειῷ στεφανωσάμενον αἰνέσω πυγμᾶς ἄποινα (O. 7.16) ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον ἄποιν' ἀρετᾶς (P. 2.14) εὐκλέων δ' ἔργων ἄποινα χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν (I. 3.7) Κλεάνδρῳ τις ἀνεγειρέτω κῶμον, Ἰσθμιάδος τε νίκας ἄποινα καὶ Νεμέᾳ ἀέθλων ὅτι κράτος ἐξεῦρε (I. 8.4)

Spanish (DGE)

-ων, τά

• Prosodia: [ᾰ]

• Morfología: [sg. ἄποινον IUrb.Rom.1155.10]
1 rescate de un prisionero φέρων τ' ἀπερείσι' ἄ. Il.1.13, οὐκ ἀπεδέξατ' ἄ. Il.1.95, αὐτῶν ἔχειν τὰ ἄ. Hdt.6.79, τὴν θυγατέρα λῦσαι δεξαμένους ἄποινα Pl.R.393e, para salvar la propia vida σὺ δ' ἄξια δέξαι ἄποινα Il.6.46, τῶν (χρυσός, σίδηρος) κ' ὔμμιν χαρίσαιτο πατὴρ ἀπερείσι' ἄ. Il.10.380, οὐδ' ἂν ἄποινα διδοὺς θάνατον φύγοι Thgn.727, cf. 1187, Sol.14.9
rescate de un cadáver ὃς ἄποινα φέροι καὶ νεκρὸν ἄγοιτο Il.24.139, c. gen. de la persona rescatada κούρης ἄ. Il.1.111, υἷος Il.2.230, νεκροῖο Il.24.137, τῆς γυναικός Parth.8.5, cf. ἄποινα· λύτρα, ἃ δίδωσί τις ὑπὲρ φόνου ἢ σώματος Sol.Lg.12, cf. Hsch.
2 en gener. compensación ἂψ ἐθέλω ἀρέσαι δόμεναί τ' ἀπερείσι' ἄ. Il.9.120, ἄποινά μοι τάδε ἐθέλω ἐπιθεῖναι Hdt.9.120, c. gen. obj. ὕβρεως ἄ. A.Pers.808, μιασμάτων A.A.1420, ἴσθι μοι δώσων ἄποινα τῆσδε μωρίας χάριν A.A.1670, τῶνδε E.Alc.7, τῶνδ' ἄ. ὑβρισμάτων E.Ba.516, τῆς σῆς σφαγῆς E.IT 1459, τὸ δὲ ἀποίνοις ἐξιλασθὲν el apaciguamiento con compensaciones Pl.Lg.862c
recompensa ἀρετᾶς Pi.P.2.14, πυγμᾶς Pi.O.7.16, εὐκλέων ἔργων Pi.I.3.7, τοῦτο γὰρ ἀντ' ἀγαθοῖο νόου εἴληχεν ἄποινον IUrb.Rom.l.c.

• Etimología: Forma haplológica por *ἀπό-ποινα, cf. ποινή.

Greek Monolingual

ἄποινα, τα (Α)
1. δώρα ή χρήματα για την απελευθέρωση προσώπου, λύτρα
2. χρηματική αποζημίωση
3. (αττ. δίκαιο) το πρόστιμο που οφείλει ο φονιάς στον πλησιέστερο συγγενή του φονευθέντος
4. η ανταμοιβή για κάτι («ἄποιν ἀρετᾱς», Πίνδαρος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < από-ποινα, με συλλαβική ανομοίωση ή απλολογία. Ο τ. από-ποινα κατά το απο-τίνω, σύμφωνα με το πρότυπο ποινή: τίνω.

Greek Monotonic

ἄποινα: -ων, τά (α αθροιστικό ή ευφωνικό και ποινή
I. λύτρα ή αντίτιμο που καταβάλλεται είτε για την ανάκτηση της ελευθερίας είτε για την εξαγορά της ζωής κάποιου ή για την απόδοση της σορού ενός φίλου, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., ἄποινα κούρης νἷος, λύτρα για την απελευθέρωση ή τη διασφάλιση της ζωής της κόρης ή του γιου κάποιου, στο ίδ.
II. γενικά, αποζημίωση, ανταπόδοση, ανταμοιβή, εξιλέωση για κάτι, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄποινα: τά
1) искупительная плата за убийство, вира Plat.;
2) выкуп Hom., Her., Eur.;
3) искупление, возмездие Hom., Aesch., Eur., Plat.;
4) воздаяние, награда Pind., Plut.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.pl.
Meaning: ransom, fine (Il.)
Other forms: sg. ἄποινον (IG 14, 1389, 1, 10).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Haplological for *ἀπόποινος, from ἀποτίνω after ποινή : τίνω.

Middle Liddell

copulat., or a_euphon, ποινή
I. a ransom or price paid, whether to recover freedom or to save one's life or to redeem the corpse of a friend, Il.; c. gen., ἄποινα κούρης, υἷος ransom for them, Il.
II. generally, compensation, requital, recompense for a thing, c. gen., Aesch., Eur.

Frisk Etymology German

ἄποινα: {ápoina}
Grammar: pl.
Meaning: Wergeld, Lösegeld, Buße (vorw. poet. seit Il.), sg. ἄποινον metr. Inschr. (IG 14, 1389, 1, 10).
Derivative: Denominatives Verb ἀποινάω, -άομαι Wergeld fordern (Lex ap. D. 23, 28, E. Rh. 177).
Etymology : Haplologische Substantivierung von *ἀπόποινος, zu ἀποτίνω gebildet nach Muster des Paares ποινή : τίνω. Vgl. Fick BB 18, 136; 138.
Page 1,123