παρθένιος
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον Pi.P.12.9, E.Ph.224 (lyr.) :—A of a maiden, maidenly, λῦσε δὲ παρθενίην ζώνην Od.11.245; ὄαροι Hes.Th.205; ἔρως Anacr.13A ; κεφαλαί Pi. l.c. ; αἷμα A.Ag.215 (lyr.); χλιδά E. Ph.224 (lyr.); π. θύραι of the temple of the Virgin Goddess, AP6.202 (Leon.); παρθένιον βλέπειν Anacr.4; π. αὐλός, v. αὐλός 1.1. 2 παρθένιος, ὁ, the son of an unmarried girl, Il.16.180; παρθενία ὠδίς Pi. O.6.31; but π. ἀνήρ the husband of maidenhood, first husband, Plu. Pomp.74. II metaph., pure, undefiled, Π. φρέαρ, name of a well, h.Cer.99; π. μύρτα, of white myrtle-berries, Ar.Av.1099 (lyr.). III π. γαῖα, = Samia terra, Nic.Al.149. IV Π., ὁ(sc. μήν), a month in Elis, Sch. Pi.O.3.35.
German (Pape)
[Seite 521] bei Pind. u. den Att. auch 2 Endgn, jungfräulich; ζώνη, Od. 11, 245; ὄαροι, Hes. Th. 205; κρύψε δὲ παρθενίαν ὠδῖνα κόλποις, Pind. Ol. 6, 31, d. i. das Kindbett einer Jungfrau; oft bei Tragg. u. in Prosa; zur Jungfrau gehörig, παρθένιος, Jungfernsohn, ll. 16, 180; aber Plut. Pomp. 74 nennt παρθένιον ἄνδρα den Mann, den die Jungfrau geheirathet hat. Übertr., rein, unverdorben, auch von reinem Quellwasser, vgl. Ruhnk. H. h. Cer. 99; – παρθενία γῆ, Nic. Al. 149; τῆς παρθενίου καλουμένης γῆς, Plat. Legg. VIII, 844 b.
Greek (Liddell-Scott)
παρθένιος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Εὐρ. Φοίν. 224˙ (παρθένος)˙ - ὡς τὸ παρθένειος, ὁ ἀνήκων εἰς κορασίδα ἢ παρθένον, παρθενικός, λῦσε δὲ παρθενίην ζώνην (παρθενικὴν) Πολυδ. Ζ΄, 68 Ὀδ. Λ. 245˙ ὄαροι Ἡσ. Θ. 205˙ ἔρως Ἀνακρ. 11˙ κεφαλὰ Πινδ. Π. 12. 15˙ αἶμα Αἰσχύλ. Ἀγ. 215˙ χλιδὰ Εὐρ. Φοίν. 224˙ π. θύραι, αἱ τοῦ ναοῦ τῆς Παρθένου (Ἀρτέμιδος), Ἀνθ. Π. 6. 202˙ παρθένιον βλέπειν Ἀνακρ. 4˙ -π. αὐλός, ἴδε αὐλός Ι. 1. 2) παρθένιος, ὡς τὸ παρθενίας, ὁ υἱὸς ἀγάμου κόρης, ὁ πρὸ τοῦ γάμου τεχθείς, Ἰλ. Π. 180˙ οὕτω, παρθενία ὠδὶς Πινδ. Ο. 6. 51˙ - ἀλλά, π. ἀνήρ, ὁ σύζυγος παρθένου, Πλουτ. Πομπ. 74. ΙΙ. μεταφορ., καθαρός, ἄμωμος, μάλιστα ἐπίθ. τοῦ πηγαίου ὕδατος ὡς ἐν τῇ Λατιν. aqua virgo (πρβλ. νύμφη ΙΙ. 3), Rebunk. εἰς Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 99, π. μύρτα, ἐπὶ τῶν λευκῶν μύρτων, Ἀριστοφάν. Ὄρν. 1099. ΙΙΙ. π. γῆ, γαῖα, Samia terra, γῆ τις ἐν Σάμῳ εὑρισκομένη, Κλήμ. Ἀλ. 321, Νικ. Ἀλεξιφ. 149 ἔνθα ἴδε Σχόλια.
French (Bailly abrégé)
α poét. ος, ον :
I. adj. 1 de jeune fille, de vierge, virginal ; παρθένιος ἀνήρ PLUT mari d’une jeune fille;
2 fig. vierge, pur en parl. de choses;
II. ὁ παρθένιος, fils d’une jeune fille, d’une femme non mariée.
Étymologie: παρθένος.
English (Autenrieth)
adj., virgin, ζώνη, Od. 11.245; as subst., virgin's child, born out of wedlock, Il. 16.180.
English (Slater)
παρθένιος, -ον
1 of an unmarried girl, woman κρύψε δὲ παρθενίαν ὠδῖνα κόλποις (sc. Εὐάδνα) (O. 6.31) (θρῆνον). τὸν παρθενίοις ὑπό τ' ἀπλάτοις ὀφίων κεφαλαῖς ἄιε λειβόμενον i. e. of the Gorgons (P. 12.9) λυσίμβροτον παρθενίᾳ κε[ (Pae. 8.80) Αἰολάδα σταθμὸν ὑμνήσω στεφάνοισι θάλλοισα παρθένιον κάρα a chorus of girls sings Παρθ. 2. 12. πρῶτον μὲν Ἥραν Παρθενίαν κελαδῆσαι a cult title in Arcadia (O. 6.88)
Greek Monolingual
-α, -ο / παρθένιος, -ία, -ον, θηλ. και -ος, ΝΑ παρθένος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παρθένο, σε κοπέλα, ο κοριτσίστικος
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παρθένο θεά
2. μτφ. αγνός, άσπιλος, καθαρός, λευκός
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ παρθένιος
α) γιος ανύπαντρης γυναίκας
β) ονομασία μήνα
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρθένιον
βλ. παρθένιο(ν)
5. (το ουδ. ως επίρρ.) παρθένιον
με τρόπο που αρμόζει σε παρθένο, παρθενικώς
6. φρ. α) «παρθένιος αὐλός» — αυλός με οξύτερο ήχο από τον παιδικό αυλό
β) «παρθένιος ἀνήρ» — ο πρώτος σύζυγος
γ) «παρθενία γαῖα» — είδος χώματος στη Σάμο για το οποίο πιστευόταν ότι είχε θεραπευτικές ιδιότητες.
Greek Monotonic
παρθένιος: -α, -ον και -ος, -ον, (παρθένος)·
I. 1. όπως παρθένειος, αυτός που ανήκει σε ανύπαντρη κοπέλα ή παρθένα, παρθενικός, αγνός, κοριτσίστικος, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ., Αισχύλ. κ.λπ.
2. παρθένιος, ὁ, γιος ανύπαντρης κοπέλας, σε Ομήρ. Ιλ.· αλλά, παρθένιος ἀνήρ, σύζυγος παρθένας, πρώτος άντρας, σε Πλούτ.
II. μεταφ., αγνός, αμόλυντος, άσπιλος, σε Ομηρ. Ύμν.· παρθένια μύρτα, για λευκά άνθη μυρτιάς, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
παρθένιος: II ὁ сын девушки Hom.
3, редко
1) девичий (ζώνη Hom.; χλιδή Eur.): π. ἀνήρ Plut. первый муж;
2) девственный, чистый (φρέαρ HH).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρθένιος -α -ον [παρθένος] f. ook -ος, maagdelijk, meisjes-, van een ongehuwde vrouw:; παρθένιον αἷμα meisjesbloed Aeschl. Ag. 215; παρθένιος ἀνήρ eerste echtgenoot Plut. Pomp. 74.6; subst. ὁ παρθένιος zoon van een ongehuwde moeder; Il. 16.180; overdr. of dubbelz.. παρθένια... μύρτα maagdelijke mirtenbessen Aristoph. Av. 1099.
Middle Liddell
παρθένιος, η, ον παρθένος
I. like παρθένειος, of a maiden or virgin, maiden, maidenly, Od., Hes., Aesch., etc.
2. παρθένιος, the son of an unmarried girl, Il.:—but, π. ἀνήρ the husband of maidenhood, first husband, Plut.
II. metaph. pure, undefiled, Hhymn.; π. μύρτα, of white myrtleberries, Ar.