πεῖραρ

From LSJ
Revision as of 13:50, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "perh." to "perhaps")

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεῖραρ Medium diacritics: πεῖραρ Low diacritics: πείραρ Capitals: ΠΕΙΡΑΡ
Transliteration A: peîrar Transliteration B: peirar Transliteration C: peirar Beta Code: pei=rar

English (LSJ)

(also πεῖρας, v. infr. 1.5), ᾰτος, τό, Ep., Ion., and Lyr. form of πέρας, A end, limit, οὐδ' εἴ κε τὰ νείατα πείραθ' ἵκηαι γαίης καὶ πόντοιο Il. 8.478, cf. Od. 5.463, 11.13. 2 completion, οὐ γάρ πω πάντων ἐπὶ πείρατ' ἀέλων ἤλθομεν the end of our labours, 23.248. 3 achievement, execution, mode or means of execution, ᾧ παιδὶ ἑκάστου πείρατ' ἔειπε Il.23.350; πείρατ' ἀέθλων δείκνυεν Pi. P.4.220; εἰ δέ τις ἀνδρῶν ἡμετέρης τέχνης πείρατά φησιν ἔχειν says he possesses the secret ( = power of execution) of my art, Zeuxisin PLG2.318, cf. IG 3.399; νίκης πείρατ' ἔχονται ἐν ἀθανάτοισι θεοῖσι the achievement of victory is dependent on the gods, Il. 7.102; νίκης ἐν θεοῖσι πείρατα Archil. 55. 4 final decision, verdict, ἐπὶ ἴστορι πεῖραρ ἑλέσθαι Il.18.501. 5 doom, ἐκφυγέειν μέγα π. ὀϊζύος Od.5.289; ὥς κεν θᾶσσον ὀλέθρου πείραθ' ἵκηαι Il.6.143; πεῖρας θανάτου Pi.O.2.31. II instrument, tool, ἦλθε δὲ χαλκεὺς ὅπλ' ἐν χερσὶν ἔχων χαλκήϊα, πείρατα τέχνης, ἄκμονά τε σφῦράν τ' εὐποίητόν τε πυράγρην Od.3.433, cf. Sch. Dad loc. 2 esp. tackle, rope, δησάντων σ'. . ὀρθὸν ἐν ἱστοπέδῃ, ἐκ δ' αὐτοῦ πείρατ' ἀνήφθω Od.12.51; οὐδ' ἔτι δεσμά σ' ἔρυκε, λύοντο δὲ πείρατα πάντα h.Ap. 129 : metaph., πτολέμοιο πεῖραρ… τάνυσσαν Il.13.359 : Τρώεσσιν ὀλέθρου πείρατ' ἐφῆπται 7.402; πᾶσιν ὀλέθρου πείρατ' ἐφῆπτο Od. 22.33; καιρὸν εἰ φθέγξαιο, πολλῶν πείρατα συντανύσαις ἐν βραχεῖ Pi.P.1.81. (περ-Fṛ-, περ-Fṇ-τ-, cogn. with πείρω, πόρος.)

German (Pape)

[Seite 545] ατος, τό, auch πεῖρας, poet. statt πέρας, das Ende, das Aeußerste; πείρατα γαίης, Il. 8, 478. 14, 200. 301 Od. 4, 563; die Enden der Schiffstane, die Taue selbst, ἐκ δ' αὐτοῦ πείρατ' ἀνήφθω, 12, 51. 162. 179 h. Apoll. 129. Uebtr. das letzte Ende, Erfolg, Ziel, Ausgang; ἄμφω δ' ἱέσθην ἐπὶ ἴστορι πεῖρας ἑλέσθαι, Il. 18, 501, die Sache zu Ende bringen; ὕπερθεν νίκης πείρατ' ἔχονται ἐν ἀθανάτοισι, 7, 102, die Entscheidung des Sieges, wie πολέμου 13, 359; πεῖραρ ὀλέθρου, die Vollendung des Verderbens, d. i. das Verderben selbst, ὀλέθρου gen. definit., wie τέλος θανάτοιο, der ὄλεθρος ist eben das πεῖραρ, 6, 143. 7, 402. 12, 79 Od. 22, 33. 41; πεῖραρ ὀϊζύος, 5, 289; so auch Pind. κέκριται πεῖρας θανάτου, Ol. 2, 34, der auch verbindet πείρατ' ἀέθλων δείκνυεν, P. 4, 220, vgl. 1, 81; daher = die Hauptsache, worauf es am meisten ankommt, ἐπεὶ ᾡ παιδὶ ἑκάστου πείρατ' ἔειπεν, Il. 23, 350. Auch was einer Sache die Vollendung giebt, wie Od. 3, 433 die Werkzeuge des Goldschmiedes, mit denen er seine Arbeiten fertigt, πείρατα τέχνης heißen. – Spätere Dichter haben einzeln diese Vrbdgn nachgeahmt, wie Mel. 21 (XII, 158) ἐν σοί μοι ζωῆς πείρατα καὶ θανάτου.

Greek (Liddell-Scott)

πεῖραρ: ἐν Πινδ. Ο. 2. 57 πεῖρας, -ᾰτος, τό· (ἴδε περάω Α)· - Ἐπικ. καὶ Λυρ. ἀντὶ πέρας, τέλος, ἄκρον, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., οὐδ’ εἴ κε τὰ νείατα πείραθ’ ἵκηαι γαίης καὶ πόντοιο Ἰλ. Θ. 478· ἐς Ἠλύσιον πεδίον καὶ π. γαίης Ὀδ. Δ. 463· ἐς π. Ὠκεανοῖο Λ. 13. 2) ἀπολ., πείρατα, τὰ ἄκρα σχοινίων (πρβλ. πειραίνω), ἐκ δ’ αὐτοῦ πείρατ’ ἀνήφθω, «ἐκ δ’ αὐτοῦ πείρατα ἀνῆφθαι λέγει ἀντὶ τοῦ, τὰ πείρατα τῶν σχοινίων ἐνδεδέσθαι ἢ τοῦ Ὀδυσσέως ἢ ἐκεῖ περὶ τὴν ἱστοπέδην» (Εὐστ.), Ὀδ. Μ. 51, 162, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 129· μεταφορ., πολέμοιο ... πεῖραρ τάνυσσαν (ἴδε τανύω Ι. 3, ἐπαλλάσσω Ι) Ἰλ. Ν. 359. ΙΙ. τὸ τέλοςἀποτέλεσμα πράγματός τινος, ἄμφω δ’ ἱέσθην ἐπὶ ἵστορι πεῖραρ ἑλέσθαι, «ἀμφότεροι δὲ ἐβούλοντο ἐπὶ μάρτυρι πέρας λαβεῖν καὶ δικάσασθαι» (Θ. Γαζῆς), Σ. 501· ἐπὶ πείρατ’ ἀέθλων ἤλθομεν Πινδ. Π. 4. 391· ἑκάστου πείρατ’ ἔειπεν, «ἑκάστου τέλος ἐδήλωσεν, ἤγουν τὸ ἀπὸ τῆς ἐμπειρίας ἀποβησόμενον», (Σχ.) Ἰλ. Ψ. 350, πρβλ. συντανύω· - συχν. πλεοναστικῶς (ὡς τὸ τέλος), πείρατα νίκης, δηλ. νίκη, Η. 102, πρβλ. Ἀρχίλ. 50· πείρατ’ ὀλέθρου, ὃ ἐστιν ὄλεθρος, Ἰλ. Ζ. 143, Ὀδ. Χ. 33, κτλ.· πεῖραρ ὀϊζύος Ε. 289· πεῖρας θανάτου Πινδ. Ο. 2. 57. ΙΙ. ἐνεργ., τὸ ἀποπερατοῦν πρᾶγμά τι· ὅθεν τοῦ χρυσοχόου τὰ ἐργαλεῖα κατὰ τὸν Ὅμηρον καλοῦνται πείρατα τέχνης, ὅ ἐστι περατωτικά, δι’ ὧν ἡ χαλευτικὴ τέχνη τελειοποιεῖται, Ὀδ. Γ. 433, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 428, Ἀριστείδ. 2. 386.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
A. I. terme, extrémité, fin ; τὰ πείρατα les extrémités de la terre, de la mer ; particul. extrémité d’un câble, bout d’une corde;
II. fig. :
1 but, terme, fin : πεῖραρ ἑλέσθαι IL atteindre le but, càd terminer une contestation;
2 le plus haut point, l’extrémité, le dernier degré, le terme;
3 point extrême d’une chose, partie essentielle;
B. ce qui donne à une chose son achèvement.
Étymologie: R. Περ, traverser ; cf. πέρα, πέρας.

English (Autenrieth)

ατος: (1) pl. πείρατα, ends, limits; γαίης καὶ πόντοιο, Il. 8.478; τέχνης, ‘tools,’ ‘implements,’ which bring to completion, Od. 3.433; ‘chief points’ in each matter, Il. 23.350; sing., decision, Il. 18.501, cf. Od. 23.248.—(2) cord, rope; fig., ὀλέθρου πείρατα, ‘snares’ or ‘cords’ of destruction, cf. Psalm xviii. 6, 2 Sam. xxii. 6; ὀιζύος, ‘net’ of woe, Od. 5.289; so πολέμοιο, νίκης, Il. 13.358.

Greek Monolingual

και πεῑρας, -ατος, τὸ, Α
(επικ., ιων. και λυρ. τ.) βλ. πέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πέρας.

Greek Monotonic

πεῖραρ: -ᾰτος, τό, ποιητ. αντί πέρας·
I. τέλος, συνήθως στον πληθ., πείρατα γαίης, τα πέρατα της γης, σε Όμηρ.· απόλ., πείρατα, τα άκρα ή ακροτελεύτιοι κόμποι σχοινιών, σε Ομήρ. Οδ.· πρβλ. ἐπαλλάσσω.
II. τέλος ή κατάληξη ενός πράγματος, στο ίδ.· ἑκάστου πείρατ' ἔειπεν, για τα κύρια ή πρωταρχικά σημεία, σε Ομήρ. Ιλ.· πλεοναστικά, πείρατα νίκης = νίκη, πείρατ' ὀλέθρου = ὄλεθρος, σε Όμηρ.
III. Ενεργ., αυτό που τελειοποιεί κάτι, πείρατα τέχνης, τα φινιρίσματα της τέχνης (λέγεται για τα εργαλεία), σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

πεῖραρ: дор. πεῖρας, ᾰτος τό (преимущ. pl.)
1) граница, предел, рубеж, край, конец (πείρατα γαίης καὶ πόντοιο Hom.);
2) исход, решение (πολέμοιο Hom.; ἀέθλων Pind.): π. ἑλέσθαι Hom. положить конец, кончить (спор); πείρατα νίκης Hom. победный исход, победа; πείρατ᾽ ὀλέθρου Hom. = ὄλεθρος; π. θανάτου Pind. = θάνατος;
3) важнейшее обстоятельство, основная черта, суть: ἑκάστου πείρατα εἰπεῖν τινι Hom. рассказать кому-л. суть всего;
4) веревка, мор. конец: ἔκ τινος πείρατ᾽ ἀνάψαι Hom. привязать кого-л. веревкой;
5) орудие для отделки, инструмент (πείρατα τέχνης Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεῖραρ -ατος, τό ook πεῖρας, ep. lyr. meestal plur., (uit)einde, grens(lijn);; πολυφόρβου πείρατα γαίης de uiteinden van de vruchtbare aarde Il. 14.200; πείρατ ’ ἀέθλων het einde van de inspanningen Od. 23.248; πτολέμοιο πεῖραρ ἐπαλλάξαντες ἐπ ’ ἀμφοτέροισι τάνυσσαν zij (de goden) spanden de grenslijn van de oorlog afwisselend bij beide partijen (d.w.z. de strijd golfde heen en weer) Il. 13.359; ὀλέθρου πείρατ ’( α ) de grenzen van de ondergang Il 7.402; πεῖρας... θανάτου de grenslijn van de dood Pind. O. 2.31; νίκης πείρατα de grenzen van de overwinning (van de onzekere afloop v. e. gevecht) Il. 7.102; zelden van het eind van een touw:; ἐκ δ ’ αὐτοῦ πείρατ ’ ἀνήφθω daaraan (d.w.z. aan de mast) moeten de uiteinden bevestigd blijven Od. 12.51; uitbr. uitsluitsel, uiteindelijke beslissing:; ἐπὶ ἴστορι πεῖραρ ἑλέσθαι bij een scheidsrechter een (definitieve) beslissing verkrijgen Il. 18.501; ᾧ παιδὶ ἑκάστου πείρατ ’ ἔειπε hij gaf zijn zoon uitsluitsel over elk detail Il. 23.350; overdr. einde, toppunt:. πείρατα τέχνης hoogtepunten van zijn vakmanschap Od. 3.433; ἐκφυγέειν μέγα πεῖραρ ὀιζύος te ontkomen aan het toppunt van ellende (d.w.z. de dood) Od. 5.289; πείρατα μύθων het uiteindelijke punt van mijn verhaal Emp. B 17.15.

Frisk Etymological English

-ατος
Grammatical information: n.
Meaning: end, boundary, outcome, goal, decision; ep. also rope, cable (from rope-end, cable-end?; also knot?; s.bel.).
Other forms: mostly pl. -ατα n. (Il., περ(ρ)άτων Alc.), younger πεῖρας (Pi.), πέρας (Att.).
Compounds: As 2. member in ἀ-πείρων (Il.), with transiion in the ο-stems ἄ-πειρος (Pi., Ion., trag., Pl., Arist.) endless, unlimited, also ἀ-πε(ί)ρατος id. (Pi., Ph.); here also ἀπειρέσιος, ἀπείριτος with suffixtranfer (diff. s.v.)?; ἀπέρονα πέρας μη ἔχοντα H.; πολυ-πείρων with many (wide) boundaries (h. Cer. 296, Orph.).
Derivatives: 1. πειραίνω (Hom.), περαίνω (Att.), aor. πειρῆναι, περᾶναι, also w. δια-, συν- a.o., to bring to an end, to finish, to conclude with ἀ-πέραντος (-εί-) unlimited (Pi., Att.), περαντικός conclusive (Ar., Arist.), συμπέρασ-μα n. end, finishing, conclusion (Arist.) with -ματικός (Arist.). 2. περατόομαι, -όω, also w. ἀπο-, συν-, to end, to bring to an end, to limit (Arist.) with ἀποπεράτ-ωσις (medic.). 3. ἀπο-περατίζω to end (sch.). 4. περατεύει ὁρίζει H. -- Also περάτη f. extremity of the heavens (ψ 243, Arat., Call.), after the superlatives (cf. Schwyzer 503 c); here περάτ-ηθεν from the boundary, from beyond (A. R.).
Origin: IE [Indo-European] [811] *per-u̯-r̥\/n̥ end?
Etymology: Basis *πέρϜαρ with old ρ \/ ν-flexion; from ν-stem ἀ-πείρων; through innovation πεῖρας, πέρας (cf. Schwyzer 514). -- A remarkable similarity shows Skt. pár-van- n. knot, joint, section. Schulze Q. 109f., 116ff. concludes from this a special word πεῖραρ with the meaning knot (μ 51 a.o., h. Ap. 129), with the ptc. πειρήναντε knotting, kn. confirming (χ 175, 192); very attractive, but with the in other places (e.g. Ν 358) hardly rejectable meaning rope, line (from rope-, line-end?) one finds even so no solution. After Krause Glotta 25, 148 stands beside πεῖραρ end a special πεῖραρ line to σπεῖρα, σπάρτον; to be rejected. For a uniform πεῖραρ (s. Bq w. older lit.) a.o. Niedermann Glotta 19, 7, Björck Mél. Bq 1, 143ff. -- In the sense of end, frontier πεῖραρ < *πέρ-Ϝαρ belongs in any case to the great group πείρω, πέρα etc. (prob. also πεῖρα); the orig. function of the element περ-, whether verbal or nominal, can no longer be decided. Also πεῖραρ = pár-van- knot can perhaps be united (prop. end, section, knot of a stalk?; WP. 2, 32; doubts in Mayrhofer s. páruḥ).

Middle Liddell

πεῖραρ, ᾰτος, εος, τό, [poetic for πέρας
I. an end, mostly in plural, πείρατα γαίης the ends of the earth, Hom.:— absol., πείρατα the ends or ties of ropes, Od.; cf. ἐπαλλάσσω.
II. the end or issue of a thing, Od.; ἑκάστου πείρατ' ἔειπεν of the issues or chief points, Il.:—pleonastic, πείρατα νίκης = νίκη, πείρατ' ὀλέθρου
III. act. that which gives the finish to a thing, πείρατα τέχνης, the finishers of his art (of tools), Od.

Frisk Etymology German

πεῖραρ: -ατος
{peĩrar}
Forms: meist pl. -ατα n. (ep. lyr. seit Il., περ(ρ)άτων Alk.) jünger πεῖρας (Pi.), πέρας (att.)
Grammar: n.
Meaning: Ende, Grenze, Ausgang, Ziel, Entscheidung; ep. auch Tau, Seil (aus ‘Tau-, Seilende’?; auch Knoten?; s.u.).
Composita : Als Hinterglied in ἀπείρων (ep. poet. seit Il.), mit Übergang in die ο-Stämme ἄπειρος (Pi., ion., Trag., auch Pl., Arist. u.a.) ‘end-, grenzenlos’, auch ἀπε(ί)ρατος ib. (Pi., Ph.); hierher noch ἀπειρέσιος, ἀπείριτος mit Suffixübertragung (anders s.v.)?; ἀπέρονα· πέρας μὴ ἔχοντα H.; πολυπείρων ‘mit vielen (weiten) Grenzen’ (h. Cer. 296, Orph.).
Derivative: Davon 1. πειραίνω (Hom. usw.), περαίνω (att.), Aor. πειρῆναι, περᾶναι, auch m. δια-, συν- u.a., zu Ende bringen, vollenden, einen Schluß ziehen, folgern mit ἀπέραντος (-εί-) unbegrenzt (Pi., att.), περαντικός einen Schluß ziehend (Ar., Arist. u.a.), συμπέρασμα n. Abschluß, Schluß, Folgerung (Arist. u.a.) mit -ματικός (Arist. usw.). 2. περατόομαι, -όω, auch m. ἀπο-, συν-, enden, zu Ende bringen, begrenzen (Arist. usw.) mit ἀποπεράτωσις (Mediz. u.a.). 3. ἀποπερατίζω beenden (Sch.). 4. περατεύει· ὁρίζει H. — Auch περάτη f. die äußerste Himmelsgegend (ψ 243, Arat., Kall.), nach den Superlativen (vgl. Schwyzer 503 c); dazu περάτηθεν von der Grenze aus, von jenseits her (A. R. u.a.).
Etymology : Grundform *πέρϝαρ mit alter ρ / ν-Flexion; vom ν-Stamm ἀπείρων; durch Neubildung πεῖρας, πέρας (vgl. Schwyzer 514). — Eine auffallende Ähnlichkeit zeigt aind. pár-van- n. Knoten, Gelenk, Abschnitt. Schulze Q. 109f., 116ff. folgert daraus ein besonderes Wort πεῖραρ im Sinn von Knoten (μ 51 u.a., h. Ap. 129), wozu das Ptz. πειρήναντε knotend, knüpfend befestigende (χ 175, 192); sehr verlockend, aber mit der an anderen Stellen (z.B. Ν 358) kaum abzuweisenden Bed. Tau, Seil (aus ‘Tau-, Seilende’?) kommt man auch so nicht ganz ins reine. Nach Krause Glotta 25, 148 steht neben πεῖραρ Ende ein besonderes πεῖραρ Seil zu σπεῖρα, σπάρτον; abzulehnen. Für ein einheitliches πεῖραρ (s. Bq m. älterer Lit.) u.a. Niedermann Glotta 19, 7, Björck Mél. Bq 1, 143ff. — Im Sinn von Ende, Grenze gehört πεῖραρ aus *πέρϝαρ jedenfalls zu der großen Sippe πείρω, πέρα usw. (wohl auch πεῖρα); die urspr. Funktion des Elements περ-, ob verbal oder nominal, läßt sich nicht mehr ermitteln. Auch πεῖραρ = pár-van- Knoten läßt sich vielleicht damit vereinigen (eig. Ende, Abschnitt, Knoten eines Halms?; WP. 2, 32; Zweifel bei Mayrhofer s. páruḥ).
Page 2,490-491