ἄσπετος

From LSJ
Revision as of 18:25, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " f.l." to " f.l.")

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσπετος Medium diacritics: ἄσπετος Low diacritics: άσπετος Capitals: ΑΣΠΕΤΟΣ
Transliteration A: áspetos Transliteration B: aspetos Transliteration C: aspetos Beta Code: a)/spetos

English (LSJ)

ον, Ep. Adj. A unspeakable, unutterable; mostly in sense of unspeakably great, ἄ. αἰθήρ, ῥόος Ὠκεανοῖο, ὕλη, ὕδωρ, Il.8.558, 18.403, 23.127, Od.5.101; ἀλκή Il.16.157; less freq. of number, countless, ἄσπετα πολλά Od.4.75; κρέα ἄσπετα 9.162; τρεῖτ' ἄσπετον ye tremble unspeakably, Il.17.332, cf. Q.S.11.127; φωνὴ ῥεῖ ἄσπετος flows on unceasingly, h. Ven.237; ἄσπετος αἰών endless time, Emp.16.—Chiefly Epic, but found in Lyric, ἄσπετοι μέριμναι B.18.34, and rarely in Trag., θαῦμα S.Tr.961 (lyr.); χάλαζα E.Tr.78; δρυὸς ἄ. ἔρνος Cyc. 615 (lyr.); later Prose, λείας ἄ. πλῆθος f.l. for ἄπλετον, Plb.3.92.8. (ἀ- priv. + root sequ̯, cf. ἔννεπε, ἔσπετε (Εν-σπετε), Lat. insece.) A lengthd. form ἀάσπετος is used by Q.S.3.673, 7.193, al.

German (Pape)

[Seite 373] (vgl. ἔσπετε, ἐνισπεῖν), unaussprechlich, unsäglich, von unermeßlicher Menge, Größe, Hom. oft, z. B. αἰθήρ Il. 8, 558; οὖδας 19, 61; ῥόος ὠκεανοῖο 18, 403; ὕλη 23, 127; κῦδος 3, 373; ἀλκή 16, 157; ὅσσα τάδ' ἄσπετα πολλά Od. 4, 75; κρέα 9, 162; τρεῖτε ἄσπετον, d. i. sehr, Il. 17, 332; vgl. H. h. Ven. 237, nach Herm. φωνὴ τρεῖ ἄσπετον. Aehnl. Tragg.: θαῦμα Soph. Tr. 957; χάλαζα Eur. Tr. 78; δρυὸς ἔρνος Cycl. 611. Pol. 3, 92, 8 ἄσπετον πλῆθος, v.l. ἄπλετον.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne peut exprimer par la parole, d’où
1 immense, infini ; adv. • ἄσπετον extrêmement, fortement;
2 innombrable.
Étymologie: ἀ, R. Σεπ dire, cf. ἔννεπε.

English (Autenrieth)

(root σεπ, ἔσπετε): unspeakable, inexpressible, with regard to size, numbers, or quality; hence, immense, endless; ὕλη, αἰθήρ, δῶρα, etc.; ἁλμυρὸν ὕδωρ | ἄσπετον, ‘vast as it is,’ Od. 5.101; in ἄσπετον οὖδας the epithet is regularly due to the pathos of the situation, Il. 19.61, Od. 13.395, etc.; κλαγγὴ συῶν, ‘prodigious squealing,’ Od. 14.412; adv., τρεῖτ' ἄσπετον, Il. 17.332.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀάσπετος Q.S.3.673, 7.193
1 ref. a la extensión y magnitud indecible, inmenso de elementos primarios αἰθήρ Il.8.558, 16.300, οὖδας Il.19.61, 24.738, Od.22.269, ῥόος Ὠκεανοῖο Il.18.403, ἁλμυρὸν ὕδωρ Od.5.101, ὄμβρος Il.13.139, ὄμβρος καὶ χάλαζα E.Tr.78, ὕλη Il.2.455, 23.127, 24.784, βυθὸς ἄ. ἅλμης Call.Fr.378.2
de abstr. ἀλκή Il.16.157, cf. Opp.C.3.319, ζωή Od.14.96, ὦνος Od.14.297, ὄλβος Hes.Op.379, αἰών Emp.B 16, κῦδος Il.3.373, 18.165, θαῦμα S.Tr.961
del combate, etc., κυδοιμός Il.18.218, κλαγγή Od.14.412, ἰωχμός Hes.Th.683
de un objeto concreto inmenso, tremendo δρυὸς ἄσπετον ἔρνος E.Cyc.615, en cont. precisos νέκυάς τε καὶ ἄσπετον ἔσιδεν αἷμα contempló los cadáveres y un mar de sangre, Od.22.407, φωνὴ ῥεῖ ἄ. fluye incesante la voz, h.Ven.237.
2 ref. al número incontable, innumerable, infinito gener. de pers., anim. y cuantificables, frec. en plu. δῶρα Od.13.135, 20.342, Q.S.7.193, κρέα Od.9.162, 557, 12.30, Telegon.1, δοῦρα Q.S.3.673, φάσγανα Nonn.D.28.180, cf. Nonn.D.36.373
ἄ. κύκλα ... ἐνιαυτῶν Nonn.D.32.215, de anim. Il.11.245, μῆλα A.R.2.143, χῆναι Oenom.5, θνητῶν, ὅσσα γε δῆλα γεγάκασιν ἄσπετα Emp.B 23.10, c. colectivos καρπὸς A.R.1.1142, δυσμενέων στρατός Nonn.D.39.301, χορός Nonn.D.40.239, Par.Eu.Io.10.41.
3 neutr. c. valor adverb. de manera indecible, tremendamente τρεῖτ' ἄσπετον Il.17.332, κανάχησε δὲ τεύχη ἄσπετον Q.S.11.127, ἄσπετα πολλά riquezas sin cuento, Il.11.704, Od.4.75.
• Etimología: Comp. de *sek- ‘decir’ y ἀ- priv.

Greek Monolingual

ἄσπετος, -ον (Α)
1. ο άρρητος, ο ανέκφραστος
2. (για αριθμούς) ο αναρίθμητος
3. (το ουδ. ως επίρρ.) υπέρμετρα, υπερβολικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ά-σπ-ετος (του οποίου η αρχική σημασία είναι «άρρητος») < αστερ. + (ρίζα) sekw-, αποτελεί ρηματικό επίθ. του εννέπω «λέγω, μιλώ» (< ενσέπω
πρβλ. ενι-σπ-είν). Πρόκειται για επίθ. της επικής κυρίως ποιήσεως (Όμηρος). Απαντά κυρίως με τη σημασία «αρρήτως, απερίγραπτα μεγάλος» για να χαρακτηρίσει τον αιθέρα, τον ωκεανό, το νερό, το δάσος, την αλκή κ.ά. Λιγότερο συχνά χρησιμοποιείται με τη σημασία «αναρίθμητος» για να δηλώσει αριθμό. Η λ. μαρτυρείται επίσης σπανιότερα στον Εμπεδοκλή, στους λυρικούς (Βακχυλίδη), στους τραγικούς (Σοφοκλή, Ευριπίδη) και στη μεταγενέστερη πεζογραφία (Πολύβιο). Αξιοσημείωτο είναι τέλος ότι ο επικός Κόιντος ο Σμυρναίος χρησιμοποιεί τον παρεκτεταμένο τ. αάσπετος (πρβλ. αάσχετος-άσχετος)].

Greek Monotonic

ἄσπετος: -ον (εἰπεῖν), ανείπωτος, ανέκφραστος, απερίγραπτα μεγάλος, σε Όμηρ.· ουδ. ως επίρρ., ἀνείπωτα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἄσπετος: εἰπεῖν невыразимый, несказанный, т. е. безмерный, огромный (ῥόος Ὠκεανοῖο, κυδοιμός, ἀλκή, κλέος Hom.; φωνή HH; θαῦμα Soph.; δρυὸς ἔρνος Eur.; πῦρ Plut.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: endless, immense (Il.).
Origin: IE [Indo-European] [897] *sekʷ- say
Etymology: Litt. unspeakable, ἄ-σπ-ετος, negative verbal adjective to ἐννέπω (< *ἐν-σέπω), ἐνι-σπ-εῖν.

Middle Liddell

εἰπεῖν
unspeakable, unutterable, unspeakably great, Hom.:—neut. as adv. unspeakably, Il.

Frisk Etymology German

ἄσπετος: {áspetos}
Meaning: unendlich, unermeßlich (ep. poet. seit Il.).
Etymology : Eigentlich unsäglich, ἄσπετος, als negiertes Verbaladjektiv zu ἐννέπω (aus *ἐνσέπω), ἐνισπεῖν (s. d.).
Page 1,168