ἀριφραδής
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
[ᾰρ], ές, (φράζομαι) A clear, manifest, σῆμα Il.23.326; ὀστέα . . ἀριφραδέα τέτυκται ib.240: so poet.Adv.-δέως plainly, ἀ. ἀγορεύει Theoc.25.176. 2 clear to the sight, bright, Id.24.39. II very thoughtful, wise, S.Ant.347 (as cited by Eust.135.25).
German (Pape)
[Seite 353] ές (φράζομαι), 1) sehr deutlich, σῆμα Iliad. 23, 326 Od. 11, 126. 21, 217. 23, 73. 273. 24. 329; ἐπεὶ ἤδη σήματ' ἀριφραδέα κατέλεξας εὐνῆς, v.l. ἀριφραδέως, Od. 23, 225; ὀστέα Πατρὁκλοιο λέγωμεν, εὖ διαγιγνώσκοντες. ἀριφραδέα δὲ τέτυκται· ἐν μέσσῃ γὰρ ἔκειτο πυρῇ Iliad. 23, 240, – 2) τοῖχοι, sehr erhellt, Theocr. 24, 39. – 3) ἀνήρ. Soph. Ant. 347, leicht erkennend, klug.
Greek (Liddell-Scott)
ἀριφρᾰδής: -ές, (φράζομαι) λίαν σαφής, κατάδηλος, εὔγνωστος, εὐδιάκριτος, ὡς τὸ ἀρίγνωστος, ἀρίζηλος, σῆμα δέ τοι ἐρέω μάλ’ ἀριφραδές, οὐδέ σε λήσει Ἰλ. Ψ. 326· ὀστέα... ἀριφραδέα τέτυκται Ἰλ. Ψ. 240· οὕτω ποιητ. ἐπίρρ. -δέως, σαφῶς, ἀρ. ἀγορεύει Θεόκρ. 25. 176. 2) φανερὸς εἰς τὴν ὅρασιν, λαμπρός, φωτεινός, Θεόκρ. 24. 39. ΙΙ. λίαν συνετός, σοφός, Σοφ. Ἀντ. 347 (ὡς ἐν Εὐστ. 135. 25).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 facile à reconnaître;
2 fig. clairvoyant, sensé.
Étymologie: ἀρι-, φράζομαι.
English (Autenrieth)
ές (φράζομαι): very plain, easy to note or recognize; σῆμα, ὀστέα, Il. 23.240; adv., ἀριφραδέως. v.l. in Od. 23.225.
Spanish (DGE)
(ἀριφρᾰδής) -ές
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1bien visible σῆμα Il.23.326, Od.11.126, Arcesil.SHell.122.5, Orac.Sib.3.796, plu., Od.23.225, ὀστέα Πατρόκλοιο ... ἀριφραδέα ... τέτυκται los huesos de Patroclo ... fáciles de reconocer ... han quedado, Il.23.240, ἀριφραδέες τελέθουσιν γνώσασθαι κύκλοι fáciles de reconocer resultan las órbitas Man.2.50.
2 brillante τοῖχοι ... ἀριφραδέες καθαρᾶς ἅπερ ἠριγενείας Theoc.24.39.
3 fig. preclaro πραπίδες ... ἀριφραδέες Man.3.113, ἀριφραδέες ἄνακτες Nonn.D.3.224
•sabio, prudente ἀνήρ S.Ant.347 (var.).
II adv. -έως claramente ἀ. ἀγορεύει Theoc.25.175, εἴπατ' ἀ. A.R.3.315, ἀ. καταλέξαι Maiist.50, cf. Q.S.2.43, 3.724.
Greek Monolingual
ἀριφραδής (-οῦς), -ές (Α)
Ι. 1. ο ολοφάνερος, ο ευδιάκριτος
2. ο φωτεινός
3. ο πολύ συνετός, ο σοφός
II. επίρρ. ἀριφραδέως
σαφέστατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρι- + -φραδής < φράζω «κάνω φανερό, δηλώνω»].
Greek Monotonic
ἀριφρᾰδής: -ές (φράζομαι)·
I. αυτός που γίνεται εύκολα γνωστός, πολύ φανερός, κατάδηλος, ευδιάκριτος, σε Ομήρ. Ιλ.· ποιητ. επίρρ. -δέως, σαφώς, σε Θεόκρ.
II. πολύ σκεπτικός, συνετός, σοφός, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀριφρᾰδής:
1) хорошо заметный, явственный, легко распознаваемый (σῆμα Hom.);
2) ярко освещенный (τοῖχοι Theocr.);
3) просвещенный, разумный (ἀνήρ Soph. - v.l. к περιφραδής).
Middle Liddell
[φράζομαι]
I. easy to be known, very distinct, manifest, Il.: poet. adv. -δέως, plainly, Theocr.
II. very thoughtful, wise, Soph.