ἀκέφαλος

From LSJ
Revision as of 14:15, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2:")

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκέφᾰλος Medium diacritics: ἀκέφαλος Low diacritics: ακέφαλος Capitals: ΑΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: aképhalos Transliteration B: akephalos Transliteration C: akefalos Beta Code: a)ke/falos

English (LSJ)

ον, A headless: οἱ ἀκέφαλοι, fabulous creatures in Libya, Hdt.4.191; ἀκέφαλοι ταῦροι J.BJ4.8.4. 2 without beginning, λόγος, μῦθος, Pl.Phdr.264c, Lg.752a; without peroration, μῦθος Luc.Scyth.9; of verses which lack the first mora, Heph.6.2,al., cf. Ath.14.632d. Adv. ἀκεφάλως, ἐμβάλλειν τοῖς πράγμασι Hermog.Inv.2.7. 3 αἵρεσις ἀκέφαλος = sect with no known head, Suid.; ἀκέφαλοι, οἱ, Just.Nov.109 Praef. II = ἄτιμος, Artem.1.35; cf. Lat. capite deminutus.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκέφᾰλος: -ον, ἄνευ κεφαλῆς· οἱ ἀκέφαλοι, μυθώδη ὄντα ἐν Λιβύῃ, Ἡρόδ. 4.191· πρβλ. Πλίν. 5.8. 2) ἄνευ ἀρχῆς, λόγος, μῦθος, Πλάτ. Φαῖδρ. 264C, Νόμ. 752Α· στίχοι ἀκ., ἑξάμετροι ἀρχόμενοι ἀπὸ βραχείας συλλαβῆς, Ἀθήν. 632D, Γαισφ. Ἡφαιστ. σ. 181. 3) αἵρεσις ἀκ., = αἵρεσις ἄνευ γνωστῆς τινος κεφαλῆς, Σουΐδ., κτλ., ἀκέφαλοι = σχισματικοί, Ἐκκλ. ΙΙ. = ἄτιμος, τὸ τοῦ Ὁρατίου capitis minor, Ἀρτεμίδ. 1.35.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans tête ; οἱ ἀκέφαλοι HDT les hommes sans tête, peuple fabuleux de Libye;
2 p. anal. sans commencement en parl. d’un récit.
Étymologie: , κεφαλή.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no tiene cabeza, descabezado νεκρός Plu.Galb.28, εἴδωλον ἀνδρός Plu.2.417e, ταῦρος I.BI 4.479, σῶμα Plu.Mar.44, Luc.Hist.Cons.23, θεός de Osiris PMag.7.233, 8.91, de un alfiler χαλκῆ βελόνη ἀκέφαλος PMag.7.442
subst. ὁ Ἀκέφαλος = el Acéfalo, divinidad sin cabeza gener. identificada c. Osiris PMag.2.11, 5.98, de unos seres míticos de Libia οἱ ἀκέφαλοι οἱ ἐν στήθεσι τοὺς ὀφθαλμοὺς ἔχοντες Hdt.4.191
fig. πάντα λόγον ὥσπερ ζῷον ... μήτε ἀκέφαλον εἶναι μήτε ἄπουν Pl.Phdr.264c
de ahí incompleto μῦθος Pl.Lg.752a, Luc.Scyth.9
ret. que carece de exordio, Rhet.1.431.6
métr. acéfalo de versos sin la primera mora = ἀκεφάλον ἰαμβικόν Heph.6.2, ἀκεφάλους ... στίχους καὶ λαγαρούς, ἔτι δὲ μειούρους Ath.632d.
2 fig. que está sin jefe αἵρεσις secta monofisita propugnada por Severo entre otros, Sud., cf. PMag.Christ.15b.4, οἱ Ἀ. miembros de tal secta Iust.Nou.109 proem., Eust.Mon.Ep.35, Isid.Etym.8.5.66.
3 bot., de plantas que carece de bulbo τὸ δὲ γήτειον καλούμενον ἀκέφαλόν τι καὶ ὥσπερ αὐχένα μακρὸν ἔχον el tipo de cebolla llamada γήτειον (¿la cebolleta?) no tiene bulbo sino una especie de cuello grueso Thphr.HP 7.4.10
dud., n. de cierto árbol, PTeb.343.5, 88 (II d.C.).
II jur. degradado, que pierde todo derecho, lat. capite deminutus Artem.1.35.
III adv. ἀκεφάλως = sin principio, sin introducción o exordio Hermog.Inu.2.7, ἀπροδιηγήτως καὶ ἀ. Tz.ad Hes.Op.10.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκέφαλος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει κεφάλι
«ακέφαλο νεογνό», «οἱ ἀκέφαλοι οἱ ἐν τοῑχι στήθεσι τοὺς ὀφθαλμοὺς ἔχοντες» (μυθικά όντα, Ηρόδ, 4, 191)
2. αυτός που δεν έχει αρχή
«ἀκέφαλος κῶδιξ», «ἀκέφαλος λόγος, μῡθος» (Πλάτ. Φαίδρος 264c, Νόμ. 752a)
μσν.- νεοελλ.
1. άμυαλος, ανόητος, αναίσθητος
2. εκείνος που δεν έχει αρχηγό, ομάδα που δεν έχει κάποιον επικεφαλής» «ακέφαλο κόμμα», κληρικός που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία επισκόπου1
μσν.
«αἵρεσις ἀκέφαλος» — αίρεση που δεν είναι γνωστός ο αρχηγός της (Σούδα, Ιουστιν. Νεαρ. 109)
II αρχ.
1. (για μύθο) αυτός που δεν έχει επίλογο (Λουκ. Σκυθ. 9)
2. όποιος έχει στερηθεί τα πολιτικά του δικαιώματα, ο «άτιμος» (Αρτεμίδ. 1.35), πρβλ. λατιν. «capite deminutus»)
3. αστρον. αστέρι που φαίνεται μπροστά από κάποιον πλανήτη (Κλήμ. Α. 1, 429c)
4. επίρρ. ἀκεφάλως
χωρίς λογική αρχή
«ἀκεφάλως ἐμβάλλειν τοῖς πράγμασιν» (Ερμογ. π. Ευρέσ. 2.7).
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + -κέφαλος < κεφαλή.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακεφαλία, ακεφαλιά, ακεφαλοσύνη].

Greek Monotonic

ἀκέφᾰλος: -ον (κεφαλή) ο χωρίς κεφάλι, ακέφαλος, σε Ηρόδ.
2. ο άνευ αρχής, λόγος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκέφᾰλος:
1) безголовый: οἱ ἀκέφαλοι Her. «безголовые» (мифическое племя в Ливии);
2) обезглавленный (νεκροί, σώματα Plut.);
3) не имеющий начала или конца (λόγος, μῦθος Plat., Luc.): ἀ. στίχος Plut. гексаметр, начинающийся коротким слогом.

Middle Liddell

κεφαλή
1. without head, Hdt.
2. without beginning, λόγος Plat.