ἐνδιατρίβω

From LSJ
Revision as of 20:10, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδιατρίβω Medium diacritics: ἐνδιατρίβω Low diacritics: ενδιατρίβω Capitals: ΕΝΔΙΑΤΡΙΒΩ
Transliteration A: endiatríbō Transliteration B: endiatribō Transliteration C: endiatrivo Beta Code: e)ndiatri/bw

English (LSJ)

[ῑ], pf. A -τέτρῐφα Arist.Mete.357a4:—spend or consume in doing, Χρόνον Ar.Ra.714, Th.2.18, 85. II abs. (sc. Χρόνον or βίον), spend time in a place, αὐτόθι D.33.5; τῇ Χώρᾳ Plb.3.88.1, etc.; ἐν τόπῳ D.S. 5.44; ἀνθρωπίσκοις among them, Luc.Alex.33. 2 waste time by staying in a place, linger there, Th.5.12, 7.81, etc. 3 continue in the practice of a thing, τοῖς ἠθάσι . . τοῖς ἀρχαίοις Ar.Ec.585, cf. Pl. Grg.484c, R.487d; ἐᾶν ἐνδιατρίβειν τὴν ὄψιν ἔν τινι let one's eyes linger on it, X.Cyr.5.1.16; ἐ. λόγοις καὶ ἔργοις linger fondly on them, Luc.Nigr.7; τῇ περὶ τοὺς βίους ἀναγραφῇ Plu.Per.2; κατὰ φιλοσοφίαν Epicur.Fr.217; περὶ μουσικήν Ath.14.623e; ἐ. ὅθεν ἡσυχιεῖ Epicur. Nat.27 G.; esp. dwell upon a point (in speaking), Aeschin.3.201, cf. Arist.Pol.1258b35, Jul.Or.1.45b; περί τινος Arist.Metaph.989b27; τῷ Χρησίμῳ Hermog.Prog.7, etc.

German (Pape)

[Seite 833] darin, dabei verweilen, damit seine Zeit zubringen, Plat. Gorg. 484 c u. sonst; bes. von geistigen Beschäftigungen, λόγοις Luc. Nigr. 7; vgl. Plat. Rep. VI, 487 d; περὶ τὴν μουσικήν Ath. XIV, 623 c. – Vom Orte, Thuc. 5, 12; αὐτόθι Dem. 33, 5; τῇ χώρᾳ Pol. 3, 88; κατὰ τὴν Ἰταλίαν D. Sic. 14, 107; τοιούτοις ἀνθρώποις, unter solchen Menschen, Luc. Alex. 33; oft bei Rednern, die Zeit womit hinbringen, zögern, ἐνδιέτριβε καὶ οὐδὲν ἐποίει Dem. 48, 20; mit dem Zusatz χρόνον, Ar. Ran. 714; Thuc. 2, 85; c. partic., πλέοντες 3, 29; – ἐν τοῖς καλοῖς ἐᾶν ἐνδιατρίβειν τὴν ὄψιν, den Blick darauf verweilen lassen, Xen. Cyr. 5, 1, 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδιατρίβω: μέλλ. -ψω: πρκμ. -τέτρῐφα, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 7· ― δαπανῶ, καταναλίσκω τι, χρόνον ἐνδιατρίψει Ἀριστοφ. Βάτρ. 714, Θουκ. 2. 18, 85. ΙΙ. ἀπολ. (ὑπακ. χρόνον ἢ βίον), καταναλίσκω χρόνον διαμένων ἔν τινι τόπῳ, διὰ τὸ ἐνδιατρῖψαι αὐτόθι Δημ. 893. 28· τῇ χώρᾳ Πολύβ. 3. 88, 1, κτλ· ἐν τόπῳ Διόδ. 5. 44· τί τοίνυν μέμφασθαι ἄξιον Ἀλεξάνδρῳ εἰ τοιούτοις ἀνθρωπίσκοις ἐνδιατρίβειν ἠξίου; Λουκ. Ἀλεξ. 33. 2) διατρίβω, διαμένω ἔν τινι τόπῳ, ἐνδιατριβόντων δὲ αὐτῶν Θουκ. 5. 12., 7. 81· ἀσχολοῦμαι εἴς τι, ἐὰν δὲ περαιτέρω τοῦ θέματος ἐνδιατρίψῃ Πλάτ. Γοργ. 484C. κτλ. 3) ἐμμένω, τοῖς ἠθάσι... τοῖς ἀρχαίοις ἐνδιατρίβην Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 585, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 487D· προσηλώνω, ἐν τοῖς καλοῖς ἐᾶν τὴν ὄψιν ἐνδιατρίβειν Ξεν. Κύρ. 5. 1, 16· τούτοις (τοῖς ἔργοις καὶ λόγοις) ἐνδιατρίβοντες, ἀνακυκλοῦντες ἐν τῷ νῷ, Λουκ. Νιγρ. 7, πρβλ. Πλουτ. Περικλ. 2· κατά τι Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 17· περί τινος Ἀριστ. μετὰ τὰ Φυσ. 1. 8, 16· περί τι Ἀθήν. 623Ε· ἀπολ., ἐπιμένω εἴς τι (ὁμιλῶν), Αἰσχίν. 82. 33, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11, 5.

French (Bailly abrégé)

1 employer à, occuper à : χρόνον passer son temps à qch;
2 abs. passer son temps dans ; s’attacher à : τινι à qch (à certaines coutumes, à une étude, etc.) ; abs. s’attacher à un point, insister sur qch (dans un discours).
Étymologie: ἐν, διατρίβω.

Spanish (DGE)

I tr., c. ac. de sent. temp., esp. χρόνον emplear, pasar ὑπ' ἀνέμων καὶ ἀπλοίας ἐνδιέτριψεν οὐκ ὀλίγον χρόνον Th.2.85, cf. 18, cf. Ar.Ra.714, Plu.2.505a, (ῥεύματα) ἐνδιατρίβοντα πολὺν χρόνον τοῖς αὐτοῖς κλίμασι Str.15.1.23, ὁ χρόνος, ὃν ἐνδιατρίβειν τῇ πηγῇ διώριστο Ach.Tat.8.14.4, ἐν ἐξουσίαις ἐπὶ πολὺν χρόνον ἐνδιατρίβειν pasar mucho tiempo en el poder D.C.36.31.4.
II intr.
1 vivir, residir ὥστε τὸν τόπον εἶναι ... ἐνδιατρῖψαι προσηνέστατον D.S.3.69, τὸ μὴ ἐνδιατρίβειν ἐᾶν τοὺς ξένους el no permitir a los extranjeros residir Philostr.VA 6.20, c. adv. o compl. de lugar αὐτόθι D.33.5, τῇ χώρᾳ Plb.3.88.1, ἐνδιατρίβειν αὐτῷ (τῷ ὄρει) τὸν θεόν I.AI 2.265, cf. D.S.3.42, 5.44, τοῖς Καταδούποις Hld.2.33.2, ἐν Καπύῃ D.H.7.10, περὶ τοὺς τόπους τούτους D.S.3.21, παρ' ὑμῖν Ath.Al.V.Anton.8.3.
2 mantenerse, permanecer αἱ ψακάδες ... ἐπὶ τοῦ ἀέρος Arist.Mete.348a8
tener lugar, suceder ἡ φρόνησις ἀλλοιοῦται, δόξαι τε ἕτεραί τινες ἐνδιατρίβουσιν de los ensueños, Hp.Flat.14.
3 demorarse, entretenerse ἐνδιατριβόντων αὐτῶν ἔτυχεν ἡ μάχη Th.5.12, cf. Aeschin.3.201, c. compl. de lugar ἐν τοῖς καλοῖς ἐᾶν τὴν ὄψιν ἐνδιατρίβειν X.Cyr.5.1.16, περὶ τούτων Arist.Mete.357a4, cf. MA 701a28, Metaph.989b27, τοῖς περὶ τὸ σῶμα Epict.Ench.41, τοῖς τῶν ἀνιαρῶν ἀναλογισμοῖς Plu.2.469a, τοῖς ἐπαίνοις ἀρχόντων καὶ στρατηγῶν Luc.Hist.Cons.7, ἐνδιατρίψει λόγοις τὰ σὰ χείλη πρὸς τὰ ἐμὰ χείλη tus labios se entretendrán en palabras con mis labios, e.d., hablaremos, LXX Pr.23.16.
4 fig. dedicarse, apegarse, insistir c. dat. de abstr. o compl. prep. μὴ τοῖς ἠθάσι λίαν τοῖς τ' ἀρχαίοις ἐνδιατρίβειν no apegarse demasiado a los usos antiguos y acostumbrados Ar.Ec.585, ἐὰν δὲ περαιτέρω τοῦ δέοντος ἐνδιατρίψῃ pero si persiste más de lo debido (en filosofar), Pl.Grg.484c, cf. R.487d, Arist.Pol.1258b35, κατὰ φιλοσοφίαν Epicur.Fr.[1] 17, ἐνδιέτριβ[έ π] οθε[ν ἡ] συχίει (l. ἡσυχίῃ) Epicur.Fr.[34.19] 4, λόγοις καὶ ἔργοις Luc.Nigr.7, τῇ περὶ τοὺς βίους ἀναγραφῇ Plu.Per.2, τῷ χρησίμῳ Hermog.Prog.7, τοῖς φαύλοις ἐπιτηδεύμασιν Aesop.70.1, περὶ μουσικήν Ath.623e, ὑπὲρ τούτων Iul.Or.1.45b.

Greek Monolingual

(AM ἐνδιατρίβω)
1. μένω κάπου για ένα χρονικό διάστημα («Ἀννίβας... ἐνδιέτριβε τῇ παρὰ τὸν Ἀδρίαν χώρᾳ», Πολ.)
2. (για λόγο) επιμένω στις λεπτομέρειες («διό μᾶλλον ἄν τις ἐνδιατρίψειε περί αὐτῶν», Αριστοτ.)
3. ασχολούμαι με κάτι, επιμένω, καταγίνομαι
αρχ.-μσν.
διαθέτω τον χρόνο μου, χρονοτριβώ, χασομερώ («χρόνον ἐνδιατρίψας τέ τινα περί τήν Ῥώμην»)
αρχ.
1. (με δοτ. προσ.) συναναστρέφομαι
2. μακραίνω τον λόγο, περιττολογώ.

Greek Monotonic

ἐνδιατρίβω: [ῐ], μέλ. -ψω,
I. δαπανώ ή καταναλώνω χρόνο για να κάνω κάτι, χρόνον, σε Αριστοφ., Θουκ.
II. 1. απόλ., (ενν. χρόνον), περνώ τον καιρό μου, παραμένω σε ένα μέρος, σε Δημ.
2. σπαταλώ χρόνο μένοντας σε ένα μέρος, αργοπορώ, καθυστερώ, χρονοτριβώ, σε Θουκ., Πλάτ.
3. καταγίνομαι στην άσκηση ενός πράγματος, ενασχολούμαι, απασχολούμαι, ἔν τινι, σε Ξεν.· απόλ., επιμένω σε κάποιο σημείο (του λόγου), μακρηγορώ, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

ἐνδιατρίβω: (ῑ)
1) (тж. ἐ. χρόνον Thuc., Arph.) (в чем-л., с кем-л. и т. п.) проводить время, задерживаться (περαιτέρω τοῦ δέοντος Plat.; ἐπὶ τοῦ ἀέρος Arst.; αὐτόθι Dem.; τῇ χῶρα Polyb.; ἐν τῷδε τῷ τόπῳ и κατὰ τὴν Ἰταλίαν Diod.; τῇ περὶ τοὺς βίους ἀναγραφῇ Plut.; τοιούτοις ἀνθρώποις Luc.): πλέοντες περὶ τὴν Πελοπόννησον ἐνδιέτριψαν Thuc. они потратили много времени для того, чтобы проплыть вокруг Пелопоннеса; περὶ τούτων πλείω τῆς ἀξίας ἐνδιατέτριφεν ὁ λόγος Arst. (наше) обсуждение задержалось на этом дольше, чем следовало; ἃ σιωπητέον καὶ οἷς ἐνδιατριπτέον Luc. (определить), что обойти молчанием, а на чем подробно остановиться; ἐν τοῖς καλοῖς ἐᾶν τὴν ὄψιν ἐ. Xen. заглядываться на прекрасное; ὄμμα φλεγμαῖνον ἥδιστα τοῖς σκιεροῖς ἐνδιατρίβει χρώμασι Plut. для воспаленного глаза наиболее приятны темные цвета;
2) терять время (ἐνδιέτριβε καὶ οὐδὲν ἐποίει Dem.; ἔπειτ᾽ ἐνδιατρίβῃ καὶ μὴ ἀπολογῆται Aeschin.).

Middle Liddell

fut. ψω
I. to spend or consume in doing, χρόνον Ar., Thuc.
II. absol. (sub. χρόνον), to spend time in a place, Dem.
2. to waste time by staying in a place, linger there, Thuc., Plat.
3. to continue in the practice of a thing ἔν τινι Xen.: absol. to dwell upon a point (in speaking), Aeschin.