μύωψ

From LSJ
Revision as of 18:20, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")

περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται → it has been so ordained by law

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύωψ Medium diacritics: μύωψ Low diacritics: μύωψ Capitals: ΜΥΩΨ
Transliteration A: mýōps Transliteration B: myōps Transliteration C: myops Beta Code: mu/wy

English (LSJ)

ωπος, ὁ, ἡ, (μύω, ὤψ) A closing the eyes or contracting the eyes, as shortsighted people do, and so, shortsighted, Arist.Rh.1413a4, Pr.959a3, b38, Alex.Aphr.Pr.1.74. II as substantive μύωψ [ῠ, but ῡ Nic.Th.417, 736], ωπος, ὁ, horse-fly, horsefly, gadfly, Tabanus, ὀξυστόμῳ μύωπι A.Pr.675; βοηλάτην μ. Id.Supp.307, cf. Pl.Ap.30e, Arist.HA528b31, 552a29, al. 2 goad, spur, X.Eq.8.5; ἐν τοῖς μύωψι περιπατεῖν = to walk in spurs, Thphr.Char.21.8; προσθεῖναι τοὺς μ. Plb.11.18.4, cf. AP5.202 (Asclep.); ox-goad, βουσόος μ. Cerc.8.2, cf. Call.Fr.46, A.R.3.277. 3 metaph., stimulant, incentive, Luc.Cal.14, Am.2; τινος to a thing, ῥόμβον θιάσοιο μ. AP6.165 (Phal.); τὸν μύωπα ἐμβαλεῖν τινι Ach.Tat.7.4. 4 a plant growing in the Achelous, Ps.-Plu. Fluv.22.5. 5 the little finger, pinky, pinkie Sch.Opp.H.3.254.

German (Pape)

[Seite 225] ωπος, ὁ, 1) Pferde- u. Ochsenbremse; ὀξυστόμῳ μύωπι χρισθεῖσα, Aesch. Prom. 678; βοηλάτης, Suppl. 303; Arist. H. A. 1, 5 u. A. – 2)Stachel, Sporn, ἵππῳ δεομένῳ ἐγείρεσθαι ὑπὸ μύωπός τινος, Plat. Apol. 30 e; Xen. de re equ. 8, 5; Sp., κέντρα τ' ἐναιμήεντα διωξίπποιο μύωπος, Qu. Maec. 6 (VI, 233); Luc. Tox. 55; – übh. Antrieb, Anreiz, Luc. amor. 2; vgl. Iac. Ach. Tat. p. 884. – 3) als adj., die Augen schließend, blinzend, gew. kurzsichtig, der nur in der Nähe deutlich sehen kann u., um Entfernteres zu sehen, die Augen etwas schließen muß, also von μύω, Arist. probl. 31, 16. 25 u. Folgde, bes. Medic. – [Nic. braucht υ in der ersten Bdtg auch lang, Th. 417. 736.]

Greek (Liddell-Scott)

μύωψ: -ωπος, ὁ, ἡ, (μύω, ὢψ) ὁ μύων, συστέλλων τὰ βλέφαρα ὅπως ἴδῃ τι, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ἴδῃ μακράν, «κοντόφθαλμος», Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 12, Προβλ. 31. 16 καὶ 25· πρβλ. μυωπός. ΙΙ. οὐσ., μύωψ, ωπος, ὁ, ἡ «ἀλογόμυιγα», «βῳδόμυιγα», Λατ. tabanus, οἶστρον, ὀξυστόμῳ μύωπι Αἰσχύλ. Πρ. 675· βοηλάτην μύωπα κινητήριον Ἱκ. 307, πρβλ. Πλάτ. Ἀπολ. 30Ε, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 15., 5. 19, 21, κ. ἀλλ. 2) κέντρον, πτερνιστήρ, Ξεν. Ἱππ. 8, 5· ἐν τοῖς μύωψι περιπατεῖν, μὲ τοὺς πτερνιστῆρας, Θεοφρ. Χαρακτ. 21· βούκεντρον, Ἀνθ. Π. 5. 203. 3) μεταφ., μύωπι διὰ τοῦ ὠτὸς τυπείς, ὡς διὰ μύωπος, Λουκ. π. Διαβολ. 14, Ἔρωτες 2· τινὸς Ἀνθ. Π. 6. 165, Ἰακώψ. εἰς Ἀχιλλ. Τάτ. σ. 884. 4) ὁ μικρὸς δάκτυλος, παρὰ τῷ Schneid. Ἐκλ. Φυσ. 2. 447. 5) φυτόν τι, Ψευδο-Πλούτ. περὶ Ποταμ. 22. 5. [Ἐπὶ τῆς σημ. ΙΙ, ὁ Νικ. ἔχει ῡ, Θ. 417, 736.]

French (Bailly abrégé)

ωπος (ὁ) :
taon, mouche qui pique les chevaux et les bœufs, insecte ; p. anal. éperon ou aiguillon.
Étymologie: μύω, ὤψ.

Greek Monolingual

(I)
ο (ΑΜ μύωψ)
βλ. μύωπας.
(II)
μύωψ, ὁ (ΑΜ)
είδος εντόμου από το οποίο ερεθίζονται τα άλογα και τα βόδια και τρέχουν, ο οίστρος, η αλογόμυγα, η βοϊδόμυγα («βοηλάτην μύωπα κινητήριον», Αισχύλ.)
αρχ.
1. πτερνιστήρας, κεντρί, σπιρούνι, με το οποίο ο ιππέας κεντά το άλογο για να τρέξει («προσθέντα τοὺς μύωπας βίᾳ τὸν ἵππον ἐπάγειν καὶ διαπερᾱν», Πολύβ.)
2. βουκέντραβουσόος μύωψ», Κερκ.)
3. ο μικρός δάκτυλος
4. φυτό το οποίο φυτρώνει κοντά στον ποταμό Αχελώο
5. μτφ. παρορμητικό μέσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με παλαιότερη άποψη, ο τ. μύωψ < μυίωψ (< μυῖα + -ωψ, -ωπος < ὤψ, ὠπός «όψη, μάτι») «αυτός που έχει όψη μύγας, που μοιάζει με μύγα». Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με μῦ, μύζω, λαμβάνοντας τη σημ. «έντομο που βομβίζει». Έχει διατυπωθεί, τέλος, και η υπόθεση ότι η λ. δεν αποτελεί παρά παλαιότερη, μη μαρτυρημένη σημ. του μύωψ (Ι), που χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να χαρακτηρίσει ένα είδος εντόμου που κλείνει τα μάτια, που δεν βλέπει καλά και μετά καθιερώθηκε ως ονομασία του εντόμου αυτού (για το επίθημα -ωψ του μύωψ, πρβλ. κών-ωψ)].

Greek Monotonic

μύωψ: -ωπος, ὁ, ἡ (μύω, ὤψ),·
I. αυτός που μισοκλείνει τα μάτια, όπως κάνουν οι άνθρωποι που έχουν μυωπία, μύωπας, σε Αριστ.
II. 1. ως ουσ., μύωψ, -ωπος, , αλογόμυγα ή βοϊδόμυγα, Λατ. tabānus, σε Αισχύλ., Πλάτ.
2. βουκέντρα, σπηρούνι, σε Ξεν., Θεόφρ.· μεταφ., κίνητρο, διεγερτικό, σε Λουκ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μύωψ: ωπος adj. щурящий глаза, т. е. близорукий Arst.
ωπος ὁ
1) овод, слепень (ὀξύστομος Aesch.);
2) бодец, стрекало, шпора: ἐγείρεσθαι ὑπὸ μύωπος Plat. быть подгоняемым шпорой;
3) возбуждающая сила (sc. τῶν ὀμμάτων Luc.);
4) миоп (неизвестное нам растение) Plut.

Frisk Etymological English

1 -ωπος
Grammatical information: m.
Meaning: goad, spur; horse-fly, also metaph. stimulant (A., Pl.. X., Arist.).
Derivatives: -ωπίζω spurn (X., PLB.); -ωπίζομαι be stung by gad-fly (X., J.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Bq proposes *μυί-ωψ prop. "with the face of a fly, fly-like", which DELG calls doubtdul. After Prellwitz Glotta 16, 153 prop "Summling", from μυ in μύζω a.o., which is not better (DELG). One has also suggested a special use of μύωψ 2 (Gil Fernandez, Nombres de insectos 81-4), which is again not quite convincing. On the formation Schwyzer 426 n.4; on -ωψ cf. κώνωψ and Sommer Nominalkomposita 9 n. 2. The form κώνωψ rather points to a Pre-Greek word.
2 -ωπος
Grammatical information: adj.
Meaning: shortsighted (Arist.).
Derivatives: -ωπία shortsightedness (s.v.), -ωπίας m. shortsighted man (Poll., Paul. Aeg.), -ωπίασις = -ωπία (Gal.; after the words for diseases in -ίασις, as from *-ωπιάω), -ωπάζω be shortsighted (2 Ep. Pet. 1, 9); besides them. -ωπός id. (X. Kyn.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Prop. "with eyes that shut", from μύω and ὤψ. Cf. 1. μύωψ and μύω; on the accent Fraenkel Nom. ag. 2, 42.

Middle Liddell

μύ-ωψ, ωπος, [μύω, ὤψ]
I. contracting the eyes, as shortsighted people do, shortsighted, Arist.
II. as substantive, the horsefly or gadfly, Lat. tabanus, Aesch., Plat.
2. a good, spur, Xen., Theophr.:—metaph. a stimulant, Luc., Anth.

Frisk Etymology German

μύωψ: 1. -ωπος
{múōps}
Grammar: m.
Meaning: Bremse, Sporn, auch übertr. ‘Anreiz (A., Pl.. X., Arist. usw.)
Derivative: mit -ωπίζω spornen (X., PLB. u.a.) -ωπίζομαι von Bremsen gestochen werden (X., J. u.a.).
Etymology : Wohl mit Bq aus *μυίωψ eig. "mit Fliegengesicht, fliegenähnlich". Nach Prellwitz Glotta 16, 153 eig. "Summling", von μυ in μύζω u.a. Zur Bildung Schwyzer 426 A.4.
Page 2,282
2. -ωπος
{múōps}
Meaning: kurzsichtig (Arist. u.a.)
Derivative: mit -ωπία Kurzsichtigkeit (s.d.), -ωπίας m. kurzsichtiger Mensch (Poll., Paul. Aeg.), -ωπίασις = -ωπία (Gal.; nach den Krankheitsbez. auf -ίασις, wie von *-ωπιάω), -ωπάζω kurzsichtig sein (2 Ep. Pet. 1, 9); daneben them. -ωπός ib. (X. Kyn.).
Etymology : Eig "mit sich schließenden Augen", von μύω und ὤψ. vgl. 1. μύωψ und μύω; zum Akzent Fraenkel Nom. ag. 2, 42.
Page 2,282

English (Woodhouse)

gadfly

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)