λαμυρός
πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things
English (LSJ)
ά, όν,
A full of abysses, θάλασσα EM555.57: hence, II gluttonous, greedy, γάστρις καὶ λ. Epicr. 5.8 = Antiph.89.5; γαστρὶ χαριζόμενος τῆς οὐ λαμυρώτερον οὐδὲν Timo 7; ὀδόντες Theoc.25.234; κάρηνον Nic.Th.293. III metaph., wanton, impudent, λαμυρώτερον λέγειν X.Smp.8.24; Ἀλκιβιάδου ἡ ἄγαν λ. πολιτεία Plu.Comp.Alc.Cor.1; λάμυρόν τι προσβλέπειν τινί Id.Mar. 38; λ. ἱστορίη AP7.450 (Diosc.); of women, coquettish, ib.5.161 (Asclep.); of Eros, λαμυροῖς ὄμμασι πικρὰ γελᾷ ib.179 (Mel.); λαμυρὰς Πόθων ἀέλλας Cerc.5.10: later in good sense, piquant, arch, like ἐπίχαρις, Phryn.259; charming, Plu.Caes.49, Eun.VSp.467 B. IV bright, τὰ λευκὰ τῶν ὀφθαλμῶν λαμυρώτατα (in pneumonia) Aret.SA2.1.
German (Pape)
[Seite 14] auch λάμυρος betont (vgl. λαιμός, λαβρός), mit weitem, tiefem Schlunde, Sp. – Daher = gierig verschlingend, schrecklich, VLL. καταπληκτικός; ὀδόντες, Theocr. 25, 234; σμερδαλέον δ' ἐπί οἱ λαμυρὸν πέφρικε κάρηνον Nic. Ther. 294; gefräßig, Epier. bei Ath. VI, 262 d; – keck, unverschämt, bes. bei Sp. (vgl. Phryn. 291 οἱ ἀρχαῖοι τὸν ἰταμὸν καὶ ἀναιδῆ, οἱ νῦν τὸν ἐπίχαριν τῷ ὀνόματι σημαίνουσιν); vom reizenden, schnippischen Muthwillen der Mädchen, Asclpds. 17 (V, 162); ὄμματα Mel. 50 (V, 180), u. öfter in der Anth.; auch Plut. öfter, z. B. ὄνος προσβλέψας τῷ Μαρίῳ λαμυρόν τι καὶ γεγηθός Har. 38; γαστὴρ ἧς οὐ λαμυρώτερον οὐδέν Timon bei Ath. VII, 279 f. – Auch adv., λαμυρώτερον λέγειν Xen. Conv. 8, 24.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰμῠρός: -ά, -όν, (ἴδε ἐν λάω Β)· ― πλήρης χασμάτων, πλήρης ἀβύσσων, Λατ. voraginosus, θάλασσα Ἐτυμολ. Μέγ.· ― ὅθεν, ΙΙ. λαίμαργος, ἄπληστος, ἀδηφάγος, γάστριν καλοῦσι καὶ λαμυρὸν ὃς ἂν φάγῃ ἡμῶν τι τούτων Ἀντιφάν. ἐν «Δυσπράτῳ» 1, 5· γαστρὶ χαριζόμενος, τῆς οὐ λαμυρώτερον οὐδὲν Τίμων παρ’ Ἀθην. 279F· ὀδόντες Θεόκρ. 25. 234, πρβλ. Νικ. Θηρ. 293. ΙΙΙ. μεταφορ., θρασύς, ἀναιδής, ἀκόλαστος, λαμυρώτερον λέγειν Ξεν. Συμπ. 8, 24· Ἀλκιβιάδου ἡ ἄγαν λαμυρὰ πολιτεία Πλουτ. Σύγκρ. Ἀλκ. καὶ Κορ. 1· λαμυρόν τι προσβλέπειν τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Μαρ. 38· λ. ἱστορίη Ἀνθ. Π. 7. 450· ― ἐπὶ γυναικός, φιλάρεσκος, ἐρωτοτρόπος, αὐτόθι 5. 162· ἐπὶ τοῦ Ἔρωτος, λαμυροῖς ὄμμασι πικρὰ γελᾷ αὐτόθι 180· καὶ παρὰ μεταγενεστ., ἐντελῶς ἐπὶ καλῆς σημασίας, κομψός, εὐχάριστος, ἐπίχαρις, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 291, 760· πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου grata protervitas. Ἐπίρρ. -ρῶς, Συνέσ. 36Β, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 creux, profond;
2 vorace;
3 hardi, effronté ; en b. part pétulant, enjoué ; λαμυρόν τε καὶ γενηθὸς προσβλέπειν τινί PLUT regarder qqn d'un air ouvert et joyeux.
Étymologie: DELG rien de clair.
Greek Monolingual
λαμυρός, -ά, -όν (Α)
1. γεμάτος αβύσσους, χαώδης («λαμυρὰ θάλασσα», Μέγα Ετυμολογικόν)
2. λαίμαργος, αδηφάγος («γάστριν καλοῦσι καὶ λαμυρὸν ὅς ἄν φάγη ἡμῶν τι τούτων», Αντιφάν.)
3. θρασύς, αναιδής
4. (για γυναίκα) φιλάρεσκη
5. (με καλή σημ.) κομψός, ευχάριστος («Κλεοπάτρας... λαμυρᾱς φανείσης», Πλούτ.)
6. διαυγής, λαμπρός.
επίρρ...
λαμυρῶς (Α)
με θρασύτητα, αναιδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαμυρός εμφανίζει επίθημα -υρός (πρβλ. βδελυρός, γλαφυρός). Το θ. λαμ- πιθ. < lm- (συνεσταλμένη βαθμίδα) < ΙΕ ρίζα lem-, που εκφράζει την έννοια της εκδίκησης και της δίψας για εκδίκηση. Η σύνδεση όμως της λ. με λατ. lemures «φαντάσματα», λιθουαν. lemoti «είμαι διψασμένος για...», λεττον. lamat «εξυβρίζω», που ανάγονται στην ίδια ρίζα, δεν φαίνεται πιθανή].
Greek Monotonic
λᾰμῠρός: -ά, -όν (λαμός=λαιμός)·
I. λαίμαργος, άπληστος, αδηφάγος, σε Θεόκρ.
II. μεταφ., θρασύς, αναιδής, ακόλαστος, σε Ξεν., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
λᾰμῠρός:
1) прожорливый, жадный (ὀδόντες Theocr.);
2) дерзкий, наглый, бесстыдный (ἱστορίη Anth.; ἡ Ἀλκιβιάδου πολιτεία Plut.);
3) капризный, шаловливый (ὄμματα Anth.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: voracious, avaricious, gluttonous, coquettish (X., com., hell.)
Derivatives: λαμυρία wantonness, pertness (Plu.), λαμυρίς f. lobe (sch. Luc. Lex. 3), λαμυρῶσαι H. s. λαιθαρύζειν. - Besides λάμια f. name of a man-eating monster (Ar.), of a shark (Arist.); in this meaning also λάμνα or -νη (Opp.); (τὰ) λάμια = χάσματα (EM. H.; cf. λαμυρὰ θάλασσα EM 555, 57). - Name of a hero Λάμος (κ 81). Lycian GN Λάμυρα (Λίμυρα), rivern. Λάμυρος; from Λά-μυρα (to Σμύρνα etc.) foll. Heubeck Beitr. z. Namenforsch. 1, 281.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: With λαμυρός cf. γλαφυρός, βδελυρός a. o.; λάμ-ια with retained -ια as in πότνια (Schwyzer 473, Chantraine Form. 98). With λαμυρός Walde (LEW2 420) compares Lat. lemurēs ghosts hovering around of those, who died at a wrong time or who died a forceful death. I see no basis for these speculations; see Frisk. Formally comparison with Gr. λαμ- seems hardly possible. - From λάμια Lat. lamia f. vampyr; further lamium n. dead nettle, from *λάμιον ? (The form λαμος cleft, sch. Hor. Ep. 1, 13, 10 does not exist). - Further WP. 2, 434, W.-Hofmann s. lemurēs, la-mium. Here also λαιμός (s.v.)? - Fur. (index) mostly connects Lemures (above); further he connects λάβρος, which is possible but uncertain. The word with -υρ- may well be Pre-Greek.
Middle Liddell
λᾰμῠρός, ή, όν λαμός, = λαιμός
I. gluttonous, greedy, Theocr.
II. metaph. bold, wanton, impudent, Xen., Plut.
Frisk Etymology German
λαμυρός: {lamurós}
Meaning: gefräßig, gierig, lüstern, gefallsüchtig (X., Kom., hell. u. sp.)
Derivative: mit λαμυρία Lüsternheit, Gefallsucht (Plu.), λαμυρίς f. Wamme (Sch. Luk. Lex. 3), λαμυρῶσαι H. s. λαιθαρύζειν. — Daneben λάμια f. N. einer menschenfressenden Unholdin (Ar. u. a.), eines Haifisches (Arist. u. a.); in dieser Bed. auch λάμνα od. -νη (Opp.); (τὰ) λάμια = χάσματα (EM. H. u. a.; vgl. λαμυρὰ θάλασσα EM 555, 57). — Heroenname Λάμος (κ 81). Lyk. ON Λάμυρα (Λίμυρα), Flußn. Λάμυρος; aus Λάμυρα (zu Σμύρναusw.) nach Heubeck Beitr. z. Namenforsch. 1, 281.
Etymology: Zu λαμυρός vgl. γλαφυρός, βδελυρός u. a.; λάμια mit erhaltenem -ια wie πότνια (Schwyzer 473, Chantraine Form. 98). Mit λαμυρός vergleicht Walde LEW2 420 lat. lemurēs ‘herumschweifende Geister derer, die zur Unzeit od. eines gewaltsamen Todes gestorben sind'; Prellwitz zieht noch heran lit. lemoti lechzen, lett. lamât schimpfen, schelten (vgl. dazu Fraenkel Wb. s. v.); aus dem Keltischen nach Pok. 675 noch kymr. lleff Stimme, bret. leñv Geschrei, Klage. Gr. λαμ- wäre dann Schwach- od. Schwundstufe; vgl. auch den α-Vokal in λάπτω, κάπτω u. a. Aus λάμια lat. lamia f. Vampyr; daneben lamium n. Taubnessel aus *λάμιον ? Das aus Sch. Hor. Ep. 1, 13, 10 angeführte λαμός Schlund existiert nicht; dafür λαιμός (lat. lemus). — Einzelheiten mit weiterer Lit. WP. 2, 434, W.-Hofmann s. lemurēs, la-mium. Hierher auch λαιμός (s.d.)?
Page 2,80