ὀργίλος
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
[ῐ], η, ον, (ὀργή II) inclined to anger, irascible, ill-tempered, bad-tempered, Hp.Epid.1.19, X.Eq.9.7, D.6.33, Arist.EN1108a7: Comp. ὀργιλώτερος Id.Cat.10a7, Phld.Ir.p.74 W., J.AJ15.7.4 (v.l. ὀργιλαίτερος). Adv. ὀργίλως = angrily, ὀργίλως ἔχειν = to be angry, D.21.215; τινι with one, Id.45.67; ἐπί τινι Paus.8.25.6; διατίθεσθαι Phld.Ir.p.42 W.: neut. as adverb, ὀργίλον βλέπειν Jul.Or.3.103b, Lib.Or.62.24 : Comp. ὀργιλώτερον J.BJ3.2.3.
German (Pape)
[Seite 370] zum Zorne geneigt, jähzornig; neben χαλεπή, Men. bei Stob. fl. 72, 2; Plat. Rep. III, 405 c; Arist. eth. 4, 5 sagt οἱ ὀργίλοι ταχέως μὲν ὀργίζονται καὶ οἷς οὐ δεῖ καὶ ἐφ' οἷς οὐ δεῖ καὶ μᾶλλον ἢ δεῖ – So heißt auch Bacchus, Hymn. (IX, 524, 16), wahrscheinlich in Beziehung auf die Orgien. – Adv., ὀργίλως ἔχειν τινί, = ὀργίζομαι, Dem. 24, 211. 215 u. öfter, wie Luc. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
porté à la colère, irascible;
Cp. ὀργιλώτερος, Sp. ὀργιλώτατος.
Étymologie: ὀργή.
Greek (Liddell-Scott)
ὀργίλος: [ῐ], -η, -ον, (ὀργὴ ΙΙ) ὁ ἔχων κλίσιν εἰς ὀργήν, εὐερέθιστος, εὐκόλως ὀργιζόμενος, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 955, Ξεν. Ἱππ. 9, 7, Δημ. 73. 27, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 5, 8· ἴδε ἐν λέξ. ὄργιος. - Ἐπίρρ., ὀργίλως ἔχειν, εἶμαι ὠργισμένος, Δημ. 583. 12· τινί, πρός τινα, ὁ αὐτ. 1121, ἐν τέλει· ἐπί τινι Παυσ. 8. 25. 6.
English (Strong)
from ὀργή; irascible: soon angry.
English (Thayer)
ὀργιλη, ὀργίλον (ὀργή), prone to anger, irascible (A. V. soon angry): Xenophon, de re equ. 9,7; Plato (e. g. de rep. 411b.); Aristotle (e. g. eth. Nic. 2,7, 10); others.)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀργίλος, -η, -ον)
αυτός που οργίζεται εύκολα, ευερέθιστος, ευέξαπτος («φύσει ὄντα ὀργίλον καὶ φονικώτατον», Ηρωδιαν.)
νεοελλ.
γεμάτος οργή, εξοργισμένος.
επίρρ...
οργίλως (Α ὀργίλως)
με μεγάλο θυμό, με οργή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀργή + επίθημα -ίλος].
Greek Monotonic
ὀργίλος: [ῐ], -η, -ον (ὀργή II), αυτός που τείνει να θυμώνει, ευέξαπτος, σε Ξεν., Δημ.· επίρρ., ὀργίλως ἔχειν, είμαι οργισμένος, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ὀργίλος: раздражительный, вспыльчивый Xen. etc.
Middle Liddell
ὀργῐ́λος, η, ον ὀργή II]
prone to anger, irascible, Xen., Dem. adv., ὀργίλως ἔχειν to be angry, Dem.
Chinese
原文音譯:Ñrg⋯loj 哦而居羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:憤慨的
字義溯源:暴燥的,易怒的,性急的;源自(ὀργή)=意欲,激烈情感,憎恨);而 (ὀργή)出自(ὀρέγω)*=伸展)
出現次數:總共(1);多(1)
譯字彙編:
1) 暴燥(1) 多1:7