μετάθεση

From LSJ
Revision as of 18:38, 29 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "πᾱσιν" to "πᾶσιν")

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355

Greek Monolingual

η (ΑM μετάθεσις) μετατίθημι
1. μετακίνηση από μια θέση σε άλλη, μεταβολή, αλλαγή θέσης
2. η αλλαγή της θέσης τών φθόγγων μέσα στην ίδια λέξη όπως π.χ. φούχτα: χούφτα, κροκόδειλος: κορκοδειλος, κραδίη: καρδία
νεοελλ.
1. (με χρονική σημασία) αναβολή («η μετάθεση της ημερομηνίας της συνάντησης κορυφής»)
2. μουσ. η εκτέλεση ενός τεμαχίου ή ενός μουσικού αποσπάσματος από ένα ηχητικό ύψος σε άλλο, χωρίς να μεταβληθούν τα διαστήματα
3. μαθημ. πράξη που συνίσταται στη μεταφορά στοιχείων από μια ορισμένη σειρά διαδοχής σε άλλη σειρά διαδοχής τών ίδιων στοιχείων
4. βιολ. αναδιάταξη της χρωμοσωμικής δομής που επιφέρει την αλλαγή θέσης τών τμημάτων τών χρωματοσωμάτων καθώς και τών ακολουθιών τών γονιδίων που αυτά περιέχουν
5
χημ. α) οργανική αντίδραση κατά την οποία σε ένα μόριο πραγματοποιείται αντικατάσταση ενός ατόμου ή μιας ρίζας από άλλο άτομο ή άλλη ρίζα
β) οργανική αντίδραση κατά την οποία ένα ή περισσότερα άτομα του ίδιου μορίου ανακατατάσσονται, με αποτέλεσμα την πραγματοποίηση ισομερίωσης ή άλλης ασυνήθους διαδικασίας
6. (ψυχαναλ.) η θετική ή αρνητική έντονη συναισθηματική σύνδεση του ασθενούς με τον θεραπευτή, κατά την οποία ο πρώτος ξαναβιώνει καταστάσεις της παιδικής του ηλικίας απωθημένες στο ασυνείδητο και τίς προβάλλει στο ουδέτερο πρόσωπο του ψυχαναλυτή
7. φρ. α) «μετάθεση ευθυνών» — η προσπάθεια επίρριψης τών ευθυνών που βαραίνουν κάποιον σε άλλο πρόσωπο
β) «αμοιβαία μετάθεση» — η εναλλαγή της θέσης δύο υπαλλήλων
γ) «δυσμενής μετάθεση» — η μετακίνηση υπαλλήλου σε μειονεκτική περιφέρεια ή δικαιοδοσία
δ) «μετάθεση ποσότητας»
γλωσσ. η αντιμεταχώρηση
ε) «μετάθεση συχνότητας»
(ραδιοηλ.) η μετατόπιση μιας περιοχής του φάσματος συχνοτήτων σε άλλη περιοχή του
νεοελλ.-μσν.
η τοποθέτηση υπαλλήλου σε άλλη θέση από αυτήν που υπηρετεί
μσν.
1. μετοίκηση, μετανάστευση
2. μεταβίβαση
μσν.-αρχ.
μεταβολή, μετατροπή, αλλαγή («θεὸς οὐδεμίαν ἐπιδεχόμενος μετάθεσιν», Αριστοτ.)
αρχ.
1. αλλαγή φρονήματος ή γνώμης («δυοῑν γὰρ ὄντως τρόπων πᾶσιν ἀνθρώποις τῆς ἐπὶ τὸ βέλτιον μεταθέσεως», Πολ.)
2. μετάσταση από κάποιον, μετατόπιση («πρὸς τὴν μετάθεσιν τῆς τοῦ θεοῦ γενέσεως», Διόδ. Σικ.)
3. η μετάβαση από μια μερίδα σε άλλη, η προσχώρηση
4. το δικαίωμα να μεταβαίνει κάποιος από έναν συνασπισμό σε άλλο, δηλ. να μπορεί να αλλάζει συμμάχους («δίκαιον γὰρ εἶναι πᾱσι τοῖς ξυμμάχοις γεγράφθαι τὴν μετάθεσιν», Θουκ.)
5. ανταλλαγή, πώληση εμπορευμάτων
6. γραμμ. η μετατροπή, η αλλαγή ενός γράμματος, π.χ. φηρσί αντί θηρσί
7. κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας, λογοκλοπία
8. φρ. «μετάθεσις αἰτιας»
(ρητ.) ρητορικός τρόπος έκφρασης κατά τον οποίο ο ρήτορας, επιδιώκοντας εναργέστερη διατύπωση, επιρρίπτει υποθετικά σε άλλο πρόσωπο ή σε άλλο γεγονός εκείνα για τα οποία πραγματεύεται.