χάρισμα

From LSJ
Revision as of 12:15, 10 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εἰς" to "εἰς")

τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰρισμα Medium diacritics: χάρισμα Low diacritics: χάρισμα Capitals: ΧΑΡΙΣΜΑ
Transliteration A: chárisma Transliteration B: charisma Transliteration C: charisma Beta Code: xa/risma

English (LSJ)

ατος, τό, grace, favour, favor, θεοῦ Ph.1.102, cf. Fr.84 H.; especially in NT, gift of God's grace, gift, 1 Ep.Cor.12.4, al.; opp. ὀψώνια, Ep.Rom.6.23; later, generally, favour bestowed, BGU1044.4 (pl., iv A. D.).

German (Pape)

[Seite 1339] τό, Gunstbezeugung, Gefälligkeit, Geschenk, Sp.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
grâce, faveur, bienfait ; postér. grâce divine, don de Dieu.
Étymologie: χαρίζομαι.

Russian (Dvoretsky)

χάρισμα: ατος (χᾰ) τό милость, дар NT.

Greek (Liddell-Scott)

χάρισμα: τό, ἐν τῇ Καιν. Διαθ. δωρεά, δῶρον τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ιβ΄ κἑξ.· ἀντίθετ. τῷ ὀψώνια, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. ις΄, 23· - παρὰ τοῖς Ἑκκλ., ἰδίως τὸ βάπτισμα, Κλήμ. Ἀλ. 113.

English (Strong)

from χαρίζομαι; a (divine) gratuity, i.e. deliverance (from danger or passion); (specially), a (spiritual) endowment, i.e. (subjectively) religious qualification, or (objectively) miraculous faculty: (free) gift.

English (Thayer)

χαρίσματος, τό (χαρίζομαι), a gift of grace; a favor which one receives without any merit of his own; in the N. T. (where (except the gift of divine grace (so also in Philo de alleg. legg. iii. § 24at the end δωρεά καί εὐεργεσία καί χάρισμα Θεοῦ τά πάντα ὅσα ἐν κόσμῳ καί αὐτόςκόσμος ἐστιν); used of the natural gift of continence, due to the grace of God as creator, τό εἰς ἡμᾶς χάρισμα bestowed upon us, faith, knowledge, holiness, virtue, χαρίσματα (A. V. gifts) denote "extraordinary powers, distinguishing certain Christians and enabling them to serve the church of Christ, the reception of which is due to the power of divine grace operating in their souls by the Holy Spirit" (cf. Cremer in Herzog edition 2vol. v. 10ff, under the word Geistesgaben): χαρίσματα ἰαμάτων, the sum of those powers requisite for the discharge of the office of an evangelist: Teaching 1,5 [ET] (cf. δώρημα in Hermas, mand. 2,4 [ET])); ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ χαρίζω, -ομαι
κάθε πνευματικό δώρο του Θεού και, ιδίως, του Αγίου Πνεύματος προς τους ανθρώπους, δωρεά
νεοελλ.
1. (γενικά) προτέρημα, προσόν, αρετή («έχει πολλά χαρίσματα»)
2. καθετί που δίνεται δωρεάν, δώρο
3. (χωρίς αρθρ. ως επίρρ.) δωρεάν, χαριστικά («σού το δίνω χάρισμα»)
4. στον πληθ. τα χαρίσματα
τα γαμήλια δώρα
5. φρ. α) «χάρισμα σου» — σού το χαρίζω, χαλάλι σου
β) «χάρισμα του λόγου» — ευγλωττία
6. παροιμ. «ξίδι χάρισμα, γλυκό σαν μέλι» — δηλώνει ότι και το πιο ευτελές δώρο προκαλεί ευχαρίστηση
μσν.-αρχ.
εκκλ. το μυστήριο του βαπτίσματος.

Greek Monotonic

χάρισμα: -ατος, τό (χαρίζομαι), δωρεά, χάρη, δώρο της χάρης του Θεού, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

χάρισμα, ατος, τό, χαρίζομαι
a grace, favour: a free gift, gift of God's grace, NTest.

Chinese

原文音譯:c£risma 哈里士馬
詞類次數:名詞(17)
原文字根:喜樂(果效)
字義溯源:恩賜,恩,仁慈;源自(χαρίζομαι)=恩待),而 (χαρίζομαι)出自(χάρις)=恩典), (χάρις)又出自(χαίρω)*=歡樂的)。這編號除一次用在彼得前書外,其餘16次全用在保羅的書信中;恩賜,可以說是保羅的專用字。恩賜分為兩方面:
1)神在基督裏賜給我們救恩的恩賜。罪的工價乃是死,神在基督裏的恩賜,乃是永遠的生命( 羅6:23)
2)神賜給教會屬靈的恩賜。保羅在哥林多前書十二至十四章,有詳細的討論。參讀 (δόμα)同義字
出現次數:總共(17);羅(6);林前(7);林後(1);提前(1);提後(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 恩賜(16) 羅1:11; 羅5:15; 羅5:16; 羅6:23; 羅11:29; 羅12:6; 林前1:7; 林前7:7; 林前12:4; 林前12:9; 林前12:28; 林前12:30; 林前12:31; 提前4:14; 提後1:6; 彼前4:10;
2) 恩(1) 林後1:11