πρόγονος

From LSJ
Revision as of 16:50, 28 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "f. l." to "f.l.")

δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → a wise man should not keep making the same mistake, a wise man should not repeat the same mistake, doing twice the same mistake is not a wise man's doing, making the same mistake twice does not befit the wise, making the same mistake twice does not belong to a man who is wise, making the same mistake twice does not belong to a wise man, the wise man does not make the same mistake twice, to commit the same sin twice is not a sign of a wise man, it is unwise to err twice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόγονος Medium diacritics: πρόγονος Low diacritics: πρόγονος Capitals: ΠΡΟΓΟΝΟΣ
Transliteration A: prógonos Transliteration B: progonos Transliteration C: progonos Beta Code: pro/gonos

English (LSJ)

ον, (γίγνομαι, γέγονα)
A early-born, (ἄρνες), opp. μέτασσαι, Od.9.221, cf. Hermesian. 7.74, SIG1038.9 (Eleusis, iv/iii B.C.); first-born, IG 2.1301 (dub.).
2 = ἀπόγονος 1, dub. in D.H.7.50.
II forefather, ancestor, Pi.O.6.59; πατρός σου πρόγονος πατήρ E.Ion 267, cf. Hel.15, Pl. Euthphr.11b: freq. in plural, Pi.P.9.105, A.Pers.405, Hdt.7.150, etc.; οἱ ἄνωθεν πρόγονοι Pl.Mx.236e; οἱ πάλαι πρόγονοι Id.Ep.359d; ἐκ προγόνων Id.Tht.173d; also of gods or heroes who are the authors or founders of a race, A.Fr.273, Hdt.4.127, Pl.Smp.186e, Isoc.9.14, etc.; Ζεῦ πρόγονε E.Or.1242; θεοὶ πρόγονοι Pl.Euthd.302d: also as fem., π. γυνή A.Supp.533 (lyr.), cf. 43(lyr.): metaph., οἱ πρόγονοι = the fathers or founders of a school, Luc.Herm.15; τὸν πρόγονον τῆς ἐμαυτοῦ σοφίας Philostr.VA8.7; ἰὼ πόνοι π. πόνων troubles parents of troubles, S.Aj.1197(lyr.).
III child by a former marriage, step-son, E.Ion1329, D.H.Isoc.18, Mon.Anc.Gr. 16.9, Luc.Cal.26, Supp.Epigr.6.667 (Attalia), PFay.48.3(i A.D.), etc.: fem., step-daughter, Stratt.79, Is.12.5, Hyp.Fr.10, D.S.4.43, Plu.Pomp.9; rarely προγόνη (q.v.): irreg. Sup. προγονέστατος = eldest step-son, dub. in TAM2(1).246.18 (Sidyma).

German (Pape)

[Seite 714] ὁ, der vor der Ehe, in einer frühern Ehe geborne (vgl. Poll. 3, 26, wo προγονός accentuirt ist), der Stiefsohn, Eur. Ion 1329 u. oft in sp. Prosa, wie Plut. u. Luc. de calumn. 35. vorher geboren, also älter, Od. 9, 221; – οἱ πρόγονοι, die Voreltern, Vorfahren, Pind. Ol. 9, 54 P. 4, 148 u. öfter; θεῶν τε πατρῴων ἕδη θήκας τε προγόνων, Aesch. Pers. 397; auch im sing. fem., Suppl. 528; ὦ Ζεῦ προγόνων προπάτωρ, Soph. Ai. 380; übertr., πόνοι πρόγονοι πόνων, 1176; ὦ Ζεῦ πρόγονε, Eur. Or. 1242, u. öfter; oft in Prosa, sowohl im sing., τοῦ ἡμετέρου προγόνου Δαιδάλου Plat. Euthyphr. 11 b, Conv. 186 c, als häufiger im plur., Her. 7, 150, κακὸν ἐκ προγόνων γεγονός Plat. Theaet. 173 d, τοὺς ἀνωτέρω προγόνους Crat. 396 c; Folgde; ἐκ προγόνων ἔχοντες τὴν ἡγεμονίαν, Pol. 1, 20, 12. – Bei D. Hal. 7, 50, wo οἱ πρόγονοι die Nachkommen sein müßten, wohl f.l.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
1 né avant ; ancêtre, aïeul ; οἱ πρόγονοι les ancêtres;
2 né après ; οἱ πρόγονοι les rejetons, les descendants (lat. progenies).
Étymologie: προγίγνομαι.
2ου (ὁ, ἡ)
enfant né d'un premier mariage, beau-fils (lat. privignus), fém. πρόγονος, postér. προγόνη belle-fille.
Étymologie: προγίγνομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόγονος -ον [προγίγνομαι] eerstgeboren. Od. 9.221. subst., meestal plur. voorouders:; κακόν... ἐκ προγόνων γεγονός kwaad dat uit voorouders is voortgekomen Plat. Tht. 173d; f. sing..; προγόνου γυναικός van de vrouw die onze voorouder is Aeschl. Suppl. 533; overdr..; ὦ πόνοι πρόγονοι πόνων o ellende, vader van nieuwe ellende Soph. Ai. 1197; overdr. stichters (van een filosofenschool). Luc. 70.15. subst. stiefkind:; προγόνοις δάμαρτες δυσμενεῖς ἀεί ποτε vrouwen zijn hun stiefkinderen altijd slecht gezind Eur. Ion 1329;

Russian (Dvoretsky)

πρόγονος:
1 ранее родившийся, старший годами (ἔριφος Hom.);
2 положивший начало роду, зиждительный (Ζεύς Eur.; θεοί Plat.).
IIпрародитель, предок Her., Pind., Eur. etc.: οἱ ἄνωθεν или οἱ πάλαι πρόγονοι Plat. далекие предки; ἐκ προγόνων Plat. с древнейших времен.
III ὁ и ἡ дитя от первого брака (мужа или жены), т. е. пасынок или падчерица Eur., Luc., Plut.

English (Autenrieth)

pl., earlier-born lambs, ‘spring lambs,’ ‘firstlings,’ Od. 9.221†.

English (Slater)

πρόγονος (-ον, -οι, -ων.) ancestor ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν' εὐρυβίαν, ὃν πρόγονον (O. 6.59) κείνων δ' ἔσαν χαλκάσπιδες ὑμέτεροι πρόγονοι (O. 9.54) “μεγάλαν προγόνων τιμὰν δάσασθαι” (P. 4.148) ἄγοντι δέ με νῖκαι, ὦ Μεγάκλεες, ὑμαί τε καὶ προγόνων (P. 7.17) αὖτις ἐγεῖραι καὶ παλαιὰν δόξαν ἑῶν προγόνων (P. 9.105) ἐν τίν κ' ἐθέλοι ναίειν προγόνωνἐυκτήμοναζαθέαν ἄγυιαν (N. 7.92)

English (Strong)

from προγίνομαι; an ancestor, (grand-)parent: forefather, parent.

English (Thayer)

προγονου, ὁ (προγίνομαι), born before, older: Homer, Odyssey 9,221; plural ancestors, Latin majores (often so by Greek writings from Pindar down): ἀπό προγόνων, in the spirit and after the manner received from (my) forefathers (cf. ἀπό, II:2d. aa., p. 59a bottom), A. V. parents) (of surviving ancestors also in Plato, legg. 11, p. 932at the beginning).

Greek Monolingual

ο / πρόγονος, -ον, ΝΜΑ, μτγν. τ. ουσ. πρόγονος, ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που προϋπήρξε, αυτός από τον οποίο κατάγεται κάποιος, προπάτωρ («πατρὸς σου πρόγονος πατήρ», Ευρ.)
2. συν. στον πληθ. οι πρόγονοι
οι προπάτορες
αρχ.
1. ως επίθ. α) αυτός που γεννήθηκε πρώιμα
β) αυτός που γεννήθηκε πρώτος, πρωτότοκος
γ) ο πολύ παλαιός, αρχαιότατος
δ) ο προγονικός («ἰὼ πόνοι προγόνων πόνων», Σοφ.)
2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) , ἡ πρόγονος
ο προγονός
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) μτφ. α) οι ιδρυτές, οι θεμελιωτές μιας σχολής
β) θεοί ή ήρωες αρχηγέτες μιας γενεάς
4. φρ. «τὸν πρόγονον τῆς ἐμαυτοῦ σοφίας» — η προγονική σοφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. από-γονος].

Greek Monotonic

πρόγονος: ὁ,
I. γεννημένος πιο παλιά, προπάτορας, σε Ηρόδ., Αττ.· οἱ ἄνωθεν πρόγονοι, σε Πλάτ.· ἐκ προγόνων, Λατ. antiquitus, στον ίδ.· επίσης, λέγεται για θεούς που είναι αρχηγέτες ή γενάρχες, Ζεῦ πρόγονε, σε Ευρ.· θεοὶ πρόγονοι, σε Πλάτ.· μεταφ., πόνοι πρόγονοι πόνων, κόποι και πατέρες των πόνων, δηλ. πόνοι και βάσανα πολύ παλιά, σε Σοφ.
II. παιδί από προηγούμενο γάμο, δηλ. προγονός, Λατ. privignus, σε Ευρ.· θηλ. προγονή, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

πρόγονος: -ον, (γίγνομαι, γέγονα) ὁ πρότερον γεννηθείς, ὁ πρωΐμως γεννηθείς, ἴδε ἐν λεξ. μέτασσαι· ὁ πρῶτος γεννηθείς, πρωτότοκος, Ἑλλ. Ἐπιγρ. *941. ΙΙ. προπάτωρ, πρόγονος, Ἡρόδ. 4. 127, Πινδ. Ο. 6. 99˙ πατρός σου πρ. πατὴρ Εὐρ. Ἴων 267, πρβλ. Ἑλ. 15, Πλάτ. Συμπ. 186Ε, Εὐθύφρων 11Β˙ συχν. ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 7. 150, Πινδ. Π. 9. 183, Αἰσχύλ. Πέρσ. 405, κτλ.˙ οἱ ἄνωθεν πρ. Πλάτ. Μενέξ. 236Ε˙ οἱ πάλαι πρ. Πλάτ. Ἐπιστ. 359D· ἐκ προγόνων, Λατ. antiquitus, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 173D· ― ὡσαύτως ἐπὶ θεῶν, οἵτινές εἰσιν οἱ ἀρχηγέται γενεᾶς, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 271, Ἰσοκρ. 191D, κτλ.˙ Ζεῦ πρόγονε Εὐρ. Ὀρ. 1242˙ θεοὶ πρόγονοι Πλάτ. Εὐθύδ. 302D· ― ὡσαύτως ὡς θηλ., πρ. γυνὴ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 533, πρβλ. 44˙ ― μεταφορ., οἱ πρόγονοι, οἱ ἱδρυταὶ ἢ θεμελιωταὶ σχολῆς τινος, Λουκ. Ἑρμότ. 15, Φιλόστρ. 333˙ ― ἰὼ πόνοι πρόγονοι πόνων Σοφ. Αἴ. 1197 (Δινδ. ἰὼ πόνοι πρόπονοι), ἔνθα ἴδε σημ. Jebb.

Middle Liddell

πρό-γονος, ὁ,
I. a forefather, ancestor, Hdt., attic; οἱ ἄνωθεν πρ. Plat.; ἐκ προγόνων, Lat. antiquitus, Plat.:— also of gods who are the authors or founders of a race; Ζεῦ πρόγονε Eur.; θεοὶ πρόγονοι Plat.:—metaph., πόνοι πρόγονοι πόνων troubles parents of troubles, Soph.
II. a child by a former marriage, i. e. one's step-son, Lat. privignus, Eur.: fem. a stepdaughter, Plut.

Chinese

原文音譯:prÒgonoj 普羅哥挪士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:以前-成為
字義溯源:祖先,父母,雙親;源自(προγίνομαι)=早已);由(πρό)*=前)與(γίνομαι)*=成為)組成。參讀 (ἀββά)同義字
同源字:1) (γονεύς)父母 2) (προπάτωρ / πατήρ)父親 3) (πρόγονος)祖先
出現次數:總共(2);提前(1);提後(1)
譯字彙編
1) 祖先(1) 提後1:3;
2) 雙親(1) 提前5:4

Translations

ancestor

Acehnese: indatu; Arabic: سَلَف‎; Armenian: նախնի, նախահայր; Azerbaijani: əcdad, ata-baba; Bashkir: ата-баба; Belarusian: продак; Breton: gourdad; Bulgarian: прародител, праотец; Catalan: avantpassat, ancestre, antecessor; Chamicuro: ka'nil sheye; Chinese Cantonese: 祖先; Mandarin: 祖先; Cornish: hendas; Crimean Tatar: ecdat; Czech: předek; Danish: forfader, stamfader; Dutch: voorouder; Esperanto: praulo; Estonian: esivanem; Ewe: tɔgbui; Farefare: sɔa, yaaba; Faroese: forfaðir; Finnish: esi-isä, esivanhempi; French: ancêtre; Galician: devanceiro, antergo, antenado, antecesor; Georgian: წინაპარი; German: Vorfahr, Vorfahrin, Ahn, Ahne, Ahne, Ahnin, Urahn, Urahne, Urahne, Stammvater, Stammmutter, Familiengründer; Gothic: 𐌰𐌹𐍂𐌹𐌶𐌰; Greek: πρόγονος, προπάτορας; Ancient Greek: πρόγονος, γενέτης; Hindi: पूर्वज; Hungarian: ős, előd, felmenő; Ido: ancestro; Indonesian: leluhur, moyang; Irish: sinsear, sinsearach; Italian: antenato, ascendente, avo, abiatico, progenitore; Japanese: 先祖, 祖先; Korean: 조상(祖上), 선조(先祖); Kurdish Central Kurdish: با و باپیر‎; Latin: progenitor, progenitrix, avus, ava; Latvian: sencis, sence; Macedonian: предок; Malay: nenek moyang, leluhur; Maore Comorian: mudzaɗe; Maori: kohika, kahika, whātua, tīpuna, tūpuna, kauwheke, heinga, pūtake; Moore: yaaba; Norman: anchêtre; Norwegian Bokmål: forfader, stamfar; Nynorsk: forfar, forfader, stamfar; Occitan: ancessor; Old English: ieldra; Old Turkic: 𐰯𐰀‎; Plautdietsch: Väavoda; Polish: przodek, wstępny, antenat, antenatka; Portuguese: ancestral, antepassado; Romanian: strămoș, străbun; Russian: предок, прародитель, пращур, праотец; Scottish Gaelic: sinnsear; Serbo-Croatian Cyrillic: предак, праотац, претка, предкиња, прамајка, прародитељ; Roman: predak, praotac, pretka, predkinja, pramajka, praroditelj; Sinhalese: මුතුන් මිත්තෝ; Slovak: predok; Slovene: prédnik anim, prédnica; Spanish: ancestro, antepasado; Sundanese: karuhun; Swahili: mhenga or wa; Swedish: förfader; Thai: บรรพบุรุษ; Tok Pisin: tambaran, tumbuna; Turkish: ata; Ukrainian: предок; Vietnamese: tổ tiên; Volapük: büröletan, hibüröletan, jibüröletan; Welsh: cyndad, hynafiad, cyndadau; Yiddish: אָבֿ‎