ὑποστολή

From LSJ
Revision as of 10:22, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποστολή Medium diacritics: ὑποστολή Low diacritics: υποστολή Capitals: ΥΠΟΣΤΟΛΗ
Transliteration A: hypostolḗ Transliteration B: hypostolē Transliteration C: ypostoli Beta Code: u(postolh/

English (LSJ)

ἡ,
A fasting, Plu.2.129c, Heliod. ap. Orib.46.20.6.
2 omission of a letter, τοῦ ῑ A.D.Adv.187.22: generally, removal, Id.Pron.91.26, al.
II shrinking, timidity, evasion, Ep.Hebr.10.39, Hsch.; δι' ὑποστολῆς holding back, Ascl.Tact.10.21; μετά τινος ὑ. with a certain reserve, Phld.Rh.1.108 S.
III concealment, dissimulation, J.BJ2.14.2.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
resserrement, diminution.
Étymologie: ὑποστέλλω.

German (Pape)

ἡ, das Herunterziehen, Herunterlassen (?). – Das Nachlassen, Vermindern, Plut. – Niedergeschlagenheit, Kleinmut, Furcht, Plut. und Sp.

Russian (Dvoretsky)

ὑποστολή:
1 уменьшение, сокращение Plut.;
2 боязнь, колебание NT;
3 грам. опущение буквы.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποστολή: ἡ κατὰ μικρὸν ἐλάττωσις τῆς τροφῆς, περιορισμὸς τῆς διαίτης, Πλούτ. 2. 129C, 475F, Ὀρειβάσ. 105 Cocch. 2) ἡ ἀποβολὴ γράμματος, Α. Β. 600, 30. ΙΙ. «δειλία, φυγὴ» Ἡσύχ., προβλ. Ἐπιστ. πρὸς Ἐβρ. ι΄, 39.

English (Strong)

from ὑποστέλλω; shrinkage (timidity), i.e. (by implication) apostasy: draw back.

English (Thayer)

ὑποστολῆς, ἡ (ὑποστέλλω, which see), properly, a withdrawing (Vulg. subtractio) (in a good sense, Plutarch, anim. an corp. aff. sint pej. § 3under the end); the timidity of one stealthily retreating: οὐκ ἐσμεν ὑποστολῆς (see εἰμί IV:1g.), we have no part in shrinking back etc., we are free from the cowardice of etc. (R. V. we are not of them that shrink back etc.), λάθρᾳ τά πολλά καί μεθ' ὑποστολῆς ἐκακουργησεν, Josephus, b. j. 2,14, 2; ὑποστολην ποιοῦνται, Antiquities 16,4, 3).

Greek Monolingual

η / ὑποστολή, ΝΜΑ ὑποστέλλω
νεοελλ.
1. καταβιβασμός, κατέβασμα, μάζεμα (α. «υποστολή της σημαίας» β. «υποστολή τών ιστίων»)
2. περιορισμός, ελάττωση, μείωσηυποστολή αξιώσεων»)
αρχ.
1. ελάττωση δίαιτας, μείωση τροφής, νηστεία
2. προσποίηση, απάτη
3. ταπεινοφροσύνη
4. αποχώρηση, απόσυρση
5. αυτοσυγκράτηση, συστολή
6. σύνεση
7. δειλία, ατολμία
8. απροθυμία, δισταγμός·9. αποβολή γράμματος·10. (κατά τον Ησύχ.) «δειλία, φυγή».

Greek Monotonic

ὑποστολή: ἡ, δισταγμός, οπισθοχώρηση, ατολμία, αποφυγή, υπεκφυγή, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

ὑποστολή, ἡ,
a shrinking back, evasion, NTest.

Chinese

原文音譯:Øpostol» 虛坡-士拖累
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在下-安放(著)
字義溯源:退縮,退後,膽怯;源自(ὑποστέλλω)=被抑制),由(ὑπό)*=被,在⋯下)與(στέλλω)*=阻止,指使)組成
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 退縮(1) 來10:39

Mantoulidis Etymological

(=κατέβασμα). Ἀπό τό ὑποστέλλωὑπό + στέλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.