δοκεύω

From LSJ
Revision as of 13:43, 5 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ",;" to ";")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοκεύω Medium diacritics: δοκεύω Low diacritics: δοκεύω Capitals: ΔΟΚΕΥΩ
Transliteration A: dokeúō Transliteration B: dokeuō Transliteration C: dokeyo Beta Code: dokeu/w

English (LSJ)

A keep an eye upon, watch narrowly, ἑλισσόμενόν τε δοκεύει [the hound] watches [the boar] turning to bay, Il.8.340; Θόωνα μεταστρεφθέντα δοκεύσας having watched for his turning round, 13.545; Ἄμφικλον ἐφορμηθέντα δοκεύσας 16.313; τὸνπροὔχοντα δοκεύει watches him that is before [in the race], 23.325; of the Great Bear, ἥ τ'… Ὠρίωνα δοκεύει watches the hunter Orion, 18.488; λόχμαισι δ. lie in wait for [them] in... Pi.O.10(11).30, cf. AP6.45, Theoc.9.26; νιν… ὄψεται δοκεύοντα will see him playing the spy, E.Ba.984 (lyr.); ἃ μὴ θέμις οὐκ ἐδόκευσα sought not for, IG14.2068.
2 expect, c. acc., Arat.987, al.: c. gen., ἀνέμοιο γαληναίης τε δ. Id.813.
3 in later Poets, observe, see, Nonn. D. 1.530, al., AP5.252 (Iren.), Man.6.142; also, think, Orph.A.891,1083.

Spanish (DGE)

• Morfología: [med. pres. part. atem. δοκεύμενος Opp.C.4.109, Orph.A.1351; aor. part. δοκεύσαις Pi.O.10.30]
I tr.
1 en pres., c. ac. de concr. vigilar atenta o cautelosamente, acechar κύων ... ἑλισσόμενόν τε δοκεύει un perro acecha a (la fiera) que se revuelve, Il.8.340, τὸν προὔχοντα δοκεύει Il.23.325, νιν ὄψεται δοκεύοντα E.Ba.984, ἰχθύας de un pescador, Theoc.21.42, κόρας Lyc.1168, cf. 509, Arat.987, Opp.H.1.13
en v. med. mismo sent. τριγίγαντα δοκεύμενοι Orph.A.1351
gener. tard. observar, contemplar, mirar πέδον ... δοκεύεις miras al suelo, AP 5.253 (Iren.), cf. Orph.L.108, Nonn.D.1.530, 17.105
dicho de las constelaciones, para describir sus posiciones Ἄρκτον ... ἥ τ' ... τ' Ὠρίωνα δοκεύει Il.18.488, cf. Man.6.142
en aor. c. ac. y part. predic. sorprender Θόωνα μεταστρεφθέντα δοκεύσας, οὔτασ' sorprendiendo a Toón cuando se daba la vuelta, le hirió, Il.13.545, Ἄμφικλον ἐφορμηθέντα δοκεύσας Il.16.313, cf. Hes.Sc.333, 425, AP 6.45
c. ac. de abstr. investigar, indagar ἃ μὴ θέμις οὐκ ἐδόκευσα no indagué lo que no está permitido (a los mortales), IUrb.Rom.1351.5 (III/IV d.C.).
2 imaginar οὐκ' εἶδον οὐδ' ἐδόκευσα νόῳ Lyr.Adesp.7(e).17
c. inf. pensar, creer, esperar ὅ γ' ἐκ βόθροιο δοκεύμενος αὐτίκ' ἀλύξειν Opp.l.c., οὐκέτι δὲ προφυγεῖν ἐδοκεύμεθα λυγρὸν ὄλεθρον Orph.A.1083, παπταίνειν ἐδόκευε τὸν ... βασιλῆα Colluth.262.
II intr.
1 estar al acecho, estar a la espera δοκεύων παῖδας ἑοὺς κατέπινε Hes.Th.466, cf. 772, σύλασκε δοκεύων Hes.Sc.480, λόχμαισι δὲ δοκεύσαις Pi.l.c., cf. A.R.2.1269, Theoc.9.26, Nonn.D.46.133
c. gen. estar a la espera, aguardar ἀνέμοιο γαληναίης τε δοκεύειν Arat.813.
2 meditar, hacer planes περὶ φρεσὶ δ' ᾗσι δοκεύομεν Orph.A.891.
• Etimología: Cf. δοκέω.

German (Pape)

[Seite 652] (mit δέχομαι verwandt), aufpassen, auflauern, Achtung geben, τινά oder τί, auf Jemanden (Etwas), Ap. Lex. Hom. p. 50, 14 δοκεαει· ἐπιτηρεῖ Hom. Iliad. 8, 340. 13, 545. 16, 313. 18, 488. 23, 325 Odyss. 5, 274. – Folgende: λόχμαισι δοκεύσαις ἐδάμασεν αὐτοὺς Ἡρακλῆς Pind. Ol. 11, 30; Eur. Bacch. 982 u. sp. D., wie Theocr. 21, 42 Ap. Rh. 2, 1569, die es auch wie Nonn. und Col. in der Bdtg »meinen«, »betrachten«, »sehen« gebrauchen; vgl. Iul. Aeg. 38 (IX, 763); oft Christod. ecphr.

French (Bailly abrégé)

observer, épier, attendre comme en embuscade, acc..
Étymologie: R. Δοκ, cf. δοκέω.

Russian (Dvoretsky)

δοκεύω:
1 подстерегать, подкарауливать, высматривать, выслеживать (τινά Hom., Pind., Eur., Theocr.);
2 пристально смотреть (τινὰ ἐν γραφίδεσσι Anth.); разглядывать, рассматривать (πέδον Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

δοκεύω: (δέχομαι) τηρῶ, παρατηρῶ, παραφυλάττω, ἑλισσόμενόν τε δοκεύει ὁ κύων, προφυλακτικῶς παρατηρεῖ τὸν κάπρον στρεφόμενον, Ἰλ. Θ. 340· οὕτω, Θόωνα μεταστρεφθέντα δοκεύσας Ν. 545· Ἄμφικλον ἐφορμηθέντα δοκεύσας Ζ. 313 τὸν προύχοντα δοκεύει, παρατήρει τὸν πρὸ αὐτοῦ ἐν τῷ δρομικῷ ἀγῶνι, Ψ. 325· ἐπὶ τῆς μεγάλης Ἄρκτου, ἢ τ’… Ὠρίωνα δοκεύει, παραφυλάττει τὸν κυνηγὸν Ὠρίωνα, Ἰλ. Σ. 488. Ὀδ. Ε. 274· λόχμαισι δ., ἐνεδρεύει αὐτοὺς ἐν…, Πίνδ. Ο. 10. 36 (9. 30)· νιν. ὄψεται δοκεύοντα, θὰ ἴδη αὐτὸν κατασκοπεύοντα, κατοπτεύοντα. Εὐρ. Βάκχ. 984· ἃ μὴ θέμις οὐκ ἐδόκευσα, δὲν ἐπετηρῶ, βλέπω, συχν. παρὰ Νόνν. καὶ ἐν τῇ Ἀνθ.· ὡσαύτως, σκέπτομαι, Ὀρφ. Ἄργον. 894.

English (Autenrieth)

aor. part. δοκεύσᾶς, mid. perf. δεδοκημένος: observe sharply, watch; τινά, Ψ 32, Od. 5.274; abs., ἑστήκει δεδοκημένος, ‘on the watch,’ Il. 15.730.

English (Slater)

δοκεύω ambush λόχμαισι δὲ δοκεύσας ὑπὸ Κλεωνᾶν δάμασε καὶ κείνους Ἡρακλέης (O. 10.30)

Greek Monolingual

δοκεύω (Α)
1. παρατηρώ, παραφυλάω
2. κοιτάζω, βλέπω
3. αναμένω, περιμένω («ἀνέμοιο γαληναίης τε δοκεύω», Άρατος)
4. επιζητώ, επιδιώκω
5. σκέπτομαι
6. νομίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δοκεύω, όπως και τα δοκάω, δοκάζω, δοκώ, εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας δεκ- του δέχομαι].

Greek Monotonic

δοκεύω: μέλ. -σω (δέχομαι), παρακολουθώ, παρατηρώ, παρακολουθώ στενά, παραμονεύω, καραδοκώ, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ., Ευρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: watch (Il.),
Other forms: δοκέω (Il.), aor. δοκῆσαι, fut. δοκήσω (Od.), δόξαι, δόξω (Pi., h. Merc.; s. below), perf. δεδόκημαι (Pi.), δέδογμαι (Hdt.) seem, think, δοκεῖ μοι it seems to me (Il.); προσ-δοκάω, aor. προσδοκῆσαι await (Hdt.).
Derivatives: δόκησις belief, opinion, semblance (Hdt.), δοκησι-δέξιος, -νους, -σοφος in ones own opinion just etc. (Com.). δόκημα image, delusion (E., see Chantr. Form. 184ff.), decision (Argos); on δόκημα, δόκησις Holt Les noms d'action en -σις 147f. δόγμα opinion, decision (Att., hell.; to δόξαι, δόξω after τάξαι, τάξω: τάγμα etc.) with δογματικός dogmatic, δογματίας who pronounces δόγματα, δογματίζω give an opinion (hell. and late). δόξα opinion, consideration, glory, δόξις = δόξα (Demokr.; after γνῶσις Schwyzer 505). δοκώ f. id. (E. El. 747; Chantraine 116). δόκος m. id. (Xenoph.). δοκή id. (Hdn.). - δόκιμος reliable, considerable etc. (Ion.-Att., Dor.); compounds εὑ-, ἀ-δόκιμος; with δοκίμιον, δοκιμεῖον proof (Pl.) and the denomin. δοκίμωμι (Aeol.), δοκιμόω (Parm.) believe, δοκιμάζω try, approve (Ion.-Att.) with δοκιμασία test (Att.; s. Schwyzer 469, Chantraine 85), δοκιμαστής, δοκιμαστήρ, -ήριον, δοκιμαστός, -ικός (Att. etc.); also, as postverbal, δοκιμή test, proof (Ep. Phil., Ep. Kor.). - εὑδοκιμέω have a good repute (Thgn.) with εὑδοκίμησις (Pl.) - δοκικῶ = δοκῶ (Hermipp. 12) humorous lengthening, cf. Bechtel Glotta 12, 211. - From προσδοκάω: προσδοκία expectation also προσδόκημα (Pl. Phlb. 32c), προσδόκιμος (Ion.-Att.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: δοκέω (and προσδοκάω) are deverbative derivations of primary (προσ-) δέκομαι (s. δέχομαι). Like alle secondary verbs originally only present stems, for the other tempora the primary verb was used. Such a system is δόξαι, δόξω, if with -ο- after δοκέω for *δέξαι, *δέξω (Wackernagel KZ 33, 37; further Schwyzer 718). - Lengthened δοκεύω (s. above) and δοκάζω await (Sophr., S. Fr. 221, 23) because of their meaning better to -δοκάω, δέκομαι than to δοκέω. - The semantic relations are difficult in detail. To δοκέω agrees Lat. doceō learn (causative). On δοκέω in general s. Fournier Les verbes "dire" passim, esp. 166f. - Further relatives s. δέχομαι and δοκός.

Middle Liddell

δέχομαι
to keep an eye upon, watch narrowly, Il., Pind., Eur.

Frisk Etymology German

δοκεύω: {dokeúō}
Forms: δοκέω (seit Il.), Aor. δοκῆσαι, Fut. δοκήσω (vorw. poet. seit Od.), δόξαι, δόξω (Pi., h. Merc., ion. att.; vgl. unten), Perf. δεδόκημαι (Pi. usw.), δέδογμαι (Hdt. usw.) ansehen, meinen, scheinen, δοκεῖ μοι es scheint mir (seit Il.); προσδοκάω, Aor. προσδοκῆσαι erwarten (Hdt., att.).
Grammar: v.
Meaning: ins Auge fassen, beobachten, auflauern (ep. poet. seit Il.),
Derivative: Ableitungen von δοκέω: 1. δόκησις Glauben, Meinung, Vorstellung, Schein (Hdt., Th., S., E. usw.), δοκησιδέξιος, -νους, -σοφος in seiner eigenen Vorstellung geschickt (Kom. u. a., parodierend). 2. δόκημα Vorstellung, Wahn (E., vgl. Chantraine Formation 184ff.), Beschluß (Argos); zu δόκημα, δόκησις vgl. v. Wilamowitz Eur. Her. 281f., 241; Holt Les noms d'action en -σις 147f. m. Lit. 3. δόγμα Meinung, Beschluß, Lehrsatz (att., hell.; zu δόξαι, δόξω gebildet nach τάξαι, τάξω: τάγμα usw.) mit δογματικός dogmatisch, δογματίας der δόγματα ausspricht, δογματίζω ‘eine Meinung usw. kundgeben’ (hell. und spät). 4. δόξα Ansicht, Meinung, Ansehen, Ruhm, s. bes. Vereinzelt belegte Bildungen: 5. δόξις = δόξα (Demokr.; nach γνῶσις Schwyzer 505 m. Lit.). 6. δοκώ f. ib. (E. El. 747; Chantraine 116). 7. δόκος m. ib. (Xenoph. u. a.; Rückbildung nach φορέω: φόρος u. a.). 8. δοκή ib. (Hdn.). — 9. δόκιμος zuverlässig, bewährt, ansehnlich (ion. att., dor.), wohl direkt von δοκέω, δέκομαι nach den verbal umgedeuteten χρήσιμος, μάχιμος u. a. (anders Arbenz Die Adj. auf -ιμος 39ff. mit reichem Material); Komposita εὐ-, ἀδόκιμος u. a.; davon δοκίμιον, δοκιμεῖον Probe (Pl., hell. u. spät) und die Denominativa δοκίμωμι (äol.), δοκιμόω (Parm., Theok. u. a.) glauben, wähnen, δοκιμάζω prüfen, billigen (ion. att.) mit δοκιμασία Prüfung (att.; zur Bildung Schwyzer 469, Chantraine 85), δοκιμαστής, δοκιμαστήρ, -ήριον, δοκιμαστός, -ικός (att. usw.); auch, als postverbale Bildung, δοκιμή Prüfung, Beweis (Ep. Phil., Ep. Kor.); — εὐδοκιμέω in gutem Rufe stehen (seit Thgn.) mit εὐδοκίμησις (Pl. usw.); aber εὐδοκιμάζω (Pap. IVp) sehr fraglich, s. Kapsomenakis Voruntersuchungen 70f. — 10. δοκικῶ = δοκῶ (Hermipp. 12) scherzhafte Erweiterung der Komikersprache, vgl. Bechtel Glotta 12, 211. — Von προσδοκάω: προσδοκία ‘Erwartung,’ auch προσδόκημα (Pl. Phlb. 32c), προσδόκιμος (ion. att.).
Etymology: Sowohl δοκέω wie προσδοκάω sind deverbative Ableitungen von dem primären (προσ-) δέκομαι (s. δέχομαι). Wie alle sekundären Verba waren sie anfänglich auf den Präsensstamm beschränkt, indem in die übrigen Tempora bei Bedarf das primäre Verb eintrat. Ein Rest dieses Systems ist in δόξαι, δόξω, falls mit -ο- nach δοκέω für *δέξαι, *δέξω, vermutet worden (Wackernagel KZ 33, 37; weiteres bei Schwyzer 718). — Die erweiterten Formen δοκεύω (s. oben) und δοκάζω erwarten (Sophr., S. Fr. 221, 23) sind wegen der Bedeutung eher an -δοκάω, δέκομαι als an δοκέω anzuknüpfen. — Die semantischen Beziehungen der betreffenden Verba lassen sich leichter ahnen als genau verfolgen; dt. annehmen, annehmbar, angenehm; auffassen, ansehen können immerhin von der Bedeutungssphäre und den Bedeutungsübergängen eine allgemeine Vorstellung geben. Zu δοκέω stimmt formal lat. doceō lehren; die Bedeutung läßt sich verschieden auffassen, ist aber im Gegensatz zu dem iterativ-intensiven δοκέω kausativ. Zu δοκέω im allg. s. Fournier Les verbes "dire" passim, insbes. 166f.; — Weitere Verwandte s. δέχομαι und δοκός; zu δοκεῖ μοι auch Meringer IF 17, 159; dazu Wahrmann Glotta 17, 256.
Page 1,405-406

Translations

think

Adnyamathanha: udikanda; Andi: ургьунну; Arabic: فَكَرَ‎, فَكَّرَ‎, تَفَكَّرَ‎; Hijazi Arabic: فَكَّر‎; Masri: فَكَّر‎; Armenian: մտածել; Assyrian Neo-Aramaic: ܚܵܫܹܒ݂‎; Avar: ургьизе; Bashkir: уйлау; Bulgarian: мисля; Catalan: pensar; Cherokee: ᎠᏓᏅᏖᎭ; Chichewa: -ganiza; Chinese Cantonese: 諗, 谂; Dungan: нян; Mandarin: 念; Danish: tænke, reflektere; Dutch: denken, nadenken, peinzen, overdenken; Esperanto: pensi; Finnish: miettiä, harkita, kelata; French: réfléchir à, ruminer, penser; Friulian: pensâ; Galician: pensar; Georgian: ფიქრი, მოფიქრება; German: nachdenken, überlegen; Gothic: 𐍆𐍂𐌰𐌸𐌾𐌰𐌽, 𐌰𐌷𐌾𐌰𐌽; Greek: σκέφτομαι; Ancient Greek: φρονέω; Haitian Creole: panse; Hawaiian: noʻonoʻo; Hebrew: חָשַׁב‎; Hungarian: gondol; Indonesian: fikir, pikir; Irish: smaoinigh, síl; Italian: pensare, cogitare, ponderare; Japanese: 考える; Javanese: pikir; Kaurna: mukapapanthi, payinthi; Khmer: ពិចារណា, រិះគិត; Kyrgyz: ойлоо; Latin: puto, cogito, meditor, reor, arbitror; Lombard: pensà; Low German: denken, dinken; Macedonian: мисли, размислува; Malay: fikir; Manchu: ᡤᡡᠨᡳᠮᠪᡳ, ᠪᠣᡩᠣᠮᠪᡳ; Mansaka: dumdum; Mauritian Creole: panse; Middle Low German: denken; Mizo: ngaihtuah; Norman: penser; North Frisian: teenk; Norwegian: tenke, fundere; Occitan: pensar; Old Occitan: pensar; Old Saxon: thenkian; Old Turkic: 𐰇‎, 𐰽𐰴𐰣‎; Oriya: ବିଚାର କରିବା, ଚିନ୍ତା କରିବା; Oromo: yaaduu; Persian: فکر کردن‎, اندیشیدن‎; Polish: zastanawiać się; Portuguese: pensar; Quechua: yuyay; Rapa Nui: mana'u; Romanian: gândi, cugeta; Russian: обдумывать, обдумать; Rusyn: думати, удумати; Sanskrit: मन्यते; Scots: hink; Scottish Gaelic: smaoinich; Serbo-Croatian: razmišljati, razmisliti; Slovene: razmišljati, razmisliti; Spanish: pensar; Sundanese: ngamanah; Swahili: -fikiri; Swedish: tänka över; Tagalog: mag-isip; Tamil: யோசி, நினை, எண்ணு; Ternate: ngitu; Thai: คิด, นึก; Tibetan: སྙམ; Tok Pisin: ting, tingting; Turkish: düşünmek; Volapük: meditön, ninälön, süenikön; Walloon: tuzer, pinser; Welsh: meddwl, tybio; West Frisian: tinke; Zealandic: dienke