μωρία
Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will
English (LSJ)
Ion. μωρίη, ἡ, (μῶρος) folly, Hdt.1.146; μωρίας πλέως S.Aj.1150, cf. 745; μωρίην ἐπιφέρειν τισί = to impute folly to them, Hdt.1.131; μωρίαν ὀφλισκάνειν = to be charged with it, S. Ant.470; ἐδόκει μ. εἶναι ταῦτα Th.5.41; μωρίᾳ φιλονικεῖν = foolishly, Id.4.64; τῆς μωρίας = what folly! Ar.Nu.818, Ec.787; εἰς τοῦτ' ἀφῖχθε μωρίας D.9.54; πολλὴ μωρία τοῦ διανοήματος Pl.Lg.818d; of illicit love, E.Hipp. 644, Ion545.
German (Pape)
[Seite 226] ἡ, die Torheit, Dummheit; Aesch. Ag. 1655; τἄπη μωρίας πολλῆς πλέα, Soph. Ai. 732; ἄνδρα μωρίας πλέων, 1129; μωρίαν ὀφλισκάνω, Ant. 466 (s. das verb.); Eur. oft; μωρίη πολλὴ λέγειν τοῦτο, Her. 1, 146; ἐδόκει μωρία εἶναι ταῦτα, Thuc. 5, 41; πολλὴ μωρία, Plat. Prot. 317 a; καὶ ἀλογία, Epinom. 983 e; bei den Folgdn überall.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 folie;
2 stupidité (NT).
Étymologie: μωρός.
Russian (Dvoretsky)
μωρία: ион. μωρίη ἡ глупость, нелепость, безумие (μ. καὶ ἀλογία Plat.): ἐδόκει μ. εἶναι ταῦτα Thuc. (все) это показалось нелепым.
Greek (Liddell-Scott)
μωρία: Ἰων. μωρίη, ἡ, (μῶρος) ὡς καὶ νῦν, ἀνοησία, ἀφροσύνη, Ἡρόδ. 1. 146· μωρίας πλέως Σοφ. Αἴ 1150, πρβλ. 745· μωρίην ἐπιφέρω τινί, ἀποδίδω ἀνοησίαν εἴς τινα, Ἡρόδ. 1. 131· μωρίαν ὀφλισκάνω, κατηγοροῦμαι ὡς μωρός, Σοφ. Ἀντ. 470, Εὐρ. Μήδ. 1227· ἐδόκει μωρία εἶναι ταῦτα Θουκ. 5. 41· μωρίᾳ φιλονικεῖν, ἀνοήτως, μωρῶς, ὁ αὐτ. 4. 64· τῆς μωρίας! τί μωρία! Ἀριστοφ. Νεφ. 818, Ἐκκλ. 787· εἰς τοῦτο ἀφῖχθε μωρίας Δημ. 124. 24. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μωρίαι· ἁμαρτίαι».
English (Strong)
from μωρός; silliness, i.e. absurdity: foolishness.
English (Thayer)
μωρίας, ἡ (μωρός), first in Herodotus 1,146 (Sophocles, others). foolishness: Sirach 20:31).
Greek Monolingual
η (ΑΜ μωρία, Α ιων. τ. μωρίη, Μ και ἀμωρία) μωρός
η ιδιότητα του μωρού, βλακεία, ανοησία, αφροσύνη
νεοελλ.
ιατρ. διανοητική καθυστέρηση σε βαθμό που απαιτείται φροντίδα και προστασία του πάσχοντος
(νεοελλ.-μσν.) λόγος ή πράξη ανόητη, απερίσκεπτη, κουταμάρα
μσν.
πράξη, κατόρθωμα της παιδικής ηλικίας
αρχ.
1. (ευφημιστικά) αθέμιτος, παράνομος έρωτας
2. φρ. «ὀφλισκάνω μωρίαν» — φαίνομαι ανόητος, επισύρω με τις πράξεις μου για τον εαυτό μου την υποψία ότι είμαι ανόητος, κατηγορούμαι ως μωρός
3. (κατά τον Ησύχ.) «μωρίαι
ἁμαρτίαι».
Greek Monotonic
μωρία: Ιων. -ίη, ἡ (μῶρος), ηλιθιότητα, ανοησία, μωρίαν ἐπιφέρειν τινί, του προσάπτω τον χαρακτηρισμό του ανόητου, σε Ηρόδ.· μωρίαν ὀφλισκάνειν, του έχει καταλογιστεί η ανοησία, σε Σοφ.· ἐδόκει μωρία εἶναι ταῦτα, σε Θουκ.· τῆς μωρίας! τι ανοησία! σε Αριστοφ.
Middle Liddell
μωρία, ἡ, μῶρος
silliness, folly, μωρίην ἐπιφέρειν τινι to impute folly to him, Hdt.; μωρίαν ὀφλισκάνειν to be charged with it, Soph.; ἐδόκει μωρία εἶναι ταῦτα Thuc.; τῆς μωρίας! what folly! Ar.
Chinese
原文音譯:mwr⋯a 摩里阿
詞類次數:名詞(5)
原文字根:乏味
字義溯源:愚拙,愚蠢,荒謬;源自(μωρός)*=愚拙的,笨的)。參讀 (ἀνόητος / ἀνόνητος)同義字參讀 (μωρός)同源字
出現次數:總共(5);林前(5)
譯字彙編:
1) 愚拙(5) 林前1:18; 林前1:21; 林前1:23; 林前2:14; 林前3:19
Translations
folly
Armenian: հիմարություն; Bulgarian: глупост; Dutch: dwaasheid, domheid, stommiteit; Esperanto: malsaĝeco; Finnish: mielettömyys, hulluus, typeryys; French: folie, sottise; Galician: folía; German: Torheit, Narrheit, Dummheit, Tollheit, Aberwitz, Verrücktheit; Gothic: 𐌳𐍅𐌰𐌻𐌹𐌸𐌰, 𐌿𐌽𐍆𐍂𐍉𐌳𐌴𐌹; Ancient Greek: ἀασιφρονία, ἀασιφροσύνη, ἀβελτερία, ἀβελτηρία, ἀγνωμοσύνη, ἀεσιφροσύνη, ἀμαθία, ἀμαθίη, ἄνοια, ἀνοίη, ἀπειραγαθία, ἀπόρρευσις, ἀσοφία, ἀσοφίη, ἀσύνετος, ἀφραδία, ἀφραδίη, ἀφρόνη, ἀφρόνησις, ἀφροσύνα, ἀφροσύνη, ἠλιθιότης, κακοφραδία, κακοφραδίη, κακοφροσύνη, ματαιότης, μάτη, ματία, μωρία, μωρίη, τὸ ἄφρον, τὸ μωρόν, τὸ μῶρον, τὸ φρενῶν διαφθαρέν, φρενοβλάβεια; Hebrew: אִוֶּלֶת / איוולת; Hungarian: butaság, ostobaság; Irish: díchiall, amaidí; Italian: follia, stravaganza; Latin: stultitia, fatuitas; Latvian: neprātība, neprātīgums; Manx: anchreeaght; Plautdietsch: Domheit; Polish: głupota; Portuguese: bobeira; Romanian: prostie; Russian: глупость, недомыслие, дурь, блажь, безрассудство; Scottish Gaelic: amaideachd, amaideas; Serbo-Croatian Cyrillic: лу̏до̄ст; Roman: lȕdōst; Spanish: locura, estupidez; Swedish: dåraktighet, dårskap