κυψέλη

From LSJ
Revision as of 07:02, 4 June 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυψέλη Medium diacritics: κυψέλη Low diacritics: κυψέλη Capitals: ΚΥΨΕΛΗ
Transliteration A: kypsélē Transliteration B: kypselē Transliteration C: kypseli Beta Code: kuye/lh

English (LSJ)

ἡ,
A any hollow vessel: chest, box (whence Cypselus was called), Hdt.5.92.έ, Plu.2.164a, Paus.5.17.5; ἑξμέδιμνος κυψέλη, of a cornchest, Ar.Pax631; beehive, Plu.2.601c: metaph., κυψέλαι φρονημάτων boxes full of thoughts, Com.Adesp.703.
II hollow of the ear, Poll.2.85, Hsch.: hence,
2 = κυψελίς ΙΙ, earwax, κυψέλην δ' ἔχεις ἄπλατον ἐν τοῖς ὠσίν = you've got an enormous quantity of wax in your ears, prov. of stupid men, Com.Adesp.620, cf. Eup. 213, Alex.Aphr.Pr.2.63.

German (Pape)

[Seite 1539] ἡ (vgl. κύπη), jede Höhlung, bes. die Ohrhöhle, auch das darin befindliche Schmalz, VLL. Vgl. κύφελλον. – Gefäß, Kasten, Kiste, Her. 5, 92; vgl. Paus. 5, 17, 5 τὰς λάρνακας οἱ τότε ἐκάλουν Κορίνθιοι κυψέλας, bes. geflochtener Bienenkorb, Plut., VLL.; auch zu Getreide, von Thon, Ar. Pax 631, ἀγγεῖον εἰς ἀπόθεσιν πυρῶν, u. dah. übertr., κυψέλαι φρονημάτων, bei B. A. 47, 15, οἷον θῆκαι φρονήσεως.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 saleté dans le creux de l'oreille;
2 boîte, coffre;
3 cellule d'abeille.
Étymologie: κύπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυψέλη -ης, ἡ kist.

Russian (Dvoretsky)

κυψέλη:ящик, сундук, ларь Her., Arph., Plut.

Greek Monolingual

η (AM κυψέλη, Α και κυψάλη)
1. φυσική ή τεχνητή κατοικία σμήνους μελισσών, κυ. κουβέλι, μελισσοκόφινο
2. μτφ. νους
νεοελλ.
1. ο συνολικός πληθυσμός μιας κυψέλης
2. μτφ. τόπος ή εργαστήρι όπου εργάζονται εντατικά πολλοί άνθρωποι μαζί
3. ανατ. ονομασία που δίνεται σε μικρούς χώρους που συμβάλλουν στη δομή μερικών οστών και πολλών ιστών (α. «ηθμοειδείς κυψέλες» β. «μαστοειδείς κυψέλες»)
(μσν. -αρχ.) η κηροειδής ύλη που βρίσκεται μέσα στο αφτί, η κυψελίδα
αρχ.
1. κάθε κοίλο αγγείο, θήκη ή κιβώτιο («τὰς λάρνακας οἱ τότε ἐκάλουν Κορίνθιοι κυψέλας», Παυσ.)
2. η κοιλότητα του αφτιού
3. φρ. «ἐξμέδιμνος κυψέλη» — σκεύος για εναπόθεση σίτου χωρητικότητας έξι μεδίμνων)
4. παροιμ. «κυψέλην... ἔχεις... ἐν τοῖς ὠσίν» — λεγόταν για ηλιθίους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει πιθ. τη μηδενισμένη βαθμίδα ku-bh-, παρεκτεταμένη (με χειλικό -bh-) μορφή της ΙΕ ρίζας keu- «κάμπτω, κουλουριάζομαι, στρέφομαι». Συνδέεται πιθ. με τα κύπη, κύπελλον, κύπτω και εμφανίζει επίθημα -έλη (πρβλ. νεφέλη). Η λ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή στο ανθρωπωνύμιο Kupesero, που αντιστοιχεί πιθ. στο Κύψελος. Η αρχική σημ. της λ. πιθ. είναι γενικά «κοιλότητα, και κυψέλη», ενώ η σημ. «κοιλότητα τών αφτιών» και «κηρός τών αφτιών» οφείλεται προφανώς στο σχήμα της, που μοιάζει με κυψέλη].

Greek Monotonic

κυψέλη: ἡ, κάθε βαθύ αγγείο· κιβώτιο, θήκη, σε Ηρόδ., Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κυψέλη: ἡ, πᾶν κοῖλον ἀγγεῖον· ― κιβώτιον, θήκη (ὅθεν ὠνομάσθη ὁ Κύψελος), Ἡρόδ. 5. 92, 4, 5, Πλούτ. 2. 164Α, Παυσ. 5. 17, 5· κ. ἑξμέδιμνος, σκεῦος πρὸς ἐναπόθεσιν σίτου χωροῦν ἕξ μεδίμνους, Ἀριστοφ. Εἰρ. 631 ― κυψέλη μελισσῶν, Πλούτ. 2. 601C πρβλ. κύτταρος· μεταφ., κυψέλαι φρονημάτων Κωμ. Ἀνώμ. 268. ΙΙ. ἡ κοιλότης τοῦ ὠτός, Πολυδ. Β΄, 85, Ἡσύχ.· ― ἐντεῦθεν, 2) ὡς τὸ κυψελίς, ἡ ἐν τῷ ὠτὶ κηροειδὴς ὕλη, κυψέλην... ἔχεις... ἐν τοῖς ὠσίν, παροιμ. ἐπὶ ἠλιθίων, Κωμ. Ἀνώμ. 28, πρβλ. Εὔπολ. ἐν «Πόλεσι» 17. (Πιθαν. ἐκ τοῦ κύπτω, κύψω· πρβλ. Λατ. capsa, capsula).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: chest, box, bee-hive (Hdt., Ar., Plu.), earwax (com.), hollow of the ear (Poll., H.).
Other forms: -άλη (pap.); cf. Mayser Pap. 1: 3, 22)
Derivatives: κυψέλιον bee-hive, -ελίς birds nest (Arist.), earwax (Ruf., Aret.) with κυψελίτης ῥύπος (EM; Redard Les noms grecs en -της 112); backformation κύψελος m. name of a swallow-like bird (Arist., H.; cf. Thompson Birds s.v.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Not to κύπη etc. From aor. κύψαι?- Fur. 327 compares κυψέλον κύβερον μελισσῶν H. Clearly a Pre-Greek word.

Middle Liddell

κυψέλη, ἡ,
any hollow vessel: a chest, box, Hdt., Ar.

Frisk Etymology German

κυψέλη: {kupsélē}
Forms: (Pap. -άλη; vgl. Mayser Pap. 1: 3, 22)
Grammar: f.
Meaning: Kasten, Kiste, Bienenkorb (Hdt., Ar., Plu. u. a.), Ohrenschmalz (Kom.), Ohrhöhle (Poll., H.).
Derivative: Davon κυψέλιον Bienenkorb, -ελίς Vogelnest (Arist.), Ohrenschmalz (Ruf., Aret. u. a.) mit κυψελίτης ῥ’ύπος (EM; Redard Les noms grecs en -της 112); Rückbildung κύψελος m. N. eines schwalbenähnlichen Vogels (Arist., H.; zur Begriffsbestimmung Thompson Birds s.v.).
Etymology: Wenn Erbwort, l-Ableitung eines s-Stamms (vgl. Schwyzer 517); letzten Endes zu κύπη u. Verw.; s. κύπελλον. — Oder vom Aor. κύψαι?
Page 2,58

Mantoulidis Etymological

(=θήκη). Ἴσως ἀπό το κύπτω, συγγενικό ἀκόμη μέ τό κυφός.

Translations

beehive

Abaza: щхамартан, мартан; Abkhaz: а-шьхымӡа; Adyghe: бжьэматэ; Albanian: koshere, zgjua, kurpi, qengjë, korube, krodhë; Amharic: ቀፎ; Arabic: خَلِيَّة, قَفِير, كُوَارَة, جَبْح, عَسَّالَة, مَنْحَل; Egyptian Arabic: خلاية; Aramaic Jewish: כַּוְּורְתָּא / כַּוְּרְתָּא, כַּוְּורָא / כַּוְּרָא; Syriac: ܟܘܪܬܐ, ܟܘܪܐ; Armenian: մեղվաբույն, փեթակ; Assamese: মৌচাক, চাক; Avar: найил тӏала; Azerbaijani: pətək, arı səbəti; Bashkir: солоҡ, умарта; Basque: erlauntza; Bats: სკა; Belarusian: вулей; Bulgarian: кошер, улище; Burmese: ပျားအုံ; Catalan: arna, buc, casera, rusc; Chechen: никх; Chinese Mandarin: 蜂箱, 蜂巢, 蜂房; Corsican: arna, arnia, bugna, bugnu; Czech: hnízdo, úl, včelín; Dalmatian: alviar, buc; Danish: bikube; Dirasha: kakurt; Dutch: bijenkorf, bijenhuif, huif, bijennest, immenhuif, immenkorf, korf; Erzya: нешке; Estonian: taru; Farefare: sĩn-yoko; Finnish: mehiläispesä, pesä; French: ruche; Galician: colmea, trobo, albariza, covo, cortizo, arna; Georgian: სკა; German: Bienenstaat, Bienenstock, Bienenkorb; Greek: κυψέλη; Ancient Greek: γαυλός, κηρών, κυψέλη, κυψέλιον, μελίσσειον, μελισσία, μελίσσιον, μελισσουργεῖον, μελισσοφάτνη, μελιττία, μελίττιον, μελιττουργεῖον, μελιττοφάτνη, νεοσσιά, νεοσσιή, νεοττιά, νοσσιά, νοσσιή, σίμβλος, σμᾶνος, σμῆνος, τεῦχος; Hebrew: כוורת \ כַּוֶּרֶת; Hindi: छत्ता, मधुमक्खी का छत्ता; Hungarian: méhkas; Icelandic: býkúpa, býflugnabú; Ingrian: mehiläispatsas; Ingush: накх; Interlingua: apiculario; Irish: coirceog bheach; Italian: alveare, arnia; Japanese: 蜂巣, 蜂の巣; Kabardian: бжьэматэ; Kannada: ಜೇನುಗೂಡು; Kazakh: ара ұясы; Khmer: បង្គងឃ្មុំ; Khonso: kaakurta; Korean: 벌통, 벌집; Kyrgyz: бал челек; Ladin: sant; Lao: ຮັງເຜິ້ງ; Latgalian: aviļs, kūzuls; Latin: alvearium, mellarium; Latvian: strops; Laz: მცქა, კავრანი, ღუნი; Lithuanian: avilys; Louisiana Creole French: rish; Macedonian: кошница, улиште; Malay: rumah lebah; Maori: whare mīere; Marathi: पोळे; Mingrelian: სკა, ბუკი, ქოფე; Mongolian Cyrillic: зөгийн үүр; Navajo: tsísʼná bighan; Norman: rueûque; Norwegian Bokmål: bikube; Nynorsk: biekube, bikube; Occitan: bornat, bornhon, buc, brusc; Old Church Slavonic Cyrillic: улии; Old English: hȳf; Old Portuguese: colmẽa; Ongota: gorgora; Oromo: gaagura; Ossetian: мыдычыргъӕд; Ottoman Turkish: آریلق; Persian: کندو, شان; Plautdietsch: Bieeromp; Polabian: väul; Polish: ul; Portuguese: colmeia; Romanian: stup; Romansch: avieuler, aviouler, ualer; Russian: улей; Scots: byke, bink; Serbo-Croatian Cyrillic: ко̏шница, пчѐлиња̄к; Roman: kȍšnica, pčèlinjāk; Slovak: úľ; Slovene: panj; Sorbian Lower Sorbian: wul; Upper Sorbian: kołć; Spanish: colmena; Svan: ღუ̂ებ; Swahili: mzinga; Swedish: bikoloni, bisamhälle, kupa, bikupa; Sylheti: ꠝꠌꠣꠇ; Tagalog: panilan, bahay-pukyutan; Tajik: канду; Telugu: తేనెగూడు; Thai: รวงผึ้ง; Tibetan: སྦྲང་ཚང; Turkish: kovan, arı kovanı; Ukrainian: вулик, вулій, улик, улій; Urdu: چهتا; Uyghur: ھەرە ئۇۋىسى, ھەرە كۆنىكى; Uzbek: asalari uyasi, asalari qutisi, arixona; Vietnamese: tổ ong; Volapük: bienabäset; Walloon: tchetoere; Welsh: cwch gwenyn, llestr gwenyn; Yiddish: בינשטאָק