δεινότης
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
δεινότητος, ἡ,
A terribleness, Th.3.59,4.10; harshness, severity, νόμων Id.3.46.
II cleverness, shrewdness, D.18.144, Arist.EN1144a23; opp. ἀλήθεια, Antipho5.5; especially in an orator, Th.3.37, D.18.242,277; ἡ ἐν τοῖς λόγοις δεινότης Isoc.1.4; δεινότητα λόγου ἐπιδείκνυσθαι Plu.Pomp.77.
III Rhet., intensity, forcefulness, D.H.Comp.18, Th.53, al., Longin.34.4, Hermog.Id.2.9, al.: pl., Demetr. Eloc.243.
Spanish (DGE)
δεινότητος, ἡ
I 1ref. a abstr. carácter terrible, aspecto que impone c. gen. μὴ ὧν πεισόμεθα μόνον δεινότητα κατανοοῦντας considerando no sólo el horror de las cosas que sufriremos Th.3.59, εἰ ... μὴ φόβῳ ... νεῶν δεινότητος κατάπλου ὑποχωροίη Th.4.10, τοῦ εἰργμοῦ τὴν δεινότητα κατιδοῦσα Pl.Phd.82e, νόμων δεινότης rigor de las leyes Th.3.46
•exageración χαρᾶς δεινότης alegría exagerada Hp.Praec.14.
2 ref. a pers. rectitud, severidad como virtud de los gobernantes σεμνότητα καὶ δεινότητα καὶ εὐεργεσίαν Ph.2.424.
II del carácter extraordinario de una pers.
1 sent. posit. habilidad, destreza ἡ ὡς ἀληθῶς δεινότης ἀνδρός Pl.Tht.176c, αἱ δ' ἄλλαι δεινότητές τε ... καὶ σοφίαι Pl.Tht.176c, cf. Ep.358c, D.Chr.12.45, δεινότης· διάθεσις καθ' ἣν ὁ ἔχων στοχαστικός ἐστιν τοῦ ἰδίου τέλους Pl.Def.413a, ἔστιν δή τις δύναμις ἣν καλοῦσι δεινότητα Arist.EN 1144a23, ἐπιδεικνύμενοι λόγων δεινότητα mostrando habilidad literaria I.AI 1.2, cf. BI 1.440, Ap.2.182, Numen.25.28, δεινότητι διανοίας por lo impresionante de su pensamiento D.Chr.18.11
•esp. habilidad oratoria, elocuencia Th.3.37, D.18.277, ἐν τοῖς λόγοις Isoc.1.4, δεινότης τῶν λόγων Alcid.2.29, λόγου Plu.Pomp.77, cf. Luc.Hist.Cons.58, Philostr.VS 486, δεινότης ῥητορική PMasp.295.3.26 (VI d.C.).
2 sent. peyor. habilidad unida a cierta falsedad astucia esp. habilidad oratoria ὅση δεινότης ἦν ἐν τῷ Φιλίππῳ D.18.144, ref. a un συκοφάντης D.18.242, op. ἀλήθεια Antipho 5.5, ἀντὶ τῆς Δημοσθένους δεινότητος D.Chr.2.19, ῥητορικὴ τάς τε ἐν ἑκάστοις δεινότητας ἐξετάζουσα Ph.1.158, cf. 2.476, ὁπόσον ἢ δεινότητος ἢ ἀκμῆς ἐπεπόριστο ἐν τοῖς λόγοις Luc.Pisc.25, cf. Alex.4, κακούργως ἑρμενευόντων δεινότητα Iust.Nou.18.11.
3 ret. fuerza oratoria, intensidad τὰ ἀριστεῖα τῆς ἐν λόγοις δεινότητος D.H.Comp.18.15, cf. Th.53.1, ἀπρόσιτος δεινότης fuerza oratoria inalcanzable Longin.34.4, τὰ σύμβολα ἔχει δεινότητας las expresiones simbólicas tienen fuerza oratoria Demetr.Eloc.243, cf. Philostr.VS 500, 510, 564, Hermog.Id.2.9 (p.368, 369).
German (Pape)
[Seite 539] δεινότητος, ἡ, das Furchtbare, Schreckliche, Härte, Thuc. 3, 59. 64; εἱργμοῦ Plat. Phaed. 82 e. – Gew. Tüchtigkeit, Geschicklichkeit, Klugheit, δεινότητες καὶ σοφίαι Plat. Theaet. 176 e; vgl. Arist. Eth. 6, 12, 8; bes. vom Redner, kraftvolle Beredtsamkeit, Thuc. 3, 37 u. A.; genauer ἡ περὶ τοὺς λόγους δεινότης od. ἡ ἐν λόγοις δεινότης, wie δεινότης λόγου, Plut. Pomp. 77; vgl. D. Hal. iud. Thuc. 23.
French (Bailly abrégé)
δεινότητος (ἡ) :
1 aspect ou caractère effrayant d'une chose : δεινότης νόμων THC rigueur des lois;
2 caractère extraordinaire ou remarquable d'une pers. ou d'une ch. ; habileté, ingéniosité ; particul. habileté ou talent d'orateur.
Étymologie: δεινός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεινότης δεινότητος, ἡ [δεινός] angstaanjagendheid, hardheid, strengheid:. τῶν νόμων δεινότης de strengheid van de wetten Thuc. 3.46.4; ὧν πεισόμεθα... δεινότητα het vreselijke lot dat wij zullen ondergaan Thuc. 3.59.1. bedrevenheid: spec. van redenaar:; διὰ δόξαν δεινότητος vanwege zijn reputatie van bekwaamheid (als spreker) Thuc. 8.68.1; ongunstig gewiekstheid, sluwheid:. ὅση δεινότης ἦν ἐν τῷ Φιλίππῳ θεάσεσθε u zult aanschouwen hoeveel gewiekstheid er in Philippus school Dem. 18.144.
Russian (Dvoretsky)
δεινότης: δεινότητος ἡ
1 грозность, страшная сила, мощь (νεῶν Thuc.);
2 мощь, власть (νόμων Thuc.; εἱργμοῦ Plat.);
3 тж. pl. искусность, мастерство Thuc., Isocr., Plat., Arst., Plut.;
4 (тж. δεινότης περὶ τοὺς λόγους, ἐν λόγοις и λόγου Plut.) красноречие Thuc., Dem.
Greek (Liddell-Scott)
δεινότης: δεινότητος, ἡ, (δεινὸς) φοβερότης, Θουκ. 4.10· τραχύτης, αὐστηρότης, τὸ ἄκαμπτον, νόμων ὁ αὐτ. 3. 46, πρβλ. 59. ΙΙ. φυσικὴ ἱκανότης, δεξιότης, εὐφυΐα, πανουργία, Δημ. 275. 28, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 13· ἀντίθ. τῷ ἀλήθεια, Ἀντιφῶν 129, ἐν τέλει· ἰδίως παρὰ ῥήτορσι, Θουκ. 3. 37, Δημ. 307. 27., 318. 9· ἡ ἐν τοῖς λόγοις δεινότης Ἰσοκρ. 1D.
Greek Monotonic
δεινότης: δεινότητος, ἡ (δεινός),
I. φοβερότητα, σε Θουκ.· τραχύτητα, αυστηρότητα, σκληρότητα, ακαμψία, νόμων, στον ίδεινότης
II. φυσική ικανότητα, επιτηδειότητα, ιδιοφυΐα, πανουργία, δεξιότητα, σε Δημ.· ιδίως, λέγεται για ένα ρήτορα, σε Θουκ., Δημ.
Middle Liddell
δεινός
I. terribleness, Thuc.: harshness, sternness, severity, νόμων Thuc.
II. natural ability, cleverness, shrewdness, Dem.; especially in an orator, Thuc., Dem.
English (Woodhouse)
cleverness, dreadfulness, seriousness, shrewdness, terribleness
Translations
dexterity
Bulgarian: сръчност, ловкост; Catalan: destresa; Chinese Mandarin: 機巧, 机巧, 靈巧, 灵巧; Czech: zručnost, šikovnost; Danish: fingerfærdighed; Dutch: handigheid; Finnish: näppäryys, taitavuus; French: dextérité; Georgian: მოხერხებულობა, სიმარჯვე, ოსტატურობა, გაწაფულობა, სიმკვირცხლე, შნო; German: Fingerfertigkeit, Geschicklichkeit, Gewandtheit; Greek: επιδεξιότητα, δεξιοσύνη, επιτηδειότητα, μαστοριά; Ancient Greek: ἀμφιδεξιότης, δεινότης, δεξιότης, ἐπιδεξιότης, εὐθιξία, εὐμάρεια, εὐχειρία, εὐχειρίη, εὐχέρεια, πρᾶξις, ταχυχειρία; Hebrew: זריזות, גמישות, מיומנות, קלות תנועה; Hungarian: kézügyesség, ügyesség, fürgeség; Indonesian: ketangkasan; Italian: destrezza; Japanese: 器用さ, 素早さ; Latin: agilitas, pernicitas; Lithuanian: miklumas; Macedonian: спретност, умешност; Old English: handcræft; Persian: چیرهدستی, زبردستی, تردستی; Polish: zręczność, zwinność; Portuguese: destreza; Romanian: dexteritate, îndemânare, iscusință, dibăcie, abilitate; Russian: ловкость, сноровка, проворность, проворство, подвижность; Slovak: zručnosť, obratnosť; Spanish: destreza; Swedish: skicklighet, fingerfärdighet, händighet; Telugu: నైపుణ్యము
skill
Afrikaans: vaardigheid; Albanian: aftësi; Arabic: مَهَارَة; Armenian: հմտություն, ունակություն; Belarusian: уменне, умельства, майстэрства, навык; Bulgarian: умение, вещина, сръчност; Catalan: habilitat, destresa; Chinese Mandarin: 技巧, 技能, 技術/技术; Czech: schopnost; Danish: færdighed; Dutch: bekwaamheid, vaardigheid; Esperanto: bravuro, lerteco; Estonian: oskus; Faroese: kynstur, kunstur, hegni, fimi; Finnish: taito, kyky; French: habileté, compétence, don, capacité; Galician: habilidade, habelencia, maña, xeito, doén, despexo, chencha, azareña, destrez; German: Fähigkeit, Fertigkeit, Geschicklichkeit, Kunst, Talent, Kompetenz; Greek: επιδεξιότητα, δεξιοτεχνία, ικανότητα; Ancient Greek: δαημοσύνη, δεινότης, δεξιότης, διανόησις, ἐμπειρία, ἐντρέχεια, ἕξις, ἐπιδεξιότης, ἐπιστήμη, εὐεξία, εὐστοχία, εὐστοχίη, μῆτις, σοφία, σόφισμα, τέχνα, τέχνη, τὸ ἐντρεχές; Hebrew: מְיֻמָּנוּת, כִּשּׁוּרִים; Hindi: कुशलता, कौशल, निपुणता, महारत; Hungarian: ügyesség, hozzáértés; Indonesian: kemampuan, keahlian; Interlingua: habilitate, talento; Italian: abilità, capacità, competenza; Japanese: 腕, 技, 技能, 技巧, 技術, スキル; Korean: 기술, 스킬; Latin: habilitas, peritia, sollertia, potestas, potentia, ars; Latvian: prasme, iemaņas; Lithuanian: įgūdis; Lü: ᦞᦲᧉᦌᦱ; Macedonian: вештина; Malay: kemahiran, skil; Maltese: sengħa; Marathi: कौशल्य; Norman: agenceté; Norwegian Bokmål: dyktighet, evne, ferdighet, talent, dugleik; Nynorsk: dugleik, dyktigheit, evne, ferdigheit, talent; Occitan: abiletat; Old English: cræft; Persian: مهارت, اروین; Polish: umiejętność; Portuguese: habilidade, talento; Romanian: abilitate, pricepere, talent; Russian: умение, навык, мастерство, сноровка, искусство, способность, талант, дар; Serbo-Croatian Cyrillic: вештина, вјештина; Roman: veština, vještina; Slovak: schopnosť; Slovene: spretnost, veščina; Spanish: destreza, habilidad, maña, talento; Swedish: färdighet, skicklighet; Tamil: திறன்; Telugu: నేర్పు, నిపుణత; Tocharian B: epastyäññe; Turkish: beceri, maharet, marifet, ustalık, yetenek, kabiliyet; Ukrainian: вмі́ння, майстерство, навик; Volapük: skil