καταστάζω

From LSJ
Revision as of 07:45, 15 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E.''Hec.''" to "E.''Hec.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel

Menander, Monostichoi, 281
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστάζω Medium diacritics: καταστάζω Low diacritics: καταστάζω Capitals: ΚΑΤΑΣΤΑΖΩ
Transliteration A: katastázō Transliteration B: katastazō Transliteration C: katastazo Beta Code: katasta/zw

English (LSJ)

A shed, drip,
I of persons,
1 c. acc. rei, let fall in drops upon, shed over, κ. δάκρυ τινός E.Hec.760; ἀφρὸν κατέσταζ' εὐτρίχου γενειάδος Id.HF934; also of a garment, νώτου καταστάζοντα βύσσινον φάρος S.Fr.373.3: c. acc. only, let fall in drops (sc. αἷμα), A. Fr.327.
2 c. dat. rei, run down with a thing, νόσῳ κ. πόδα to have one's foot running with a sore, S.Ph.7.
II of the liquid,
1 intr., drip, trickle down, βωμοῦ from the altar, E.IT72; τάφου Id.Hel.985; δάκρυα κ. τὰ μὲν κατὰ τῶν πέπλων, τὰ δὲ ἐπὶ τοὺς πόδας (v.l. for στάζω) X.Cyr.5.1.5; αἷμα κ. εἰς τὴν γῆν Luc.VH1.17; ὁ ἄκρατος κ. πρὸς ἡμᾶς Id.Luct.19.
2 trans., bedew, wet, ἱδρώς γέ τοί νιν πᾶν καταστάζει δέμας S.Ph.823, cf. E.Hec.241; ἀφρῷ Id.Supp.587.

German (Pape)

[Seite 1380] (s. στάζω), herabträufeln, herabtriefen; Aesch. frg. 340; νόσῳ καταστάζοντα διαβόρῳ πόδα Soph. Phil. 7; ἱδρώς γέ τοί νιν πᾶν καταστάζει δέμας 812, Schweiß trieft ihm vom ganzen Leibe herab; φάλαρα ἀφρῷ καταστάζοντα Eur. Suppl. 587; ἵν' αἵματος ῥοαὶ τάφου καταστάζωσι Hel. 991; einzeln in Prosa, δάκρυα καταστάζοντα τὰ μὲν κατὰ τῶν πέπλων, τὰ δὲ καὶ ἐπὶ τοὺς πόδας Xen. Cyr. 6, 1, 2; – transit., herabträufeln lassen, δάκρυ Eur. Hec. 760, ἀφρὸν κατέσταζ' εὐτρίχου γενειάδος Herc. Fur. 634.

French (Bailly abrégé)

1 tr. faire tomber goutte à goutte, faire dégoutter : δάκρυ τινός EUR verser des larmes sur qqn;
2 intr. tomber goutte à goutte, dégoutter : τινός de qch ; νόσῳ SOPH être atteint d'un mal qui suppure ; avec acc. dégoutter sur, inonder : δέμας τινί SOPH inonder le corps de qqn en parl. de sueur.
Étymologie: κατά, στάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-στάζω met acc. causat. doen druppelen (over), vergieten (over), met acc. en gen.: οὗ καταστάζω δάκρυ over wie ik mijn tranen vergiet Eur. Hec. 760. over... druipen:. ἱδρώς... νιν πᾶν καταστάζει δέμας zweet stroomt over zijn hele lijf Soph. Ph. 823; φόνου σταλαγμοὶ σὴν κατέσταζον γένυν bloeddruppels dropen op je kin Eur. Hec. 241. met gen. van... afdruipen:. οὗ καταστάζει φόνος (het altaar) waar het bloed vanaf druipt Eur. IT 72. intrans. druppelen, druipen:. νόσῳ καταστάζοντα διαβόρῳ πόδα een voet die droop van de invretende ziekte Soph. Ph. 7.

Russian (Dvoretsky)

καταστάζω: (fut. καταστάξω)
1 струить, лить по каплям (ἀφρὸν κατέσταζ᾽ εὐτρίχου γεναιάδος Eur.): κ. δάκρυ τοῦ νεκροῦ Eur. лить слезы над мертвецом;
2 капать, струиться, литься по каплям (τὰ δάκρυα καταστάζοντα κατὰ τῶν πέπλων Xen.; βωμός, οὗ καταστάζει φόνος Eur.): νόσῳ καταστάζων διαβόρῳ πούς Soph. нога, покрытая гноящимися язвами; φάλαρα ἀφρῷ καταστάζοντα Eur. удила, с которых струится пена;
3 орошать, обливать (ἱδρὼς πᾶν καταστάζει δέμας Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

καταστάζω: μέλλ. -ξω. Ι. ἐπὶ προσώπων, 1) μετ. αἰτιατ. πράγμ., ἀφίνω νὰ πέσῃ ὑγρόν τι κατὰ σταγόνας ἢ στάγδην ἐπί τινος, διὸ θέλει καὶ γεν. δηλοῦσαν τὸ ἐφ’ οὗ καταρρέει ἢ καταπίπτει τι, κ. δάκρυά τινος Εὐρ. Ἑκ. 760· ἀφρὸν κατέσταζ’ εὐτρίχου γενειάδος ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 934· ὡσαύτως ἐπὶ ἐνδύματος, (πρβλ. χέω), νώτου καταστάζοντα βύσσινον φάρος Σοφ. Ἀποσπ. 342· μετ. αἰτιατ. μόνον, κάμνω νὰ στάζῃ τι ἢ πίπτῃ κατὰ σταγόνας, αἷμα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 340. 2) μετὰ δοτ. πράγμ., καταρρέω ἔκ τινος, ἐκβάλλω ὕλην ἕνεκά τινος, Φιλοκτήτην διαβόρω νόσῳ κ. πόδα, οὗτινος ὁ ποὺς ἔχει διαβρωτικὴν πληγὴν στάζουσαν πύον ἢ ὁ ποὺς πυορροεῖ νοσῶν, Σοφ. Φιλ. 7· πρβλ. στάζω Ι. 2· κ. ἀφρῷ, στάζω ἀφρούς, Εὐρ. Ἱκέτ. 587. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ στάζοντος ὑγροῦ, 1) ἀμεταβ., στάζω, πίπτω κάτω κατὰ σταγόνας, κ. τινος ἢ κατά τινος, ἐπί τι, εἴς τι, πρός τι, τι·- βωμός, Ἕλλην οὗ καταστάζει φόνος, καθ’ οὗ ἢ ἐφ’ οὗ χύνεται Ἑλληνικὸν αἷμα, Εὐρ. Ι.Τ. 72· αἵματος ῥοαὶ τάφου καταστάζουσιν, καθ’ οὗ ἢ εφ’ οὗ, ὁ αὐτ. Ἑλ. 985· δάκρυ κατ. τὰ μὲν κατὰ τῶν πέπλων, τά δὲ ἐπὶ τοὺς πόδας Ξεν. Κύρ. 5. 1, 4· αἷμα κ. εἰς τὴν γῆν Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 17· ὁ ἄκρατος κ. πρὸς ἡμᾶς ὁ αὐτ. π. Πένθ. 19. 2) μεταβ., στάζων, σταλάζων ὑγραίνω, βρέχω τι, ἱδρώς γέ τοί νιν πᾶν καταστάζει δέμας Σοφ. Φιλ. 823· φόνου σταλαγμοὶ σὴν κατέσταζον γένυν Εὐρ. Ἑκ. 241.

Greek Monolingual

καταστάζω (AM)
(για υγρό) σταλάζω, πέφτω σε σταγόνες («βωμὸς Ἕλλην οὗ καταστάζει φόνος», Ευρ.)
αρχ.
1. αφήνω κάποιο υγρό να πέσει σε σταγόνες
2. (για νόσο) βγάζω υγρό
3. (για υγρό) υγραίνω κάτι.

Greek Monotonic

καταστάζω: μέλ. -ξω·
I. λέγεται για πρόσωπα,
1. αφήνω να πέσουν σταγόνες από, χύνω από πάνω, ρίχνω από πάνω, τί τινος, σε Ευρ.
2. με δοτ. πράγμ., μαστίζομαι από κάτι, νόσῳ κ. πόδα, έχοντας το πόδι του να «στάζει» από τον πόνο, σε Σοφ.· κ. ἀφρῷ, στάζω αφρούς, σε Ευρ.
II. λέγεται για υγρό,
1. αμτβ., στάζω, πέφτω σε σταγόνες, κυλάω στάλα-στάλα, σε Ευρ., Ξεν.
2. μτβ., περιβρέχω, υγραίνω, ἱδρὼς καταστάζει δέμας, σε Σοφ.

Middle Liddell

fut. ξω
I. of persons,
1. to let fall in drops upon, pour upon, shed over, τί τινος Eur.
2. c. dat. rei, to run down with a thing, νόσῳ κ. πόδα to have one's foot running with a sore, Soph.; κ. ἀφρῷ to run down with foam, Eur.
II. of the liquid,
1. intr. to drop down, drip or trickle down, Eur., Xen.
2. trans. to drop down over, wet, ἱδρὼς καταστάζει δέμας Soph.