κατάληψις
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A seizing, οὐκέτι ἐν καταλήψει ἐφαίνετο to be within one's grasp, Th.3.33.
2 seizing, assaulting, Ar.Nu.318.
3 taking possession, occupation, τῆς βασιλείας Isoc.9.69; Χωρίων Pl. Grg.455c, R.526d (pl.); ἱεροῦ D.19.21; καταλήψεις πολέμου prob. f.l. for πολέων, App.BC4.14.
4 Philos., direct apprehension of an object by the mind, Zeno Stoic.1.20, Luc.Par.4, al.; τῶν μετεώρων Philostr.Her.10.9; ἀκριβὴς κ. certainty, Herod.Med. ap. Aët.9.37: pl., perceptions, Stoic.2.30, Luc.Herm.81, etc.; introduced into Latin by Cicero, Plu.Cic.40.
II holding, grip, with the fingers, bandages, or instruments, Hp.Off.9; τὰς -λήψιας ποιεῖσθαι ibid., cf. Art.11 (in pl. also = ligatures, Medic.8); ο ὕπνος τοῦ… αἰσθητηρίου κ. compression, Arist.Somn.Vig.458a29.
2 stoppage, οὔρων Gal.17 (1).423; σπέρματος Ruf. ap. Orib.6.38.4; holding, πνεύματος, Gal.6.152.
3 in Music, stopping of the strings of an instrument, Sch. Ar.Nu.317.
III later, catalepsy, Gal.8.485, al.
German (Pape)
[Seite 1360] ἡ, das Fassen, Ergreifen; ὡς δ' οὐκέτι ἐν καταλήψει ἐφαίνετο, ἐπανεχώρει Thuc. 3, 33, als die Flotte nicht mehr zu nehmen, zu erreichen schien; das Besetzen, Einnehmen, Φυλῆς Din. 1, 25; χωρίων Plat. Gorg. 455 b; τοῦ ἱεροῦ Dem.; Isocr. u. A. – Das Begreifen mit dem Geiste, die Wahrnehmung, der Begriff, Plut., vgl. adv. Stoic. 7, u. a. Sp. – Der Anfall einer Krankheit, Medic.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
I. action de saisir, d'atteindre ; prise : ἐν καταλήψει φαίνεσθαι THC être à portée d'être vu, d'être atteint;
II. action de prendre possession de ; envoûtement;
III. fig. action de saisir par l'intelligence, conception, compréhension ; αἱ καταλήψεις perceptions.
Étymologie: καταλαμβάνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάληψις -εως, ἡ [καταλαμβάνω] het grijpen:. οὐκέτι ἐν καταλήψει ἐφαίνετο toen hij niet meer te grijpen leek Thuc. 3.33.3. het begrijpen, begrip. het innemen, verovering:. χωρίων κατάληψις verovering van land Plat. Grg. 455c. geneesk. het vastzetten (met vingers, verband of instrumenten); het vasthouden (van urine).
Russian (Dvoretsky)
κατάληψις: εως ἡ
1 схватывание, захват, поимка: οὐκέτι ἐν καταλήψει φαίνεσθαι Thuc. быть уже вне пределов досягаемости;
2 овладение, захват, занятие (τῆς βασιλείας Isocr.; χωρίων Plat.; τοῦ ἱεροῦ Dem.; ἡ πραγμάτων ἕνεκα γιγνομένη κ. Plut.);
3 ирон. (о спорщиках) ловкая хватка (περίλεξις καὶ κροῦσις καὶ κ. Arph.);
4 постижение, восприятие (καταλήψεις καὶ φαντασίαι Luc.; δόξα καὶ κ. Plut.);
5 остановка, задержка, прекращение (ἡ κ. πρὸς τὸ μὴ δύνασθαι ἐνεργεῖν Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
κατάληψις: -εως, ἡ, τὸ καταλαμβάνειν, πιάσιμον, οὐκέτι ἐν καταλήψει ἐφαίνετο εἶναι, δὲν ἐφαίνετο πλέον δυνατὸν ὥστε νὰ πιασθῇ ὁ στόλος τῶν πολεμίων, Θουκ. 3. 33. 2) ἐπίθεσις, προσβολή, Ἀριστοφ. Νεφέλ. 318· ἐν τῇ μουσικῇ, δοκιμὴ τῶν χορδῶν διὰ τῶν δακτύλων ἢ τῶν πλήκτρων πρὸς ἐξακρίβωσιν ἂν εἶναι καλῶς ἐντεταμέναι, Σχολ. ἐν τόπῳ. 3) κατάληψις, κατοχή, κυρίευσις, τῆς βασιλείας Ἰσοκρ. 203Α· χωρίων Πλάτ. Γοργ. 455Β, Πολ. 526D, Δημ., κλ.· καταλήψεις πολέμου, πολεμικαὶ κατοχαί, Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 14. 4) ἐν τ Στωϊκῇ φιλοσοφία, κατανόησις, ἀντίληψις, Λατ. comprehensio, Κικ. Ἀκαδ. Πρ. 2. 6 καὶ 10, Πλούτ. 2. 877C, Λουκ. Παρασ. 6· «οἱ δογματικοὶ καλοῦσι τὴν μὲν ἀληθῆ καὶ βεβαίαν γνῶσιν κατάληψιν, ἀκαταληψίαν δὲ τὸ ἐναντίον ταύτῃ» Γαλην. 2. 290· ἐν τῷ πληθ., ἀντιλήψεις, ἔννοιαι, Κικ. Fin. 3. 5, Λουκ. Ἑρμότ. 81, κλ.· εἰσήχθη δὲ εἰς τὴν Λατ. ὑπὸ τοῦ Κικέρωνος, Πλουτ. Κικ. 40. ΙΙ. συγκράτησις διὰ τῶν δακτύλων, ἐπιδέσμων ἢ ἐργαλείων πρὸς σταμάτησιν τῆς χύσεως τοῦ αἵματος (πρὸς ἰσχαιμίαν), Ἱππ. 21. 9., 743F, G, κτλ.· ὁ ὕπνος… τοῦ αἰσθητηρίου κ., συμπίεσις καὶ παῦσις Ἀριστ. π. Ὕπν. 3, 30. 2) κράτησις, ἐπίσχεσις (ἕνεκα ἐμφράξεως κτλ.), οὔρου, τῶν χυμῶν, τοῦ πνεύματος Γαλην. ΙΙΙ. παρὰ μεταγεν., ἡ καταληψία, νόσος, ἡ καὶ κατοχὴ λεγομένη, ἀναισθησία τις τῆς ψυχῆς μετὰ πήξεως τοῦ παντὸς σώματος, Γαλην. 8, 485., 19, 415· κατὰ τοὺς νῦν ἰατροὺς ἡ καταληψία εἶνε ἡ νοσηρὰ ἐκείνη κατάστασις ἡ παρατηρουμένη ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ὑστερικῶν προσώπων, καθ’ ἣν τὰ μέλη τοῦ σώματος ἀκουσίως ἐπὶ πολὺ μένουσιν ἀκίνητα ἐν οἵᾳ δήποτε θέσει διδομένῃ εἰς αὐτὰ παθητικῶς.
Greek Monotonic
κατάληψις: -εως, ἡ (καταλαμβάνω),
1. πιάσιμο, κυρίευση, ἐν καταλήψει, στο χέρι κάποιου, στην ευχέρεια κάποιου, σε Θουκ.· επίθεση, προσβολή, σε Αριστοφ.
2. κατοχή, κατάληψη, σε Πλάτ., Δημ. κ.λπ.
Middle Liddell
κατάληψις, εως καταλαμβάνω
1. a seizing, ἐν καταλήψει within one's grasp, Thuc.:— an assaulting, Ar.
2. a taking possession, occupation, Plat., Dem., etc.
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
actus assequendi, act of attaining, 3.33.3,
ita ut eum assequi posset, so that he could overtake him.