τυραννεύω

From LSJ
Revision as of 10:47, 20 December 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Euripides|E.]], ''Med" to "Euripides|E.''[[Medea|Med")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠραννεύω Medium diacritics: τυραννεύω Low diacritics: τυραννεύω Capitals: ΤΥΡΑΝΝΕΥΩ
Transliteration A: tyranneúō Transliteration B: tyranneuō Transliteration C: tyranneyo Beta Code: turanneu/w

English (LSJ)

and τυραννέω, the former always in Hdt. (v. infr.) and found in Alc.Supp.28.12 (prob.); both in Trag. and Com., as the metre required, cf. S.OT408 with OC449; E.Med. 967, Ph.560 with Hel.786; Ar.Av.483 (anap.) with Lys.631 (troch.), Fr.357; and X. used both, cf. Cyr.1.1.1 with HG 4.4.6; Pl. has -έω in Lg.693a, R.580c, al., -εύω in Men.76b, more freq. in aor.: A fut. -εύσω E.El.877 (lyr.), Ar.Lys. l.c., -ήσω first in Plu.2.403c, App.BC2.139: aor. ἐτυράννευσα Sol.33.6, Hdt. 1.14, Th.6.55,59, Pl.R. 576c, Grg.473d, Phdr.238b, etc., -ησα E.HF29, X.HG2.2.24: pf. τετυράννευκα Isoc.8.113, -ηκα first in Plb.2.59.1:—Pass., fut. -ηθήσομαι Sopat. in Rh.8.335 W.; but Med. τυραννήσομαι in pass. sense, D.20.161: aor. ἐτυραννεύθην Th.1.18, Pl. (v. infr.), -ήθην D.H.4.82, Str.8.6.25:—to be a monarch, be an absolute ruler, and in aor. to become such, Hdt.1.14, 5.92. έ, Th.6.55, etc.; ὡς χρὴ τυραννεῖν, Ἰσοκράτους ἠκούσατε Isoc.3.11; τυραννεύσασα ἡ ἐπιθυμία Pl.Phdr.238b: in Poets, to be a prince or princess, E.Med. 967.
2 c. gen., to be ruler of a people or place, τ. Ἀθηνῶν Sol.33.6; Σαρδίων, Μιλήτου, Ἀθηναίων, Μήδων, Hdt.1.15, 20, 59, 73; χθονός, γαίας, S.OC449, E.El.877 (lyr.), etc.; τῶν κακιόνων Id.Fr.1048.6; Σάμου Th.1.13; τᾶς πόλιος (sc. Eresus) IG12(2).526d20 (iv B. C.): metaph., [Κύπρις] Διὸς τυραννεῖ πλευμόνων S.Fr.941.15.
3 c. acc., τὸ συμπόσιον Luc.DMeretr. 3.2 codd.; Μεσσήνην f.l. (cod. S) in D.17.7:—Pass., to be under the sway of τύραννοι, Hdt.5.55, 78, Th.1.18, etc.; τυραννουμένη πόλις Pl.R. 545c, cf. Hdt.4.137, 5.92.ά, X.HG2.3.48; ὑπό τινος τυραννήσεσθαι D.20.161; τυραννευθεὶς ὑπὸ Ἔρωτος Pl.R. 574e.
II to be of a tyrannical disposition, be imperious, Id.Alc. 1.135a, Men.76b.

French (Bailly abrégé)

f. τυραννεύσω, ao. ἐτυράννευσα, pf. τετυράννευκα;
Pass. ao. ἐτυραννεύθην, f. et pf. inus.
1 être souverain absolu, être tyran ; avec un gén. : être tyran de, régner despotiquement sur ; Pass. être gouverné par un tyran;
2 être prince ou princesse.
Étymologie: τύραννος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυραννεύω en τυραννέω [τύραννος] tyrannos zijn, alleenheerser zijn, abs.:; εἰ καὶ τυραννεῖς ook al ben je alleenheerser Soph. OT 408; met gen.:; τυραννεῖν Ἀθηναίων de alleenheerser van Athene zijn Hdt. 1.59.1; overdr.. τυραννεύσασα ἡ ἐπιθυμία het verlangen dat de overhand heeft gekregen Plat. Phaedr. 238b; τυραννεῖν τοῦ συμποσίου leiding geven aan het drinkgelag Luc. 80.3.2. med. zich als alleenheerser gedragen. pass. geregeerd worden door een tyrannos:; εἰς τυραννουμένην πόλιν de staat die door een alleenheerser wordt geregeerd Plat. Resp. 545c; overdr.: τυραννευθεὶς δὲ ὑπὸ Ἔρωτος onder de tirannie van Eros levend Plat. Resp. 574e.

German (Pape)

τυραννέω, Her. und Folgde; χθονός Soph. O.C. 450; Eur. Hel. 792; Isocr. 2.4; auch pass., 3.25; Ἑλλάδος τυραννευθείσης Thuc. 1.18; Plat. scheint diese Form im aor. vorzuziehen; s. τυραννέω.

Russian (Dvoretsky)

τῠραννεύω: и τῠραννέω
1 быть тиранном, самовластно управлять, властвовать (τινός Her. etc., реже τι Thuc. etc.): τ. Σάμου Thuc. быть тиранном Самоса; τ. Μεσσήνην Thuc. быть тиранном Мессены; τ. τὸ συμιιόσιον Luc. распоряжаться пиром; ὑπό τινος τυραννεῖσθαι Plat., Dem. быть подвластным кому(чему)-л.; τυραννουμένη πόλις Plat. государство с тиранническим образом правления;
2 обладать характером тиранна, быть своевольным, деспотическим Plat.

Greek (Liddell-Scott)

τῠραννεύω: καὶ τῠραννέω, τὸ πρῶτον ἀεὶ παρ’ Ἡροδ.· ἀμφότερα δὲ παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς κατὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ μέτρου, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 408, πρὸς τὸ χωρίον Ο. Κ. 449 Εὐρ. Μήδ. 967, Φοίν. 560 πρὸς τὰ Ἑλ. 786· Ἀριστοφ. Ὄρν. 483 πρὸς τὰ ἐν Λυσ. 631, Ἀποσπ. 324· καὶ ὁ Ξεν. ἐποιεῖτο χρῆσιν ἀμφοτέρων, πρβλ. Κύρ. 1. 1, 1 πρὸς τὰ Ἑλλην. 4. 4, 6, καὶ ἴδε Ast. Ind. Plat.· ― μέλλ. -εύσω Εὐρ. Ἠλ. 877, Ἀριστοφ. Λυσ. 632, -ήσω πρῶτον παρ’ Ἀππ. καὶ Πλουτ.· ― ἀόρ. ἐτυράννευσα Σόλων 33. 6, Θουκ. 6, 55, 59, κλπ., -ησα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 29, Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 4· ― πρβλ. τετυράννευκα Ἰσοκρ. 182Α, -ηκα πρῶτον παρὰ Πολυβ. 2. 59, 1. ― Παθ., μέλλ. -ηθήσομαι Σώπατρος ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 8. 335· ἀλλὰ μέσ. τυραννήσομαι ἐπὶ παθ. σημασ., Δημ. 506. 22· ἀόρ. ἐτυραννεύθην Θουκ. 1. 18, Πλάτ. (ἴδε κατωτ.)· -ήθην Διονύσ. Ἁλικ. 4. 82, Στράβ.· ― πρκμ. τετυράννημαι Γρηγ. Ναζ. Εἶμαι, διατελῶ τύραννος, ἀπόλυτος ἄρχων ἢ δεσπότης, καὶ ἐν τῷ ἀορ., γίνομαι τοιοῦτος, Ἡρόδ. 1. 14., 5. 92, Θουκ. κλπ.· τυραννεύσασα ἡ ἐπιθυμία Πλάτ. Φαῖδρ. 238Β· ― παρὰ ποιηταῖς, εἶμαι βασιλεύς, ἢ ἡγεμών, ἢ σύζυγος βασιλέως, βασιλεύω, κεῖνα νῦν αὔξει θεός, νέα τυραννεῖ Εὐρ. Μήδ. 967. 2) μετὰ γεν., εἶμαι τύραννος ἢ δεσποτικὸς ἄρχων λαοῦ τινος ἢ τόπου, τ. Ἀθηνῶν Σόλων 35. 6· Σαρδίων, Μιλήτου, Ἀθηναίων, Μήδων Ἡρόδοτ. 1. 15, 20, 59, 73· χθονός, γαίας Σοφ. Ο. C. 449, Εὐρ., κλπ.· τῶν κακιόνων Εὐρ. Ἀποσπ. 1035. 6· Σάμου Θουκ. 1. 13, κλπ.· μεταφορ., (Κύπρις) Διὸς τυραννεῖ πλευμόνων Σοφ. Ἀποσπ. 678. 15. 3) μετ’ αἰτ., (πρβλ. κρατέω), τ. πόλιν Διονύσ. Ἁλ. 5. 34· τὸ συμπόσιον Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 3. 2· πρβλ. δι. γρ. ἐν Δημ. 213. 17· ― Παθ., διατελῶ ὑπὸ τὴν διοίκησιν τυράννου, κυβερνῶμαι τυραννικῶς, δεσποτικῶς, Ἡρόδ. 5. 55, 78, Θουκ. 1. 18, κλπ.· πόλεις τυραννούμεναι Πλάτ. Πολ. 545C, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 137., 5. 92, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 48· ὑπό τινος τυραννεῖσθαι Δημ. 506. 22· τυραννευθεὶς ὑπ’ ἔρωτος Πλάτ. Πολ. 574Ε. ΙΙ. ἔχω τυραννικὰς διαθέσεις, ἐνεργῶ ὡς τύραννος, ὡς ἀπόλυτος ἄρχων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1. 135Α, ἐν Μένωνι 76Β.

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
φέρνω πόλεμο σε κάποιον
αρχ.
1. είμαι, διατελώ τύραννος πόλης («Ἱππίεω τυραννεύοντος», Ηρόδ.)
2. υπερτερώ, υπερέχω («τυραννεύουσα τῷ κάλλει τῶν ὀμμάτων μίαν αὐτοῖς εἰργάζετο τάσιν τὴν πρὸς αὐτήν», Λιβάν.)
3. μτφ. συμπεριφέρομαι σαν τύραννος, βασανίζω, τυραννώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύραννος, πιθ. κατά το βασιλεύω].

Greek Monotonic

τῠραννεύω: μέλ. τυραννεύσω, και τῠραννέω, μέλ. τυραννήσω, το πρώτο πάντα στον Ηρόδ.· και τα δύο ρήματα στους Αττ. ποιητές, χάριν μέτρου· αόρ. ἐτυράννευσα, ἐτυράννησα· παρακ. τετυράννευκα, τετυράννηκα — Παθ., Μέσ. μέλ. τυραννήσομαι με Παθ. σημασία· αόρ. ἐτυραννεύθην·
I. 1. είμαι τύραννος, απόλυτος άρχων ή δεσπότης, και στον αόρ., γίνομαι τέτοιος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· είμαι βασιλιάς ή βασίλισσα, σε Ευρ.
2. με γεν., είμαι δεσποτικός, άρχοντας κάποιου λαού ή τόπου, σε Σόλωνα, Ηρόδ., Αττ.
3. με αιτ., κυβερνώ, σε Λουκ. — Παθ., κυβερνιέμαι τυραννικά, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. έχω τυραννικές διαθέσεις, ενεργώ ως τύραννος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

τῠραννεύω, τυραννεύω always in Hdt.; both in Attic Poets, as the metre required.] [Pass., fut. mid. τυραννήσομαι in pass. sense
I. to be a τύραννος, an absolute sovereign or despot, and in aor. to become such, Hdt., etc.: to be a prince or princess, Eur.
2. c. gen. to be despotic ruler of a people or place, Solon, Hdt., Attic
3. c. acc. to govern, Luc.:—Pass. to be governed despotically, Hdt., Thuc.
II. to be tyrannical, imperious, Plat.

Lexicon Thucydideum

tyrannidem obtinere, to hold tyrannical power, 1.13.6, 1.126.3, 2.30.1,
AOR. τυραννεῦσαι,6.54.6, 6.55.2, 6.59.4,
PASS. sub tyrannorum imperio esse, to be under the rule of tyrants, 1.18.1.