εὖ
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
English (LSJ)
Ep. also
A ἐΰ Od.1.302, etc., cf. A.D.Adv.200.20: Adv. (prop. neut. of ἐΰς):—well, opp. κακῶς (as in Th.4.63), Hom., etc. I of knowledge or action, well, thoroughly, competently, εὖ μέν τις δόρυ θηξάσθω, εὖ δ' ἀσπίδα θέσθω Il.2.382; εὖ καὶ ἐπισταμένως κέασαν ξύλα Od. 20.161; τὴν πόλιν κοσμέων καλῶς τε καὶ εὖ Hdt.1.59; τὸ πρᾶγμα βασανίσας καλῶς τε καὶ εὖ Pl.Euthd.307b, etc.; τόξων ἐῢ εἰδώς cunning with the bow, Il.2.718, etc.; εὖ τόδ' ἴσθι A.Pers.173 (troch.); εὖ γὰρ σαφῶς τόδ' ἴστε ib.784; εὖ οἶδ' ὅτι parenthetic in colloquial speech, σὺ γὰρ εὖ οἶδ' ὅτι οὐ πράγματ' ᾄσει Ar.Pax1296, cf. D.14.2, etc.; εὖ οἶδα, in answers, Dioxipp.4; εὖ μήδεο consider well, Il.2.360; εὖ λέγεις well spoken ! Pl.Ap.24e, cf. D.5.2, etc.: with λέγω omitted, οὐδὲ τοῦτ' εὖ Ἐρατοσθένης Str.1.3.1. 2 morally well, kindly, εὖ ἔρδειν, = εὐεργετεῖν, Il.5.650; εὖ εἰπεῖν τινα to speak well of him, Od.1.302; εὖ δρᾶν εὖ παθών S.Ph.672, etc. 3 with passive or intransitive Verbs, fortunately, happily, in good case, εὖ ζώουσι Od.19.79; εὖ οἴκαδ' ἱκέσθαι safely, Il.1.19, cf. Od.3.188; τοῦ βίου εὖ ἥκειν Hdt.1.30; εὖ φρονῶν in one's right mind, A.Pr.387, etc. (but εὖ φρονεῖν εἴς τινας, τὰ σά, to be well-disposed towards, And.2.4, S.Aj.491); standing last for emphasis, ἄνδρες γεγονότες εὖ Hdt.7.134; νόμους μὴ λύειν ἔχοντας εὖ Id.3.82; τελευτήσει τὸν βίον εὖ Id.1.32, cf. Th.1.71, Arist. EN1124b13, etc.: separated from its Verb, εὖ πρᾶγμα συντεθέν D. 18.144. II coupled with other Adverbs, esp. when qualifying nouns, adjectives, and adverbs, εὖ μάλα Od.4.96, etc.; ἡ ἀορτὴ εὖ μάλα κοίλη Arist.HA514b22; εὖ μάλα πᾶσαι h.Ap.171; εὖ μάλα πολλά Heraclit.35; εὖ μάλα πρεσβύτης Pl.Euthphr.4a; μάλα εὖ καὶ κομψῶς Id.Sph.236d; εὖ καὶ μάλα Id.Smp.194a (sed cf. CQ15.4); κάρτα εὖ Hdt.3.150; εὖ . . πάνυ or πάνυ εὖ, Ar.Pl.198, Pl.Men.80b; εὖ σφόδρα Nicostr.8, Philem.75.4; εὖ κἀνδρικῶς, εὖ κἀνδρείως, Ar.Eq.379 (lyr.), Th.656; καλῶστεκαὶ εὖ (v.supr.1.1); εὖ τε καὶ καλῶς Pl.R.503d. III as Subst., τὸ εὖ the right, the good cause, τὸ δ' εὖ νικάτω A.Ag.121; τὸ γὰρ εὖ μετ' ἐμοῦ Ar.Ach.661; the Good, final cause, τὸ εὖ τεκταινόμενος ἐν πᾶσιν τοῖς γιγνομένοις Pl.Ti.68e; τοῦ εὖ ἕνεκα Arist.Sens.437a1, cf. eund.Metaph.1092b26: in Art, perfection, the ideal, τὸ εὖ διὰ πολλῶν ἀριθμῶν γίνεται Polyclit.2. IV as the Predicate of a propos., τί τῶνδ' εὖ; A.Ch.338 (lyr.), cf. 116; εὖ εἴη may it be well, Id.Ag.216 (lyr.); εὐορκεῦντι μέμ μοι εὖ εἶμεν or εἴη, SIG953.9 (Calymna, ii B.C.), PEleph.23.19 (iii B.C.); εὖ σοι γένοιτο well be with thee, E.Alc.627, cf.Fr.707. V Interjection, well done! to cheer on dogs, εὖ κύνες X.Cyn.9.20; ahoy! ho! Lyr.Alex.Adesp.20.11; cf. εὖγε. VI in Compds., implying abundance (εὐανδρία), prosperity (εὐδαίμων, opp. κακοδαίμων), ease (εὔβατος, opp. δύσβατος): compounded only with Nouns and Adjs. (hence εὖ πάσχω, εὖ ποιέω are better written divisim, but εὐποιητικός implies εὐποιέω: v. ἀντευποιέω) ; εὐδοκέω is exceptional. (Replaced by καλῶς in later Gr., exc. in set phrases.)
German (Pape)
[Seite 1054] neutr. von ἐΰς (s. unten), bei Epik. vor einem Doppelconsonanten auch ἐΰ, Il. 3, 235 Od. 4, 408, gut, wohl, recht, tüchtig, im Ggstz von κακῶς, von Hom. an überall, bes. in Verbindung mit Verbis, εὖ καὶ ἐπισταμένως, Il. 10, 265 Od. 20, 161; εὖ κατὰ κόσμον, wohl nach Gebühr, Il, 10, 472; vgl. ὀρθῶς τε καὶ εὖ, Plat. Men. 96 e; seltener = wohlbehalten, glücklich, behaglich, Od. 3, 188. 190. 19, 79, u. auch sp. in der Vrbdg mit ζῆν. Am häufigsten sind sonst die Vrbdgn mit οἶδα, εὖ εἰδώς, εὖ ἔγνωκα u. ähnl., Pind. N. 4, 43 P. 4, 287; Aesch. Spt. 357; Soph. O. R. 59; εὖ μέντοι ἴστε Plat. Apol. 20 d. – Εὖ ἔρδειν τινά, Gutes erweisen, wie εὐεργετέω, Il. 5, 650; εὖ δρᾶν τινα, Tragg. u. sonst, wie εὖ παθεῖν, der Ggstz, Wohlthaten von Einem empfangen; ὅστις γὰρ εὖ δρᾶν εὖ παθὼν ἐπίσταται Soph. Phil. 668, wie Aesch. εὖ δρῶσαν, εὖ πάσχουσαν Eum. 830 abdi; εὖ πάσχειν = glücklich sein, Soph. Phil. 501, wie oft εὖ πράττειν, sich wohl befinden (s. das verbum), u. εὖ ἔχειν, sich in einem guten Zustande befinden. – Εὖ λέγειν τινά, Gutes von ihm sagen; εὖ λέγεις, gut gesprochen, Plat.; εὖ κλύειν, in einem guten Rufe stehen, u. ä., die bei den einzelnen Verbis bemerkt sind. – Mit dem Artikel, ἀνδρός τοι τὸ μὲν εὖ δίκαιον εἰπεῖν, das Gute, Passende, Soph. Phil. 1125, ch., wie Aesch. τὸ δ' εὖ νικάτω, κρατοίη, Ag. 120. 340, das was Glück u. Segen bringt; τοῦ εὖ ἕνεκα, zu einem guten Zwecke, Arist. de sens. 1. – Mit ausgelassenem εἶναι, τί τῶνδ' εὖ; Aesch. Ch. 534; εὖ τὰ τῶν ἐγχωρίων Suppl. 595. – Bei manchen Wörtern dient es zur Verstärkung, so Sp. 'εὖ σαφῶς u. σαφῶς εὖ u. ä.; auch εὖ καὶ μάλα, Plat. Conv. 194 a; κάρτα εὖ Her. 3, 150.
Greek (Liddell-Scott)
εὖ: Ἐπικ. ἐΰ (ἀλλὰ μόνον πρὸ διπλοῦ συμφώνου, ὥστε τὸ υ γίνεται θέσει μακρόν· ἴδε κατωτ. V). Ἐπίρρ. (κυρίως οὐδ. τοῦ ἐΰς), καλῶς, Λατιν. bene, ἀντίθ. τῷ κακῶς, ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ ἐφεξῆς: συχνάκις συνδέεται μετ’ ἄλλου Ἐπιρρήματος, εὖ καὶ ἐπισταμένως, καλῶς καὶ ἐμπείρως, Ἰλ. Κ. 265, Ὀδ. Υ. 161· εὖ λειήνας, ἅρματα εὖ πεπυκασμένα, κτλ., ἴδε Ἰλ. Β. 382 κἑξ.· οὕτως, εὖ κατὰ κόσμον Κ. 472· σπανιώτερον, εὐτυχῶς, καλῶς, Ὀδ. Γ. 188, 190, Τ. 79. - Χρήσεις: 2) μετὰ ῥημάτων ἰδίως γνωστικῶν, εὖ οἶδα, εὖ εἰδώς, εὖ γιγνώσκειν, κτλ., Ὅμ. κλ.· ἡ φράσις εὖ οἶδ’ ὅτι, συνηθέστατα προστίθεται ἐν τοῖς διαλόγοις τῶν Ἀττ. ποιητῶν καὶ πεζογράφων, σὺ γάρ, εὖ οἶδ’ ὅτι οὐ πράγματ’ ᾄσει Ἀριστοφ. Εἰρ. 1296, Δημ., κλ.· εὖ γὰρ σαφῶς τόδ’ ἵστε Αἰσχύλ. Πέρσ. 784· εὖ οἶδα, ἐν ἀποκρίσεσι, Διώξιππος ἐν «Φιλαργύρῳ» 1· ὡσαύτως, εὖ μήδεο, «καλῶς βουλεύου» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 360· εὖ ἔρδειν, = εὐεργετεῖν, Ε. 650· εὖ εἰπεῖν τινα, εἰπεῖν καλὸν λόγον περὶ τινος, Ὀδ. Α. 302: - μεθ’ Ὅμ., εὖ δρᾶν, ποιεῖν, θέσθαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εὖ πάσχειν, εὖ πράσσειν. εὖ βεβηκέναι, ἔχειν καλῶς, διάγειν καλῶς, ὅρα τὰ ῥήματα· οὕτως, εὖ ἔχειν, ἤκειν, λαχεῖν Ἡρόδοτ. κτλ.· μετὰ γεν., εὖ ἥκειν τοῦ βίου Ἡρόδ. 1, 30· εὖ φρονεῖν, ἴδε φρονέω· εὖ σέβειν, ἴδε εὐσεβέω, κτλ· - πρὸς ἔμφασιν ἐνίοτε τίθεται ἐν τέλει τῆς φράσεως, ἄνδρες γεγονότες εὖ Ἡρόδ. 7. 134· νόμους μὴ λύειν ἔχοντας εὖ ὁ αὐτ. 3. 82· καὶ ἐνίοτε χωρίζεται ἀπὸ τοῦ ἰδίου ῥήματος: εὖ πρᾶγμα συντεθὲν Δημ. 275. 26. 2) εὖ γε, συχν. ἐν ἀποκρίσεσιν, ἴδε ἐν λ. εὖγε. II. μετ’ ἐπιθ. ἢ Ἐπιρρ., εὖ πάντες ἢ πάντα, ὡς τὸ μάλα πάντα Ὀδ. Θ. 37, 39, κτλ.· εὖ μάλα Δ. 96, κτλ.· εὖ μάλα πάντες Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 172· εὖ μάλα πρεσβύτης Πλάτ. Εὐθύφρων 4Α· μάλ’ εὖ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 142, Πλάτ. Σοφιστ. 236D· εὖ καὶ μάλα ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 191Α· κάρτα εὖ Ἡρόδ. 3. 150· εὖ πάνυ… ἢ πάνυ εὖ Ἀριστοφ. Πλ. 198, Πλάτ. Μένων 80Α· εὖ σαφῶς Αἰσχύλ. Πέρσ. 784· εὖ πως Εὐρ. Ἐκάβ. 902· εὖ γ’, ἄνδρες, εὖ σφόδρ’ Νικόστρατος ἐν «Ἀπελαυνομένῳ» 1· οὕτως ὡσαύτως, καλῶς τε καὶ εὖ, εὖ τε καὶ καλῶς Ἡρόδ. 1. 59, Πλάτ.· εὖ κἀνδρικῶς, εὖ κἀνδρείως Ἀριστοφ. Ἱππ. 379, Θεσμ. 656. III. ὡς οὐσιαστ., τὸ εὖ, τὸ ὀρθόν, τὸ δίκαιον, τὸ δ’ εὖ νικάτω Αἰσχύλ. Ἀγ. 121, 139, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 1140, Ἀριστοφ. Ἀχ. 661· τοῦ εὖ ἕνεκα Ἀριστ. περὶ Αἰσθ. 1, 8. IV. ὡς τὸ κατηγορούμενον προτάσεως, τί τῶνδ’ εὖ; Αἰσχύλ. Χο. 337, πρβλ. 116· εὖ εἴη, εἴθε ν’ ἀποβῇ εἰς καλόν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 216· εὖ σοι γένοιτο, εἴθε νὰ εὐτυχήσῃς, Ποιητὴς παρ’ Ἀθην. 186C. V. ἐν συνθέσει ἔχει πάσας τὰς σημασίας τοῦ Ἐπιρρ., ἀλλὰ συνήθως συνυπονοεῖται μέγεθος, ἀφθονία, εὐτυχία ἢ εὐκολία· οὕτω τὰ μετ’ αὐτοῦ σύνθετα συχνάκις = τοῖς μετὰ τοῦ πολὺ συνθέτοις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ σύνθετα του κακὸς καὶ δύσ-. Ὁπόταν διπλοῦν σύμφωνον ἀκολουθῇ ἐν συνθέσει, παρ’ Ἐπικ. συνήθως γίνεται ἐϋ- μετὰ θέσει μακροῦ υ, ὡς ἐΰγναμπτος, ἐΰδμητος, ἐΰζυγος, κτλ., Ἕρμανν. ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 36· τὰ ἡμίφωνα διπλασιάζονται μετ’ αὐτό, οἷον ἐϋμμελίης, ἐΰννητος, ἐΰρροος, ἐΰσσελμος· ἐνίοτε παρ’ Ἐπικ. παρεμβάλλεται η χάριν τοῦ μέτρου, εὐηγενής, εὐηπελής. Ὡς τὸ στερ. α, Λατ. in, καὶ τὸ δύσ-, συντίθεται μόνον μετ’ ὀνομάτων· τὰ δὲ ῥήματα, ἐν οἷς τὸ εὖ ἀποτελεῖ τὴν πρώτην συλλαβήν, παράγονται ἐκ συνθέτων ὀνομάτων, ὡς εὐπαθέω, ἐκ τοῦ εὐπαθής· τύποι δὲ οἷοι τὰ εὐπάσχω, εὐποιέω δέον νὰ γράφωνται διῃρημένως: εὖ πάσχω, εὖ ποιέω, κτλ.· ἐν τοiς ἐϋκτίμενος, εὐναιόμενος, κτλ., ἡ μετοχὴ ἐγένετο ἐπίθ.· ἴδε πρὸ πάντων Λοβέκ. ἐν Φρυν. 561, κἑξ.: - τὸ εὐδοκέω φαίνεται ἀποτελοῦν ἐξαίρεσιν.
French (Bailly abrégé)
épq. ἐΰ;
adv.
I. bien :
1 avec idée d’origine ou de condition noblement : ἄνδρες φύσει γεγονότες εὖ HDT des hommes de bonne naissance, de noble origine;
2 bien, régulièrement, justement : εὖ καὶ ἐπισταμένως IL bien et avec habileté ; νόμους… ἔχοντας εὖ HDT des lois bien conçues ; abs. εὖ κατὰ κόσμον IL en bon ordre ; subst. τὸ εὖ ESCHL le bien, le bon droit, la bonne cause;
3 bien, avec bienveillance, avec bonté : εὖ ἔρδειν τινά IL faire du bien à qqn ; εὖ εἰπεῖν τινά OD dire du bien de qqn;
4 pour marquer une idée d’achèvement, de perfection, avec un verbe εὖ μήδεο IL considère bien ; εὖ οἶδα, εὖ ἔγνωκα ATT je sais bien ; en forme de parenthèse εὖ οἶδ’ ὅτι, je sais bien : σὺ γὰρ, εὖ οἶδ’ ὅτι, οὐ πράγματ’ ᾄσει AR car pour toi, je le sais bien, tu ne crieras pas l’affaire sur les toits litt. tu ne chanteras pas les affaires ; avec un adj. ou un adv. εὖ πάντες OD tous sans exception ; εὖ πάντα OD tout sans exception ; εὖ μάλα OD tout à fait ; κάρτα εὖ HDT, εὖ πάνυ AR tout à fait ; εὖ σαφῶς ESCHL très évidemment ; εὖ καὶ καλῶς PLAT, καλῶς τε καὶ εὖ HDT bel et bien;
II. heureusement : εὖ οἴκαδ’ ἱκέσθαι IL revenir heureusement chez soi.
Étymologie: neutre de ἐΰς.